«Μου ξανάρχονται ένα-ένα, χρόνια δοξασμένα, να ‘τανε το ’21, να ‘ρθει μια στιγμή, να περνάω καβαλάρης στο πλατύ τ’ αλώνι και με τον Κολοκοτρώνη να ‘πινα κρασί…
Να πολεμάω τις μέρες στα κάστρα και το σπαθί μου να πιάνει φωτιά και να κρατάω τις νύχτες με τ’ άστρα μια ομορφούλα αγκαλιά…».
Εάν δεν είχε λάβει την έμπνευση και τη θεία επιφοίτηση ο Νίκος Πορτοκάλογλου να γράψει και να τραγουδήσει το «Είμαστε πια Πρωταθλητές, έρχονται άλλες εποχές», δεν το συζητώ, το «να ‘τανε το ’21» του Σταύρου Κουγιουμτζή και της Σώτιας Τσώτου με τη φωνή του Γιώργου Νταλάρα, το οποίο πρωτακούστηκε το 1970, θα μπορούσε να αποτελεί τον ύμνο εκείνου του θριάμβου…
Ποιητική αδεία παραφράζω κιόλας κάποιους στίχους για να ταιριάζουν στην περίσταση, αλλά χαλάει η ρίμα, ρε γαμώ το!
Το ’21 γίνεται ’87, το πλατύ τ’ αλώνι είναι η γραμμή των βολών του Καμπούρη, το κρασί θα το σέρβιρε ο Γκάλης, όσο για τις νύχτες με τ’ άστρα θα κρατούσα αγκαλιά μια ομορφούλα κούπα!
Έτοιμη η διασκευή. Δικό σας!
Έχουν περάσει τρεις δεκαετίες από εκείνες τις επικές, μοναδικές, ανεπανάληπτες στιγμές και τις νοσταλγώ αρρωστημένα.
Να τις ξεχάσω; Ποτέ των ποτών!
Αναρωτιέμαι ο καψερός τι δεν έχω γράψει από τότε: έβγαλα ένα βιβλίο με τον τίτλο «Είμαστε πια πρωταθλητές» το 2017 με την ευκαιρία της τριακοστής επετείου, κάθε χρόνο τέτοιες μέρες γράφω τις… κάλτσες μου από ‘δω κι από ‘κει, έχω κάνει τηλεοπτικά αφιερώματα, εκπομπές και ντοκιμαντέρ, τι άλλο μένει;
Μια ταινία ίσως. Τάσο Μπουλμέτη ψήνεσαι, τώρα που έχεις πάρει και το κολάι;
Όλο αυτό που έγινε τότε μοιάζει σαν παραμύθι, ένα παραμύθι που βγήκε αληθινό και μάλιστα είχε και happy end…
Έχουν περάσει τόσα χρόνια από τότε και αυτό το γοητευτικό παραμύθι δεν βρίσκεται απλώς στις καρδιές μας, αλλά είναι η ίδια η καρδιά μας. Όπως άλλωστε συνηθίζει να λέει ο Παναγιώτης Γιαννάκης, κάθε φορά που το φέρνει η κουβέντα σε αυτή την ιστορία, «ένα πράγμα δεν μπορεί να μας κλέψει κανείς, τις αναμνήσεις μας!».
Οι δείκτες του ρολογιού είναι σταματημένοι σε εκείνη τη μαγική, την άγια νύχτα και στη στιγμή που ο Φίλιππος Συρίγος με γρατσουνισμένη τη φωνή, μετά τις βολές του Αργύρη Καμπούρη και το σουτ του Σεργκέι Γιοβάισα (κάνοντας την ψυχή μας να πάει όχι στην Κούλουρη αλλά στο… Κάουνας), φώναζε με όση ξέπνοη δύναμη του ‘χε απομείνει…
«Είναι το τέλος»!
