Το μονοπάτι για την κορυφή του Αττάβυρου, του μοναδικού βουνού της Ρόδου, είναι στενό και δύσβατο.
Μόνο ένα υπάρχει, εκείνο που ξεκινά από τον Άγιο Ισίδωρο, ένα ορεινό χωριό 600 ψυχών, στην πλειοψηφία τους αγρότες.
Πρόσβαση στην κορφή δεν υπάρχει, μόνο δυόμισι ώρες πεζοπορία, χωρίς νερό σε όλο το διάβα και πλατώνια (άγρια ελάφια που ζουν μόνο εκεί) να σε συντροφεύουν.
Λίγο πριν την κορυφή, εκεί στα 1.200 μέτρα, ξεπροβάλλει ο Ναός του Ατταβυρίου Διός, του πατέρα των θεών, του αιώνιου και του άφθαρτου, εκείνου που σύμφωνα με τον μύθο προϋπήρχε και θα εξακολουθεί να υπάρχει.
Αυτό το μονοπάτι το διάβηκε πολλές φορές ο Γιώργος Γεωργαλής, στην κορφή του Αττάβυρου πήρε τη μεγάλη απόφαση να ξενιτευτεί και ν’ αφήσει πίσω του τη φρίκη του πολέμου.
Η Ρόδος, παρά το ελληνικό τού χαρακτήρα της, ακόμη ήταν αυτόνομη, ιταλοκρατούμενη, στη Συνθήκη των Σεβρών είχε εξαιρεθεί από τα υπόλοιπα Δωδεκάνησα.
Ο πόλεμος όμως δεν έλεγε να τελειώσει, το καλοκαίρι του 1921 ξεκίνησε νέα εκστρατεία με σκοπό την επιβολή της Συνθήκης των Σεβρών και τη συντριβή των κεμαλικών δυνάμεων, θα ξεκινούσε η τελευταία πράξη ενός δράματος που κατέληξε στη Μικρασιατική Καταστροφή και μια αποκαμωμένη Ελλάδα.
Όταν τον Ιούλιο του ’21 ο τότε Πρωθυπουργός, Δημήτριος Γούναρης, ταξίδευε στην Κιουτάχεια για να συμμετάσχει στο μοιραίο πολεμικό συμβούλιο, ο Γιώργος Γεωργαλής είχε αφήσει πίσω του και τον Άγιο Ισίδωρο και τη Ρόδο και την Ελλάδα.
Περίμενε υπομονετικά τη σειρά του στον κύριο σταθμό υποδοχής μεταναστών του Ellis Island, της βραχονησίδας του ποταμού Χάντσον που ακουμπά στο Μανχάταν και ενώνει άτυπα τη Νέα Υόρκη με τον Ατλαντικό ωκεανό.
Περισσότεροι από 20 εκατ. άνθρωποι πέρασαν από εκεί, από τα τέλη του 19ου και κατά τη διάρκεια του πρώτου μισού του 20ού αιώνα, αναζητώντας μια καλύτερη τύχη στη χώρα της ευκαιρίας.
Δεν ήξερε ούτε τα βασικά στα αγγλικά, όταν έφθασε η σειρά του για δηλωθεί και να περάσει τις απαιτούμενες ιατρικές εξετάσεις, το «Georgalis» ακούστηκε πολύ δύσκολο στον υπάλληλο, ο οποίος, ακολουθώντας τη συνήθη πρακτική της εποχής, έγραψε στο χαρτί το όνομα “κατά προσέγγιση”: «Galis».
Η άδεια του νεαρού George Galis (πρώην Γιώργου Γεωργαλή) εγκρίθηκε, ήταν ένα δυνατό και γεροδεμένο νέο παιδί και, όπως όλοι οι πανευτυχείς εμιγκρέδες που εξασφάλιζαν το πολυπόθητο πιστοποιητικό παραμονής, εγκαταστάθηκε στο Τζέρσεϊ Σίτι.
Μπορεί τυπικά να θεωρούνταν Ιταλός υπήκοος (ταξίδεψε με ιταλικό διαβατήριο) και να είχε δηλώσει ως επάγγελμα αγρότης, τα πρώτα δύσκολα χρόνια του όμως τα πέρασε δουλεύοντας σε ό,τι έβρισκε. Συχνά ως λούστρος, αργότερα ως τσαγκάρης.
Δυσκολεύτηκε να αφομοιωθεί, να δικτυωθεί, η διαβίωση εκείνες τις δεκαετίες κάθε άλλο παρά εύκολη ήταν. Ο γεροδεμένος George Galis ασχολήθηκε και με την πυγμαχία, πήρε μέρος σε αρκετούς αγώνες, λάτρευε το μποξ.
Τα χρόνια περνούσαν, ο Γιώργος είχε μάθει πια τη γλώσσα, εξασφάλιζε τον επιούσιο, είχε πια μεγαλώσει και ήθελε να δημιουργήσει τη δική του οικογένεια.
Γνώρισε την Στέλλα Αργυριάδη, επίσης Ελληνίδα του διωγμού, γεννημένη στον Βόσπορο, απ’ το μαγικό Κουρού Τσεσμέ, η οποία είχε επίσης διαβεί τον διάδρομο με το συρματόπλεγμα στο Ellis Island στις αρχές του ’40, όταν πίσω στην πατρίδα ξεσπούσε και ο δεύτερος μεγάλος πόλεμος που βύθισε την Ελλάδα στη δυστυχία και στην ανέχεια.
Ο Γιώργος και η Στέλλα παντρεύτηκαν, έφυγαν από τη Νέα Υόρκη για το Νιου Τζέρσεϊ, το τσαγκαράδικο έγινε εστιατόριο, έζησαν από κοινού όλη τη διαδρομή του «αμερικανικού ονείρου», όπως κι αν ορίζεται.
Είχαν ήδη τρία παιδιά, όταν στα τέλη Ιουλίου του 1957 ο Γιώργος ειδοποιήθηκε να κλείσει το εστιατόριο και να μεταβεί στο French Hospital του Μανχάταν, μεταξύ της 8ης και της 9ης Λεωφόρου, διότι η Στέλλα επρόκειτο να γεννήσει το τέταρτο παιδί τους.
Εκεί, στην 330 West 30th Street του Τσέλσι της Νέας Υόρκης, στις 23 Ιουλίου του 1957, σε ένα μαιευτήριο/νοσοκομείο που κατεδαφίστηκε το 1977 και δεν υπάρχει πια, γεννήθηκε το στερνοπούλι του Γιώργου και της Στέλλας, ο δικός μας αιώνιος και άφθαρτος, ο δικός μας “Δίας” που υπήρχε και θα εξακολουθεί να υπάρχει, ο Νίκος Γκάλης.
Γεννημένος λίγο πριν μπουν τα ‘60s, τη δεκαετία που άλλαξε τις ΗΠΑ και μέρος της παγκόσμιας ιστορίας. Μια δεκαετία αλλαγών, προόδου, μάχης για τα ανθρώπινα δικαιώματα και πλειάδας νομοθετημάτων που εξέλιξαν τον κόσμο.
Για τις ΗΠΑ είναι η δεκαετία του πολέμου του Βιετνάμ, τις πληγές του οποίου φέρει ακόμη στο κορμί της η αμερικανική κοινωνία, κι ας έχει περάσει μισός αιώνας.
Μέσα σ’ αυτό το κοινωνικό χάσμα, η Αμερική προσπάθησε να αντιμετωπίσει το πρόβλημα του ρατσισμού, δημιούργησε ήρωες όπως ο Μοχάμεντ Άλι, είδε τον Πρόεδρο των ονείρων της να δολοφονείται, τον επόμενο Πρόεδρο να χάνεται στη δίνη ενός δυσνόητου πολέμου, τον τελευταίο να μην ολοκληρώνει καν τη θητεία του.
Όταν στις 22 Νοεμβρίου του 1963 ο Πρόεδρος της ελπίδας, ο Τζον Φιτζέραλντ Κένεντι, δολοφονείτο στο Ντάλας, στην καρδιά του Τέξας, ο Νίκος δεν είχε καν κλείσει τα 7 του χρόνια. Με απορία κοιτούσε τη μητέρα του δακρυσμένη, δυσκολευόταν να αντιληφθεί τι σήμαινε για τις Ηνωμένες Πολιτείες εκείνη η δολοφονία.
Μερικούς μήνες αργότερα η οικογένεια μετακόμισε σε ένα πιο ευρύχωρο σπίτι, το εστιατόριο του πατέρα πήγαινε καλά, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι το οικογενειακό εισόδημα επαρκούσε για μια αστικού τύπου διαβίωση.
Στις γειτονιές του Γιούνιον Σίτι πρωτόπαιξε ο Νίκος, εκεί μεγάλωσε, εκεί πήγε σχολείο, στο θρυλικό Five Points κυκλοφορούσε, αυτό που βλέπουμε στις ταινίες.
Εν αντιθέσει με τον αστικό μύθο που κυκλοφόρησε στην Ελλάδα στα μέσα της δεκαετίας του ’80, ο Γκάλης δεν ήταν ποτέ πυγμάχος.
Όταν ήταν παιδί, του άρεσε η πυγμαχία, εν πρώτοις επειδή ήταν ένα σπορ με το οποίο ασχολήθηκε ο πατέρας του και κατόπιν εξαιτίας της ευρύτατης δημοφιλίας του αθλήματος και της μορφής που δέσποζε τότε στις πολυπολιτισμικές γειτονιές των ΗΠΑ, του Άλι.
Η πολυπολιτισμικότητα καθόρισε και την προσωπικότητά του, κατά μήκος της Hudson Avenue συναντούσες όλες τις φυλές του Ισραήλ, Αφροαμερικανοί, Πορτορικανοί, Ιταλοί, Έλληνες…
Ο Νίκος έκανε παρέα με όλους, στα μαθήματα δεν ήταν καλός, τα ενδιαφέροντά του επικεντρώνονταν κυρίως στον αθλητισμό, το φούτμπολ, το μπέιζμπολ, το χόκεϊ, την πυγμαχία.
Του άρεσε πολύ το (αμερικανικό) ποδόσφαιρο, ήταν μάλιστα αξιοπρόσεκτος running back λόγω του χαμηλού κέντρου βάρους, της δύναμης και της ταχύτητάς του. Αρχές της δεκαετίας του ’70 όμως ολόκληρη η Πολιτεία της Νέας Υόρκης ερωτεύτηκε το μπάσκετ.
Ήταν η εποχή που ο Γουόλτ Φρέιζιερ έγινε το απόλυτο σύμβολο εκείνης της θρυλικής ομάδας των Νικς μαζί με τον τεράστιο Γουίλις Ριντ, τον “El Cid” της κατάκτησης του Πρωταθλήματος στο ΝΒΑ το 1970.
Ο Νίκος μόλις είχε ξεκινήσει το γυμνάσιο, στο Union Hill, το δημόσιο σχολείο της Γιούνιον Σίτι. Εκεί έκανε τα πρώτα του σουτ, στους Χίλερς γνώρισε τους πρώτους του προπονητές, τον Μπιλ Μακίβερ και μετά τον Σαμ Ντε Πιάνο, έναν άνθρωπο που αγαπούσε πολύ το μπάσκετ.
Κατέληξε στη φανέλα με το νούμερο «11», ήταν το μελαχρινό αγόρι που ήθελε τη μπάλα δική του, οι πρώτοι του συμπαίκτες ήταν ο Καλότζερο, ο Χερνάντεζ, ο Άμερμαν, ο Γκόμεζ, ο Τραϊάνα, ο Ροντρίγκεζ.
Σίγουρα τους θυμάται και χαμογελά, μαζί τους πρωτοξεκίνησε το δικό του δύσβατο μονοπάτι για να φτάσει εκεί που γνωρίζουμε πια όλοι μας.
Τρία state sectional championships κατέκτησαν οι Χίλερς, ο Γκάλης έπαιζε μέχρι και σμολ φόργουορντ, η φυσική του ροπή στα σπορ και δη στο μπάσκετ ήταν ευδιάκριτη και στα μάτια ενός άσχετου με το σπορ. Ήταν τόσο καλός που το Γιούνιον Σίτι αποδείχτηκε πολύ μικρό.
Μαζί με τους φίλους του άλλοτε περπατούσε για ώρες για να περάσει απέναντι στο Άπερ Μανχάταν, άλλοτε έπαιρνε το λεωφορείο κι απ’ το Lincoln tunnel έφτανε στα ανοιχτά γήπεδα του Χάρλεμ για να ανταγωνιστεί τους καλύτερους και τους πιο ικανούς.
Εκεί έγινε άντρας ο Γκάλης, εκεί πρωτοτσακώθηκε, εκεί κατάλαβε πόσο σημαντικό είναι να βελτιώνεσαι και να μην επαναπαύεσαι, εκεί έκανε πράξη τη συμβουλή του πατέρα του, να πολεμάει, να απαντά στη γροθιά με γροθιά και να μην υποχωρεί ποτέ.
Τρόπον τινά έγινε στάση ζωής για τον Γκάλη εκείνη η συμβουλή του Γιώργου Γεωργαλή. Ελάχιστα είναι τα πράγματα που τον καθόρισαν και τα γνωρίζουμε: τα παιδικά του χρόνια, η σχέση με τους γονείς και τα αδέρφια του είναι άγνωστες πτυχές της ζωής του, αφού ανέκαθεν προστάτευε την ιδιωτικότητά του και την προσωπική του ζωή.
Κατά τα λοιπά, είχε αφομοιωθεί πλήρως στον αμερικανικό τρόπο ζωής, φοιτούσε σε μη ελληνόφωνο σχολείο, στο σπίτι μόνο άκουγε κάποια ελληνικά, για την πατρίδα των γονέων του δεν ήξερε πολλά, μόνο ό,τι του διηγούνταν η Στέλλα, η μάνα του, η μεγάλη αδυναμία του.
Δεν είχαν κανένα πρόβλημα οι γονείς του με το γεγονός ότι παραμελούσε τα μαθήματα και είχε ρίξει το βάρος στο μπάσκετ.
Ήταν ευτυχισμένος, όταν έπαιζε μπάσκετ, του κέντριζε το ενδιαφέρον το παιχνίδι, του άρεσε η προπόνηση, οι προπονητές έμεναν επί ώρες μαζί του στο κλειστό για να τον βοηθήσουν να κατανοήσει περισσότερο το παιχνίδι.
Ήταν απίστευτη η θέληση του Γκάλη, η αυταπάρνηση και η αφοσίωσή του στην προπόνηση. Ήθελε, σχεδόν απαιτούσε από τον εαυτό του, να γίνει καλύτερος, να τα βάζει με τους καλύτερους, σε κάθε αγώνα να εμφανίζεται βελτιωμένος.
Η πολύ καλή του παρουσία στο μπάσκετ και στο Λύκειο σε συνδυασμό με την σχεδόν αδιαφορία του για τα μαθήματα και το διάβασμα έπεισαν και τον δύσπιστο πατέρα του να ενδώσει στην πρόθεση του Νίκου να στηρίξει το μέλλον του στον αθλητισμό.
Ανέκαθεν ο πατέρας του επιθυμούσε ο γιος του να σπουδάσει, να μάθει γράμματα, να διαπρέψει στον τομέα που η γενιά των ξενιτεμένων και των ξεριζωμένων ανθρώπων εκ των πραγμάτων δεν μπόρεσε να εισχωρήσει.
Αποφοιτά από το Union High ήδη με τη στάμπα του μπασκετμπολίστα, λογίζεται εκ των προτέρων κορυφαίος, στο yearbook αναφέρεται ούτε λίγο ούτε πολύ ως «το κάτι άλλο που θα διαπρέψει και θα κερδίσει σεβασμό και φιλίες, επειδή είναι ο εαυτός του». Δεν είναι μακριά από την αλήθεια η περιγραφή μιας χούφτας προτάσεων στο βιβλίο της αποφοίτησης.