Ήταν το τέλος που έγινε η αρχή της καψούρας ενός ολόκληρου λαού, ολάκερου του ελληνισμού, με αυτή που έμελλε να αποκληθεί και να γίνει η «Επίσημη Αγαπημένη» όλων των Ελλήνων…
Ένα ταξίδι στο όνειρο, με σάρκα και οστά, φανταστικό, αδιανόητο, μα πέρα ως πέρα αληθινό, ένα ταξίδι στην Εδέμ που έμοιαζε με τη χώρα της ουτοπίας…
Στις 14 Ιουνίου του σωτηρίου έτους 1987, παρά θίν’ αλός, εκεί στις όχθες του Σαρωνικού, η αγκυροβολημένη (σαν ιστορικό ναυάγιο) Κιβωτός αρχίζει το μπάρκο της στα αχαρτογράφητα νερά των ωκεανών του κόσμου…
Εκεί, εκείνη τη νύχτα της Αποκάλυψης, σε εκείνο το καλάθι, εκείνην την στιγμή, εκείνος ο άνθρωπος, εκείνες οι συστημένες, ταγμένες από το πεπρωμένο και μάλιστα… σαλιωμένες βολές…
Εκείνος ο τίμιος γίγαντας, ο Αργύρης, που άλλαξε όνομα και έγινε… χρυσός!
Όλοι μαζί, κατά σειρά, όπως την ορίζει η αρίθμηση στις φανέλες: ο «Γκάνγκστερ», ο «Μάτζικ», ο «Δράκος», ο «Τάρανδος», ο «Καρχαρίας», ο «Πεταλούδας», ο «Αρκούδος», ο «Γκούφι», ο «Αμίλητος», η «Αράχνη», ο «Επιστήμων» και ο «Μπέμπης»…
Ο συχωρεμένος (από τις 18 Ιουνίου του 2018) «Τσολιάς» να δίνει το σύνθημα και όλοι μαζί να βαδίζουν στα χνάρια του Παλαιών Πατρών Γερμανού και σαν να βρίσκονται μέσα στο μοναστήρι της Αγίας Λαύρας, να σηκώνουν το λάβαρο της επανάστασης και της παλιγγενεσίας…
Δεν έθεσαν βεβαίως το δίλημμα «Ελευθερία ή θάνατος», όπως οι πρώτοι επαναστάτες του ’21, αλλά σήκωσαν τα λάβαρα και σάλπισαν τον μεγάλο ξεσηκωμό!
Όσα χρόνια κι αν περάσουν, οι στιγμές που συρράπτονται και κεντούν τον καμβά τού (τόσο συνταρακτικού, ώστε να καθίσταται ανείπωτος) θριάμβου μένουν έγκλειστες, αιχμάλωτες στο μπαλαούρο της συλλογικής μνήμης, στον άφθαρτο σκληρό δίσκο μας, στο θησαυροφυλάκιο της ανεκτίμητης ιστορικής κληρονομιάς και το δεσμωτήριο των ψυχών μας…
Όσα χρόνια κι αν περάσουν, η ανατριχίλα θα μας διαπερνάει σύγκορμους και πάντοτε θα κλίνουμε ευλαβικά το γόνυ μπροστά στους… Χριστόφορους Κολόμβους μας, σε αυτούς τους πιονιέρους, τους σηματωρούς, τους ιχνηλάτες της επόμενης ζωής μας…
Της μ.Ε εποχής!
Αυτά, το δίχως άλλο, είναι τα καλύτερα μας χρόνια που περνούν και φεύγουν, μα στην πραγματικότητα στέκουν και μένουν…
Εις ανάμνησιν του έπους, λοιπόν…
Η πατρίς ευγνωμονούσα, κατά πως γράφεται στις επιτύμβιες στήλες…
Για το χατίρι των παλιών καιρών, όπως λέει και η Ίνγκριντ Μπέργκμαν στον πιανίστα, τον Σαμ, στην «Καζαμπλάνκα», παραγγέλνοντάς του να παίξει το «Aw the time goes by»…
Για τη χαμένη περηφάνια και τη χαμένη μας μαγκιά, όπως το τραγούδησε λίγους μήνες αργότερα ο Νίκος Πορτοκάλογλου…
To Ευρωμπάσκετ (σκέτο, χωρίς την περιττή αναφορά του έτους) είναι οι Θερμοπύλες μας και, όπως γράφει κι ο Καβάφης, «τιμή σ’ εκείνους όπου στη ζωή των όρισαν και τις φυλάγουν, ποτέ από το χρέος μη κινούντες»…
Δεδομένου ότι φημίζομαι για τη φλυαρία μου, το κόβω εδώ, γιατί αλλιώς εγώ θα γράφω κι εσείς, οι δόλιοι, θα διαβάζετε, μέχρι να μας βρει η επόμενη επέτειος…
Να ‘μαστε καλά να τα θυμόμαστε. Άμποτε να τα ξαναζήσουμε κιόλας…
Εντάξει, μη βαράτε, μωρέ.
Ούτε ένα αστείο δεν μπορεί πια να γράψει ή να πει κάποιος…