Ο «Nick», όπως αναφέρεται στο επετειακό βιβλίο, είναι αυτό το χαμογελαστό μελαχρινό αγόρι που μοιάζει ήδη άντρας, είναι ένας απλός άνθρωπος και αυτό ακριβώς τον καθιστά πολύ δύσκολο στην ανάγνωση. Το απλό είναι και το πιο περίπλοκο.
Το καλοκαίρι του 1975, σε μια ακόμα χρονιά ταραχών κατά την οποία οι ΗΠΑ προσπαθούν να μεταβολίσουν το σκάνδαλο Watergate, ο Νίκος καλείται να επιλέξει το μέλλον του.
Καταλήγει στο Physical Education στην αίτησή του, κάτι αντίστοιχο με τη Γυμναστική Ακαδημία, και πλέον πρέπει να αποφασίσει σε ποιο Πανεπιστήμιο θα φοιτήσει. Τον προσεγγίζουν πολύ καλά κολέγια, αφού πρόκειται για ένα σημαντικό prospect, μεταξύ αυτών και το Florida State, ενώ δεσπόζουσα ήταν και η προοπτική του North Carolina.
Ο Γκάλης όμως είναι ο Γκάλης και πολύ δύσκολα παίρνει ρίσκα στη ζωή του, ακόμα και στα 18 του χρόνια. Δεν θέλει να απομακρυνθεί από την οικογένειά του, το Seton Hall είναι ένα καλό καθολικό κολέγιο, δύο τετράγωνα από το σπίτι του, στο South Orange του Νιου Τζέρσεϊ.
Είναι η πιο καθοριστική επιλογή για την εξέλιξη της καριέρας του, το Seton Hall είναι ο πρωταρχικός λόγος που γνωρίσαμε τον Νίκο Γκάλη και τον θαυμάσαμε στα ελληνικά γήπεδα, ένας από τους βασικούς λόγους που δεν έπαιξε μπάσκετ εκεί που πραγματικά ανήκε. Στο ΝΒΑ.
Η παρθενική του χρονιά στους Πάιρετς είναι μέτρια, έχει λίγο χρόνο συμμετοχής, πατά λίγες φορές το παρκέ του Walsh Gymnasium Arena. Ό,τι όμως δεν έκανε ως freshman, το έκανε στη sophomore σεζόν του, τη χρονιά της μεγάλης έκρηξης και της κατάθεσης των διαπιστευτηρίων του Νίκου Γκάλη στο μπάσκετ “που μετράει”.
Ο Μπιλ Ράφτερι, ήδη από το 1970 head coach των Πάιρετς, δεν μπορεί να πιστέψει το work rate και τη θέληση του νεαρού Ελληνοαμερικανού να διαπρέψει. Ατέλειωτες ώρες προπόνησης, απίθανη βελτίωση σε όλους τους τομείς. Ο Γκάλης ξαφνικά μέσα σε μια σεζόν γίνεται πιο παραγωγικός, καλύτερος πασέρ, πολύ πιο αθλητικός.
Το Seton Hall φτάνει στον Τελικό της Eastern College Athletic Conference (ECAC), λυγίζει μόνο στον Τελικό του Madison Square Garden, χάνοντας από το φημισμένο St. John’s. Ο Γκάλης γίνεται το πρώτο βιολί, ο Γιώργος και η Στέλλα ήταν στις κερκίδες του Garden συγκινημένοι και τον χειροκροτούσαν.
Η πορεία του μέχρι την αποφοίτησή του είναι εκπληκτική, ξεκινά από ανώνυμος rookie των 3.2 πόντων και καταλήγει μια καλαθομηχανή των 27.5 πόντων που ανακηρύσσεται τρίτος σκόρερ σε ολόκληρο το NCAA και προσκαλείται να λάβει μέρος στο All Star Game του Μαρτίου στο Λας Βέγκας.
Ο Νίκος «Γκέιλις», όπως τον προσφωνούν οι δημοσιογράφοι που μεταδίδουν το παιχνίδι, πλέι μέικερ με τη φανέλα με το «15» και το μαλλί αφάνα, παίζει δίπλα στον Λάρι Μπερντ, τον Σίντεϊ Μόνκριφ, τον Βίνι Τζόνσον. Όλοι τους έγιναν μετέπειτα θρύλοι του ΝΒΑ.
Το παιχνίδι μεταδόθηκε ζωντανά από το «CBS», η Ανατολή “του Γκάλη” κέρδισε τη Δύση με 107-92, ο Νίκος σκόραρε 5, έδωσε 7 ασίστ, έκανε 4 κλεψίματα και hi-5 με τον MVP του αγώνα, Λάρι Μπερντ.
Ο ξανθός από την Ιντιάνα κατά πάσα βεβαιότητα θα γινόταν συμπαίκτης του στους Μπόστον Σέλτικς, αφού ο Γκάλης επελέγη στο Νο.68 από τη Βοστώνη και επρόκειτο να συμμετάσχει στο τελικό camp του Σαν Φρανσίσκο υπό την εποπτεία του ίδιου του Μπιλ Φιτς.
Κυκλοφορούν δεκάδες ιστορίες σχετικά με εκείνο το camp προεπιλογής των Σέλτικς. Ότι ο Πίτερσον συμβούλευσε τον Φιτς να μην ασχοληθεί με τον Γκάλη, ότι ο Νίκος δεν μπορούσε να πατήσει καν το πόδι του εξαιτίας ενός τραυματισμού στον αστράγαλο, ότι ο ατζέντης του, Μπιλ Μάνον, δεν ασχολήθηκε με την περίπτωσή του, διότι προμόταρε το single «Upside Down» της -επίσης πελάτισσάς του- Νταϊάνα Ρος, ότι ο «Big Red» (ο Ρεντ Άουερμπαχ, θρυλική μορφή των Σέλτικς) δεν πρόλαβε να τον δει και είπε ότι ήταν το μεγαλύτερο λάθος του και πολλά άλλα.
Η αλήθεια είναι ότι το επίπεδο του ΝΒΑ εκείνα τα χρόνια ήταν εντελώς διαφορετικό σε σχέση με το σήμερα, κυριαρχούσε η φρενίτιδα του διπόλου Μάτζικ εναντίον Μπερντ, οι ομάδες έψαχναν ψηλούς και παίκτες από “σίγουρα” πανεπιστήμια.
Ο ίδιος ο Γκάλης το έχει αποτυπώσει καλύτερα απ’ όλους: «Κάθε παίκτης του μπάσκετ στην Αμερική έχει ένα όνειρο, να παίξει στο ΝΒΑ με τους καλύτερους. Εγώ δεν μπορούσα φυσικά να αποτελέσω εξαίρεση. Ήθελα να γνωρίσω αυτόν τον μαγικό κόσμο και πίστευα ότι θα κατάφερνα και να διακριθώ. Όταν όμως είδα το όνειρό μου να μην γίνεται πραγματικότητα με την πρώτη προσπάθεια, αποφάσισα να συνεχίσω σε μια άγνωστη μέχρι τότε για μένα χώρα, στην πατρίδα του πατέρα μου και της μητέρας μου, την οποία, έστω και από μακριά, ένιωθα κατά κάποιον τρόπο ως την πραγματική δική μου πατρίδα.
Μπορώ ανεπιφύλακτα να πω ότι εκείνο το καλοκαίρι του 1979 ναι μεν δεν εκπληρώθηκε η μεγάλη μου επαγγελματική φιλοδοξία να παίξω στο ΝΒΑ, αλλά από την απόφαση που πήρα, να συνεχίσω δηλαδή την καριέρα μου στην Ελλάδα, κέρδισα περισσότερα ως άνθρωπος και επιπλέον πιστεύω ότι η μικρή προσφορά μου στην Ελλάδα και στο μπάσκετ της είναι πολυτιμότερη από οποιαδήποτε ενδεχόμενη προσωπική μου διάκριση στο ΝΒΑ».
Σε μία παράγραφο όλο το επιμύθιο.
Είναι γεγονός ότι πικράθηκε πολύ που “κόπηκε” από την προεπιλογή των Σέλτικς και δεν έπαιξε στο ΝΒΑ, στενοχωρήθηκε, ένιωσε δικαιώς ότι αδικήθηκε.
Η Στέλλα πίσω στο σπίτι, όχι σε επικίνδυνη αλλά σε κρίσιμη ακόμη κατάσταση από το εγκεφαλικό που απείλησε τη ζωή της, το επαγγελματικό μέλλον αβέβαιο, οι πρώτες σκέψεις για επιστροφή στην πατρίδα.
Τον είχε πλησιάσει ο Γιώργος Καστρινάκης, ο ομογενής παίκτης του Ολυμπιακού, του είχε μιλήσει για το ενδεχόμενο να ενταχθεί στους «Ερυθρολεύκους».
Το ενδιαφέρον ατόνησε, ακολούθησε ο Παναθηναϊκός, μέσω του ελληνοαμερικανού επιχειρηματία της Αστόρια, Μέττου Λάγια, ο οποίος είχε μεσολαβήσει και για να έρθει ο Στεργάκος στην Αθήνα, και σύντομα και ο Άρης, μετά από μια τυχαία κουβέντα στο ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετανία» στην Αθήνα μεταξύ του πρώην Προέδρου του συλλόγου, Μενέλαου Χατζηγεωργίου, και του τότε Βουλευτή και Γενικού Διευθυντή του ιδρύματος «Βασιλεύς Παύλος», Δημήτρη Βρεττάκου.
Ενώ ο Παναθηναϊκός εμφανιζόταν και στον Τύπο ως βέβαιος προορισμός και επόμενος σταθμός στην καριέρα του Γκάλη, εκείνη η κουβέντα στο ξενοδοχείο της πλατείας Συντάγματος πυροδότησε ένα πολύ έντονο ενδιαφέρον από πλευράς Άρη, με τον Χατζηγεωργίου να δίνει ρητή εντολή στον τότε Έφορο της ομάδας, Γιώργο Τσιλιγκαρίδη, να ταξιδέψει στην Αμερική και να επιστρέψει πάση θυσία με τον παίκτη.
Δίχως να μιλάει λέξη αγγλικά και με 10.000 δολάρια διάσπαρτα σε τσέπες και βαλίτσα, ο Τσιλιγκαρίδης φτάνει στη Νέα Υόρκη και προσεγγίζει με τέτοιον τρόπο την οικογένεια Γκάλη, ώστε ο Νίκος έχει δεύτερες σκέψεις σχετικά με τη “σίγουρη” μεταγραφή του στον Παναθηναϊκό. Όταν δε ο Τσιλιγκαρίδης τού χτυπά τον εγωισμό και του λέει ότι ο Άρης είναι ο Πρωταθλητής Ελλάδος, ο Γκάλης μαλάκωσε σε τεράστιο βαθμό.
Ο παράγοντας ωστόσο που έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην απόφασή του ήταν ο εξαιρετικός τρόπος που οι άνθρωποι του Άρη πλησίασαν την οικογένεια.
Ενδιαφέρθηκαν για τη μητέρα του, ο μακαρίτης ο Τσιλιγκαρίδης μπήκε στο σπίτι με δύο εικόνες της Παναγίας, μίλησε μαζί της, υποσχέθηκε ότι θα τον προσέχει σαν γιο του και σεβάστηκε την ιστορία της οικογένειας και του σπιτιού που τον υποδέχθηκε.
Μέτρησαν πάρα πολύ για τον Νίκο αυτές οι κινήσεις του Τσιλιγκαρίδη και των ανθρώπων του Άρη, του απέδειξαν ότι τον ήθελαν πάρα πολύ, τον έκαναν να νιώσει ξεχωριστός, γιατί είχαν αντιληφθεί εξ αρχής αυτό που λίγο αργότερα είπε ο “Πατριάρχης” του συλλόγου, Ανέστης Πεταλίδης: «εδώ έχουμε να κάνουμε με φαινόμενο και έναν άνθρωπο που θα αλλάξει ολόκληρο το άθλημα στην Ελλάδα».
Ενώ λοιπόν τον Σεπτέμβριο οι εφημερίδες δημοσίευαν φωτογραφίες του νέου αστέρα του Παναθηναϊκού, Νίκου Γκάλη (ή «Νικ Γκάλις», όπως τον έγραφαν στην αρχή), ο Τσιλιγκαρίδης, συζητώντας με τον δικηγόρο του παίκτη στο Νιου Τζέρσεϊ, με απόλυτα “ελληνικό” τρόπο τού περνάει 5.000 χιλιάδες δολάρια σε έναν φάκελο και απομένει μόνο η συμφωνία με τον Νίκο.
Ο Γκάλης συμφωνεί με λιγότερα χρήματα απ’ όσα του έταζαν στον Παναθηναϊκό, δέχεται να ταξιδέψει στην πατρίδα των γονέων του για να βοηθήσει οικονομικά την κατάκοιτη Στέλλα και βγάζει εισιτήριο για Θεσσαλονίκη. Θα ταξίδευε 29 Σεπτεμβρίου του 1979, αφού προηγουμένως είχαν εξασφαλισθεί τα απαιτούμενα έγγραφα που απεδείκνυαν την ελληνική καταγωγή του, με προσωπική παρέμβαση του Αρχιεπισκόπου τότε Αμερικής, Σπυρίδωνος.
Στη Θεσσαλονίκη, εν τω μεταξύ, η έλευση Γκάλη αποκτά μυθικές διαστάσεις. Έχουν ξεκινήσει στα στέκια της πόλης οι πρώτες υπερβολές, ότι ο Γκάλης είναι 2μ. ψηλός και παίζει πλέι μέικερ, ότι έχει τεράστια σωματική διάπλαση, ότι συμφώνησε με 200.000 μισθό, ποσό τεράστιο για την εποχή.
Να μην τα πολυλογούμε, παρουσιαζόταν σαν “Superman”.
Όταν πάτησε το πόδι του στο αεροδρόμιο της Μίκρας το απόγευμα της 29ης Σεπτεμβρίου, τον υποδέχθηκε μεταξύ άλλων ο Βαγγέλης Αλεξανδρής. Αντίκρισε έναν άντρα ταλαιπωρημένο από το κουραστικό ταξίδι, με μια καμπαρντίνα τυλιγμένη πάνω του και πολύ κοντύτερο από τις “περιγραφές”.
Παρουσιαστικό ασυνήθιστο, μαλλί “αφάνα”, μια καδένα στον λαιμό και λίγα σπαστά ελληνικά. Το ύφος παραπάνω από στριφνό, όλοι το απέδωσαν στην κούραση, τελικά συν τοις άλλοις υπέφερε και από πονόδοντο.
Οι δηλώσεις πολύ δύσκολες, από τις “υποχρεωτικές”, μέχρι που ο Νίκος πετάει την ατάκα «θα σκοράρω 40 πόντους σε κάθε παιχνίδι».
«Ο κοντός με την καμπαρντίνα δήλωσε ότι θα σκοράρει 40 πόντους σε κάθε παιχνίδι», το πρώτο σχόλιο στην αυριανή εφημερίδα, δίπλα μια ακόμα πιο σημαντική παράμετρος.
Ο Γκάλης κατέφθασε στην Ελλάδα ως Έλληνας, δεν υπήρχε όμως το παραμικρό έγγραφο να αποδεικνύει την ελληνική του ιθαγένεια, το διαβατήριό του ήταν αμερικανικό, το παρουσιαστικό του (που για την εποχή σήμαινε πολλά, αν όχι τα περισσότερα) παρέπεμπε πιο πολύ σε Πορτορικανό ή μιγάδα του Μπρονξ.
Την υπόθεση ανέλαβε προσωπικά ο Άγης Κυνηγόπουλος, τότε ταμίας της ΕΟΚ, και κατόπιν προσωπικής συνεννόησης με τον Γενικό Γραμματέα Αθλητισμού, Κώστα Παπαναστασίου, “βρέθηκε” αίτηση εκδόσεως Αστυνομικού Δελτίου Ταυτότητας του «σπουδαστή Νικόλαου Γεωργαλή, του Δημητρίου και της Στυλιανής, γεννηθέντα 23/07/1957 στον Τρίλοφο Θεσσαλονίκης, Χριστιανού Ορθοδόξου, κατοίκου Θεσσαλονίκης, επί της οδού Δημητρίου Γούναρη 36».
Ο ίδιος ο Κυνηγόπουλος διηγείται χαρακτηριστικά το έκνομον του πράγματος: «Δεν μπορούσε να παίξει στην Εθνική, χρειαζόταν μία διετία τουλάχιστον. Πήγα στην Κοινότητα Τριλόφου, ο Κοινοτάρχης ήταν φίλος μου, κι έτσι κατάφερα να αποσπάσω ένα πιστοποιητικό που έλεγε πως ο Νικόλαος Γεωργαλής γεννήθηκε στον Τρίλοφο. Επίσης, πήγα στο Γ’ Αστυνομικό Τμήμα, σ’ έναν γνωστό μου Ενομοτάρχη, ο οποίος μου έδωσε βεβαίωση που υπείχε θέση ταυτότητας. Κατόπιν πήγα στον τότε ΓΓΑ, Παπαναστασίου, και πήρα διαβατήριο μίας χρήσεως. Για αυτές μου τις ενέργειες, οι οποίες ήταν παράνομες, θα μπορούσα να μπω φυλακή. Έτσι όμως έπαιξε στην Εθνική ο Γκάλης».
Αφού τα γραφειοκρατικά ζητήματα ξεπεράστηκαν με τον παραπάνω επίσης “ελληνικό” τρόπο, 16 Οκτωβρίου του 1979 ο Γκάλης υπέγραψε συμβόλαιο μονοετούς διαρκείας με τον Άρη, έναντι 46.000 δραχμών υποχρεωτικά σε δολάρια, ενός σπιτιού που θα κάλυπτε η ομάδα και ενός αυτοκινήτου για τις μετακινήσεις του.
Στο πίσω μέρος του μυαλού του είχε ακόμη το ΝΒΑ, πίστευε ότι οι Σέλτικς θα αναγνώριζαν το “λάθος” και θα τον καλούσαν πίσω.
Από την άλλη όμως, η Θεσσαλονίκη τον σαγήνευσε αμέσως, έβγαινε στο μπαλκόνι του δωματίου του στο «Μακεδονία Παλλάς», όπου διέμενε στην αρχή της ζωής του στην Ελλάδα, και ανέπνεε τον αέρα της πόλης, διαισθανόταν ότι εδώ, στην πατρίδα των γονέων του, θα μεγαλουργήσει.
Ήταν δύσκολο παιδί ο Γκάλης, μεγάλωσε όχι ακριβώς στις ιδανικές συνθήκες, σίγουρα όχι στο πιο ασφαλές περιβάλλον. Αν δεν υπήρχε το μπάσκετ, πολύ δύσκολα θα είχε βρει τον δρόμο του. Στις προπονήσεις του Άρη ήταν απρόσιτος, ατομιστής, ένιωθε όλα τα βλέμματα στραμμένα επάνω του, ταυτόχρονα όμως ήταν το κάτι άλλο.
Ο Πεταλίδης παρακινούσε τον Αλεξανδρή να τον πιέσει ολοένα και περισσότερο, να τον εκνευρίζει και να τον παίζει πολύ σκληρά. Ο Γκάλης όμως δεν πτοείτο, απλώς σηκωνόταν και “έγραφε”.
Στις 2 Δεκεμβρίου έκανε το ντεμπούτο του στο νικηφόρο 79-78 εναντίον του Ηρακλή. Ήταν πολύ τρακαρισμένος, σκόραρε αρκετά, αλλά έχασε πάρα πολλά σουτ, αγνοούσε τους συμπαίκτες του.
Ο Αλεξανδρής, ως εκ των πρώτων ανθρώπων που είδε ο Γκάλης στην Ελλάδα, ανέλαβε τον άχαρο ρόλο να του πει να “μετριάσει” τον ατομισμό του, να πασάρει λίγο περισσότερο. Ο Γκάλης σταμάτησε, γύρισε το κορμί του στο μέρος του Βαγγέλη και τον ρώτησε μ’ εκείνη την πνιχτή φωνή μέσα απ’ τα δόντια, αν πρόσεξε από πού έχασε τα σουτ.
Ο Βαγγέλης, ασυναίσθητα, έκανε ένα βήμα πίσω, έγνεψε με το κεφάλι καταφατικά και άρχισε να του δείχνει τα σημεία του παρκέ.
«Πιστεύεις ότι θα τα ξαναχάσω τόσα σουτ;», τον ρώτησε ο βλοσυρός Γκάλης. Ο Αλεξανδρής κατάλαβε, ήταν άλλωστε ο μοναδικός που γνώριζε από τις προπονήσεις ότι ο Γκάλης 9/10 φορές δεν αστοχούσε από εκεί που αστόχησε στο παιχνίδι με τον Ηρακλή.
Και δεν ξαναστόχησε, άσχετα αν χρειάστηκε να περάσει πολύς καιρός, χρόνια, για να γίνει το μπάσκετ δημοφιλές και να αποσχολήσει το κοινό στην Ελλάδα.
Αυτό που είχε σημασία ήταν ότι ο Νίκος Γκάλης είχε βρει το σωστό μονοπάτι, είχε ξεκινήσει το ταξίδι του για να φτάσει στην κορυφή και να ενθρονιστεί στο ναό του μπάσκετ.
Αρχές Μαρτίου ο Νικ συστήνεται ουσιαστικά στο μπασκετικό κοινό της Ελλάδας, σκοράρει 56 στον αγώνα με την ΑΕΚ και το όνομά του (ξανα)γράφεται στις εφημερίδες.
Την 6η Μαΐου του 1980 φόρεσε για πρώτη φορά και το εθνόσημο σε μια πολύ διαφορετική Εθνική ομάδα από εκείνη που αργότερα αγαπήσαμε.
Η Εθνική μόλις είχε κατακτήσει το πρώτο της Χρυσό μετάλλιο (στους Μεσογειακούς του Σπλιτ το 1979) και είχε σχεδόν ολοκληρώσει την εποχή του Ντουκσάιρ, εκ των πιονιέρων του αθλήματος τη δεκαετία του ’70 στη χώρα μας. Η τελευταία αποστολή του αγαπητού «Ντικ» ήταν η πρόκριση στους Ολυμπιακούς της Μόσχας μέσω του προολυμπιακού τουρνουά στο Βεβέ της Ελβετίας.
Ο Γκάλης σκοράρει 25, 26 και 21 στα τρία παιχνίδια που παιζόταν η πρόκριση. Στο τελευταίο, με την Εθνική αποκλεισμένη και τη δεύτερη πεντάδα στο παρκέ, μένει στους 6.
Στην Εθνική βρίσκει έναν παίκτη του Ιωνικού που άπαντες θεωρούν τον επόμενο προφήτη του ελληνικού μπάσκετ, αφού μόλις έχει ανακηρυχθεί πρώτος σκόρερ του Ελληνικού Πρωταθλήματος. Το όνομά του ήταν Παναγιώτης Γιαννάκης.
Ο Ντούκσαιρ, μετά την αποτυχία της Εθνικής να προκριθεί στη Μόσχα, κλείνει τον κύκλο του, την Εθνική ομάδα την αναλαμβάνει ένα αυθεντικό παιδί του Άρη, ο ξανθός νεαρός Γιάννης Δαΐτσης, κατά κόσμον Γιάννης Ιωαννίδης, ένας άνθρωπος που επίσης θα διαδραματίσει καταλυτικό ρόλο στην καριέρα του Γκάλη.
Ο Άρης την παρθενική (μισή) σεζόν του Γκάλη τερματίζει πρώτος στον βόρειο όμιλο της Α’ Εθνικής, αλλά στο άτυπο Top 8 κάνει έξι ήττες και τελειώνει τρίτος, πίσω από Παναθηναϊκό και Ολυμπιακό.
Ο Γκάλης στο μεταξύ έχει γνωρίσει τη 17χρονη Τζένη Ρήγα, η οποία τον βοηθά να εγκλιματιστεί. Η προσαρμογή στην Ελλάδα, στις νέες συνήθειες, ειδικά στη Θεσσαλονίκη, είναι δύσκολη μετά τον ενθουσιασμό των πρώτων μηνών.
Αφοσιώνεται ψυχή τε και σώματι στο μπάσκετ. Όταν οι υπόλοιποι είναι στις παραλίες, ο Νίκος κάνει ατομικές προπονήσεις, είναι μόλις 23 και συμπεριφέρεται σαν βετεράνος, προσέχει τη διατροφή του, το σώμα του, δεν ξενυχτάει, δεν πίνει, αποφεύγει τις ακρότητες.
Το προφίλ του στην πόλη είναι απόμακρο, από τις αρχές ο Γκάλης πρόσεχε τη δημόσια εικόνα του, κι ας μην ήταν όσο αναγνωρίσιμος έγινε αργότερα, κι ας μην είχαμε συνειδητοποιήσει τι επρόκειτο να επακολουθήσει.
Συν τοις άλλοις, ο Άρης επενδύει στον Αμερικανό προπονητή, Φρεντ Ντέβελι, ο οποίος δεν άντεξε ούτε δίμηνο στη Θεσσαλονίκη και αποχώρησε με κατηγορίες για ομοφυλοφιλία (!) και ατέλειωτα ευτράπελα, με αποτέλεσμα ο Ανέστης Πεταλίδης να βρεθεί μπροστά στο πρώτο του δίλημμα.
Ο Ιωαννίδης, λειτουργώντας ρεβανσιστικά, είχε επιλέξει να αποχωρήσει και να προπονήσει τη Λάρισα της Β’ Εθνικής, ο Άρης ουσιαστικά είχε μείνει ακέφαλος και ο “Πατριάρχης” αποφασίζει να φέρει στη Θεσσαλονίκη έναν Γιουγκοσλάβο με πολύ καλό όνομα, τον Ντούσαν Ίβκοβιτς.
Ο «Ντούντα» τους πρώτους μήνες προσπαθεί να μάθει την ομάδα, αναλαμβάνει την ωρολογιακή βόμβα, με σαφή εντολή την ανανέωση και το χτίσιμο της ομάδας γύρω από τον Γκάλη.
Ο Σέρβος δεν λογαριάζει από βεντέτες, συναινεί στην αποχώρηση του Βαγγέλη Αλεξανδρή, στην ουσία θέτει στο περιθώριο τον προερχόμενο από τραυματισμό Χάρη Παπαγεωργίου (τότε σταρ και σκόρερ του Άρη), προωθεί νεαρά παιδιά, όπως ο Ρωμανίδης, ο Φιλίππου, ο Δοξάκης, θέτει τις βάσεις και οργανώνει τα τμήματα υποδομής του συλλόγου, αλλά δυσκολεύεται να συνεννοηθεί με τον ιδιόρρυθμο και πολύ κλειστό χαρακτήρα του Γκάλη.
Ο Γκάλης εκείνου του καιρού δεν εμπιστεύεται σχεδόν κανέναν και έχει συναντήσει μια πολύ δύσκολη κατάσταση που του την περιέγραφαν εντελώς διαφορετικά, όταν προσπαθούσαν να τον πείσουν να αγωνιστεί στην πατρίδα των γονιών του. Το μπάσκετ στην Ελλάδα είναι πολλά χρόνια πίσω, είναι ένα underground άθλημα των “ολίγων”.
Ο Νίκος δεν μπαίνει στα καλούπια που θέλει να τον βάλει ο Ίβκοβιτς, οι δυο τους απλώς συνυπάρχουν, ενώ ο ίδιος ο «Ντούντα» τον κατηγορεί ότι δεν βάζει πάνω απ’ όλα το καλό της ομάδας και, σε μια αποστροφή του λόγου του, τονίζει εκνευρισμένος ότι με τον Γκάλη ο Άρης δεν πρόκειται να κατακτήσει ποτέ τίποτα.
Ίσως παραμένει μέχρι σήμερα η πιο λανθασμένη απόφαση ολόκληρης της καριέρας του Ίβκοβιτς, ο οποίος ήταν θιασώτης του ομαδικού δόγματος, ενώ ο Γκάλης, ακριβώς επειδή αισθανόταν (πολύ) ανώτερος όλων των υπολοίπων, κάθε φορά πρόσφερε στο λιγοστό κοινό ανεπανάληπτα one man shows.
Όσο κι αν ακούγεται περίεργο, με τον Ίβκοβιτς θα κάνει την καλύτερη σεζόν του στην επίθεση, σκοράρει 44 μ.ο. σε κάθε παιχνίδι, χαρίζει τεράστιες στιγμές, κορυφαίες παραστάσεις σε όσους είχαν την τύχη να τον δουν από κοντά να ίπταται και να βάζει τη μπάλα στο καλάθι με όλους τους τρόπους.
Σε ένα από αυτά, 24 Ιανουαρίου του 1981 στο κλειστό της Νίκαιας απέναντι στον Ιωνικό του Παναγιώτη Γιαννάκη, εκτυλίσσεται η παντοτινά κορυφαία μονομαχία στην ιστορία του ελληνικού μπάσκετ.
Ο αγώνας είναι για το Κύπελλο, στο κλειστό έχουν στριμωχτεί πάνω από 2.000 τυχεροί που παρακολουθούν την εποποιία των δύο μεγαλύτερων μορφών στο ελληνικό μπάσκετ.
Το παιχνίδι κρίνεται στην παράταση, ο Γιαννάκης τελειώνει με 73 (!), ο Γκάλης με 62 (!) πόντους, ο Άρης κερδίζει 114-113.
Είναι ένα από τα πιο αξιομνημόνευτα παιχνίδια όλων των εποχών, ένα από τα παιχνίδια που ξαναέβαλαν το μπάσκετ στις πρώτες σελίδες των εφημερίδων, το οποίο γέννησε ατέρμονες συζητήσεις σχετικά με το κατά πόσο κάνει καλό στο μπάσκετ η μονοδιάστατη προσέγγιση, ακόμα κι όταν βασίζεται στο απίστευτο ατομικό ταλέντο υπεραθλητών όπως ο Γκάλης και ο Γιαννάκης.
Ο Άρης του Γκάλη, στο “ενωποιημένο” Πρωτάθλημα της Α΄ Εθνικής, τερματίζει και πάλι τρίτος πίσω από τους δύο «αιωνίους», αυτή τη φορά όμως με λιγότερες ήττες και πολύ καλύτερη παρουσία μακριά από τη Θεσσαλονίκη. Η παρουσία του Γκάλη είναι λόγος να μαζεύεται αρκετός κόσμος στο Αλεξάνδρειο, όλοι συρρέουν για να τον δουν από κοντά.
Ο Πεταλίδης, αναγνωρίζοντας ότι η ανανέωση του Ίβκοβιτς πέτυχε κατά το ήμισυ, εμπιστεύεται και πάλι τον Γιουγκοσλάβο, παρά το γεγονός ότι το feeling με τον Γκάλη είναι ανύπαρκτο.
Είναι φύσει αδύνατον να τιθασευτεί ο εγωισμός του Νίκου, είναι σαφές ότι υπερτερεί και τεχνικά και αθλητικά, είναι παράλογο για εκείνον να προτιμά να πασάρει στον Παραμανίδη ή στον Φιλίππου, μη λησμονούμε ότι επρόκειτο και για ένα παιδί στα 24 που, συνειδητοποιώντας το πόσο ξεχωρίζει, ενίσχυε διαρκώς το “εγώ” του.
Ο Γκάλης άλλωστε, όταν ένιωσε ότι γύρω του υπάρχουν εκείνοι που έκρινε ικανούς, έγινε άλλος παίκτης, πάσαρε, εμπιστεύτηκε, μετριάσε το “εγώ”, υπηρέτησε το “εμείς”.
Όπως έχει τονίσει πολλάκις και ο ίδιος, πολλές φορές αρκεί ένα βλέμμα, δεν είναι ανάγκη να διατηρείς φιλικές σχέσεις με τον συμπαίκτη, εκείνο που μετράει πάνω απ’ όλα είναι ο αλληλοσεβασμός.
Ο Ίβκοβιτς στο τέλος της σεζόν 1981-1982 αποχωρεί από τον Άρη αποτυχημένος, βασικοί παράγοντες της αποτυχίας του η εμμονή να “καλουπώσει” τον Γκάλη, η διαφορετική φιλοσοφία του και ο -επίσης- υπέρμετρος εγωισμός του που τον εξώθησε στην ακρότητα της “ακύρωσης” του Νικ.
Ο Άρης ανέβηκε ένα σκαλοπάτι, τερμάτισε δεύτερος, αλλά και πάλι το Πρωτάθλημα το κατέκτησε ο Παναθηναϊκός.
Ο Γκάλης είχε ξεκινήσει να δυσφορεί, είχε τιμωρηθεί και σιωπηρά με δύο αγωνιστικές από τη διοίκηση του Άρη και, εάν ο σύλλογος δεν γύριζε σελίδα, πιθανόν να είχε επιστρέψει και στην Αμερική.
Ο Βαγγέλης Μελισσάρης ανέλαβε τα ηνία, ήταν ένας άνθρωπος που δεν είχε σε καμία περίπτωση τον δίαυλο επικοινωνίας με τον Ίβκοβιτς όπως ο προκάτοχός του, Μίμης Σουλιάδης.
Ο Μελισσάρης είναι ακραιφνής “ιωαννιδικός”, προφασίζεται ότι ο Ίβκοβιτς ζήτησε μια εντελώς παράλογη αύξηση από τις 80 στις 200.000 δραχμές τον μήνα και τον απολύει.
Ο Γκάλης ανακουφίζεται, ο Ιωαννίδης είναι εντελώς διαφορετικός χαρακτήρας, ξέρει τον Άρη από την καλή και από την ανάποδη, έρχεται και αναλαμβάνει το μεγαλεπήβολο πρότζεκτ με σκοπό να (ξανα)κάνει τον Άρη Πρωταθλητή.
Η σχέση με τη Τζένη πηγαίνει καλά, ο Ιωαννίδης τού συμπεριφέρεται με τον δέοντα σεβασμό, κάθε χρόνο παίρνει ως “δώρο” αύξηση στις αποδοχές του και με την Εθνική κάνει απίθανα πράγματα:
48 με τη Φινλανδία, 47 με το Βέλγιο, 45 με τη Σουηδία, επιδόσεις που τον έχουν βάλει στο πάνθεον των αρχισκόρερ της Εθνικής ήδη από τα τέλη του 1982.
Με τον Ιωαννίδη στον πάγκο και μια περίεργη “ομόνοια” να κυριαρχεί (ανέκαθεν ισορροπιστής ο Γιάννης), ο Άρης κάνει το πρώτο ξεπέταγμα.
Πετυχαίνει μια ιστορική πρόκριση με τους ισραηλινούς της Χάποελ Αφουλά, ανατρέπει διαφορά 26 πόντων στο Αλεξάνδρειο και επικρατεί με 27. Μια πρόκριση εκείνον τον καιρό σήμαινε πολλά για το ελληνικό μπάσκετ, ο Άρης ξεκινά το μεγάλο σερί του που αποδεικνύεται καθοριστικό για τον τίτλο.
Το Πρωτάθλημα είναι συγκλονιστικό, το διεκδικούν επί ίσοις όροις ο Παναθηναϊκός, ο ΠΑΟΚ και ο Άρης, με το ντεμαράζ του τελευταίου να χαρίζει στο νήμα το τρίτο Πρωτάθλημα της ιστορίας του στον «θεό» και το πρώτο σε ολόκληρη την καριέρα του Γκάλη στην Ελλάδα.
Ο τίτλος του πρώτου σκόρερ (για τρίτη συνεχόμενη σεζόν) είναι το κερασάκι στην τούρτα, ο Γκάλης είναι Πρωταθλητής, πρωταγωνιστής με την Εθνική, στα 25 νιώθει βασιλιάς του κόσμου.
Το άθλημα στην Ελλάδα, με τις επίπονες προσπάθειες της ΕΟΚ και της Πολιτείας που επιχορηγεί, αποκτά έρεισμα, ξεφεύγει από τα ερασιτεχνικά όρια, μπαίνει σε σταθερό ρυθμό ανάπτυξης.
Από τότε φαινόταν ότι η Ομοσπονδία στήριζε πάρα πολλά στον Γκάλη, ότι υπήρχε ένα σχέδιο εκτόξευσης του αθλήματος, κανείς ασφαλώς δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει το μέγεθος.
Το ήξερε αυτό ο Πεταλίδης και, όταν το καλοκαίρι του ’83 πλησίασε τον Νίκο για την ανανέωση του συμβολαίου του, ορθά κοφτά του είπε πως πλέον θα πληρώνεται σε δραχμές, ο Άρης είναι η ομάδα του, η σκέψη της επιστροφής στις ΗΠΑ ανήκει στο παρελθόν.
Ο Γκάλης θίχτηκε, αντέδρασε, έφυγε μάλιστα για το Νιου Τζέρσεϊ, απειλώντας ότι δεν θα ξαναγύριζε ποτέ. Ρίσκαρε ο Πεταλίδης, μπλόφαρε, αλλά του βγήκε και κατ’ αυτόν τον τρόπο “ανάγκασε” τον Γκάλη να αναθεωρήσει και να προσδιορίσει το μέλλον του αποκλειστικά στην Ελλάδα, τον Άρη και το ευρωπαϊκό μπάσκετ.
Όσο κι αν φαίνεται οξύμωρο, ο Άρης, η Εθνική, ο ίδιος ο Γκάλης χρωστούν την έκρηξη του ηφαιστείου σε τέτοιες μικρές λεπτομέρειες, σε τακτικισμούς, αφανή πλάνα και σε μια (μεγάλη) ήττα.
Το Πρωτάθλημα της σεζόν 1983-1984 είχε ξεκινήσει με τους καλύτερους οιωνούς για τον Άρη και τον ίδιο τον Νίκο, οι «Κίτρινοι» ήταν το απόλυτο φαβορί, ενώ και ο ίδιος ο Γκάλης είχε γνωρίσει μια πρωτοφανή αποθέωση μετά από μία ακόμα παράσταση που ελάχιστοι θυμούνται.
Ήταν το τελευταίο δεκαήμερο του Νοέμβρη στην Θεσσαλονίκη, στο τουρνουά «Δημήτρεια». Προσκεκλημένοι της Εθνικής η μεγάλη Τορίνο του Μπέπε Γκουεριέρι, ο Ερυθρός Αστέρας του Ράνκο Ζεράβιτσα κι ένα φημισμένο αμερικανικό κολέγιο, το North Carolina. 20 Νοεμβρίου του 1983 στο όχι κατάμεστο Αλεξάνδρειο η Εθνική Ελλάδος του Νίκου Γκάλη αντιμετωπίζει το North Carolina State του Μάικλ Τζόρνταν.
O Νικ ακόμη με το «7», o Μάικ από τότε με το «23».
Ο 20χρονος Τζόρνταν μαρκάρει τον Γκάλη, δέχεται 24 πόντους και μετά το ματς στήνεται στους εκπροσώπους του Τύπου και έκπληκτος ομολογεί: «Δεν περίμενα ποτέ ότι θα υπήρχε ένας τόσο καλός επιθετικός παίκτης στην Ευρώπη, ειδικότερα στην Ελλάδα».
Ο Νίκος είχε πια και την ευλογία του εκκολαπτόμενου “θεού” του μπάσκετ, οι Αμερικανοί δεν έκρυψαν την έκπληξή τους, ο Βαλβάνο δηλώνει αργότερα πως ο Γκάλης «σου δίνει την εντύπωση ότι παραμένει στον αέρα, στηριζόμενος στη μπάλα, δεν είναι φυσιολογικό αυτό που κάνει, δεν ίπταται όπως οι μεγάλοι παίκτες του ΝΒΑ (ο «Dr J.» επί παραδείγματι), δεν κάνει “καμπύλη”, αλλά δείχνει να σταματά στον αέρα, πριν αφήσει τη μπάλα από το χέρι του».
Είναι ίσως η αρτιότερη περιγραφή ενός εκ των πραγμάτων που έκανε ο Γκάλης στο παρκέ, μια χαρακτηριστική αποτύπωση του μεγαλείου του Νίκου Γκάλη για εκείνους που δεν είχαν την τύχη να τον δουν από κοντά.
Όλοι, όταν σκεφτόμαστε τον Νίκο, έχουμε στον νου τον Γκάλη του ’87, έναν ολοκληρωμένο παίκτη, ώριμο, όχι στο peak των αθλητικών του δυνατοτήτων.
Διαφορετικό είναι το σώμα στα 20, διαφορετικό στα 25, διαφορετικό στα 30. Είναι καταπληκτικό πόσο άλλαξε ο Γκάλης και πόσο εντυπωσιακός έγινε τη -σημαδιακή απ’ όλες τις απόψεις- χρονιά του οργουελικού 1984.
Αυτή είναι η χρονιά που τα πάντα άλλαξαν, τότε μπήκαν τα θεμέλια της έκρηξης, τότε ο Γκάλης είδε από μακριά τον ναό του και έβαλε στόχο να καθίσει στον θρόνο του.
Μετά την αναπάντεχη απώλεια του τίτλου στο συγκλονιστικό μπαράζ της Κέρκυρας από τον Παναθηναϊκό, ο Άρης έκανε την κίνηση που άλλαξε τον ρου της ιστορίας του μπάσκετ στην Ελλάδα. Και δεν είναι υπερβολή.
Όταν ο Γκάλης παντρευόταν με πολιτικό γάμο την Τζένη στο Νιου Τζέρσεϊ (αργότερα, παραμονές του Αγίου Βαλεντίνου, παντρεύονται και με θρησκευτικό γάμο στη Μητρόπολη, με κουμπάρο τον Πρόεδρο του Άρη, Χρήστο Μιχαηλίδη), ο Άρης ανακοίνωνε την απόκτηση του Παναγιώτη Γιαννάκη, του ανθρώπου που συμπλήρωσε τον Γκάλη όπως κανείς άλλος δεν μπόρεσε ποτέ.
Ο Γιαννάκης είναι ο αθλητής που αποδέχθηκε τον ρόλο του δεύτερου βιολιού, προκειμένου να αναδειχθεί ο Νίκος και να μεγαλουργήσει η ομάδα, να διαπρέψει το σύνολο. Ανταγωνισμός υπήρχε, κακές στιγμές επίσης, ο Γιαννάκης σίγουρα αδικήθηκε από μερίδα του Τύπου, αφού ποτέ δεν τον ερωτεύτηκε κανείς όπως τον Γκάλη. Όλα αυτά όμως είναι δευτερεύουσας σημασίας μπρος στο μεγαλείο του καλύτερου δίδυμου guard που είδαμε ποτέ στην Ευρώπη.
Μπορεί να λέει ο καθένας ό,τι θέλει, να προκρίνει τους δικούς του καλύτερους, το δικό του δίδυμο, πιθανόν κάποιο να είναι όντως καλύτερο, πληρέστερο, πιο αθλητικό, οτιδήποτε. Κανένα όμως δεν ήταν Γκάλης-Γιαννάκης, κανένα δεν πήρε ένα άθλημα απ’ το χεράκι να το πάει στον “Όλυμπο”.
Από την πρώτη κιόλας χρονιά φάνηκε ότι γεννιόταν ένας πολύ μεγάλος Άρης, μια ομάδα που θα θαυμάσει όλη η Ελλάδα, όλη η μπασκετική Ευρώπη. Μια ήττα την έκτη αγωνιστική από τον Πανιώνιο και κατόπιν μόν ο Άρης, ασταμάτητος Άρης, διαστημικός Άρης.
«Κι εσύ, Γιαννάκη, παρ’ τους τα μυαλά. Κι εσύ, Γκάλη, παρ’ τους το κεφάλι», που έλεγε και το σύνθημα που δονούσε το Παλέ. Ογδόντα ένα παιχνίδια σερί χωρίς ήττα, το Κύπελλο στο νεότευκτο ΣΕΦ, με τον Παναγιώτη να σταματά στους 37, τον Νίκο στους 35, «Γιαννάκης, η back door για τον Γκάλη», με τη φωνή του Φίλιππου να πνίγεται από τα ζητωκραυγάσματα του κόσμου μετά την ευτυχή κατάληξη της φάσης, οι πρώτες κόντρες που “μεγάλωσαν” και τον ΠΑΟΚ (με «πρώτο αίμα» τον τελικό των ξυρισμένων κεφαλιών του 1984) και στο τέλος το μεγάλο μαράζι. Ο Άρης της Ευρώπης.
Το 1984-1985 ήταν το σπασμένο χέρι στον ημιτελικό με τη Βαρέζε, το 1986 ο κακός δαίμονας της Λιμόζ του Ρισάρ Ντακουρί, του Γάλλου που ο Γκάλης ακόμη και σήμερα θυμάται με νοσταλγία και θεωρεί τον καλύτερο αμυντικό που αντιμετώπισε ποτέ στην καριέρα του.
Ο Νίκος ήταν 29, είχε ήδη κατακτήσει Πρωταθλήματα, το τελευταίο μάλιστα αήττητο, Κύπελλα, του έλειπε μόνο η ευρωπαϊκή καταξίωση και η διάκριση με την Εθνική ομάδα.
Η διάκριση ήλθε, στο πρώτο Μουντομπάσκετ στην ιστορία της Εθνικής, όπου η 10η θέση στην τελική κατάταξη θεωρήθηκε τεράστια επιτυχία και ο Νίκος παρασημοφορήθηκε με τον τίτλο του πρώτου σκόρερ της διοργάνωσης (με το ακατάρριπτο ατομικό ρεκόρ των 53 πόντων εναντίον του Παναμά), εκπλήσσοντας τους πάντες, εκτός από τους Έλληνες που είχαν σχεδόν… βαρεθεί να τον βλέπουν πρώτο σκόρερ του Πρωταθλήματος.
Τότε περίπου κυκλοφόρησε και το προσωνύμιό του, το περίφημο «γκάνγκστερ», το οποίο του είχε κολλήσει παλαιότερα ο Ανέστης Πεταλίδης.
Ο “Πατριάρχης” του Άρη διαφωνούσε έντονα με τον Μιχαηλίδη για οικονομικά ζητήματα της ομάδας, σε βαθμό διαπληκτισμού, και, όταν ο παράγοντας αποχώρησε, ο Γκάλης διέσχισε το μισό γήπεδο και είπε στον Πεταλίδη το αμίμητο «καλά του ‘ξηγήθηκες». Ο Πεταλίδης τρελάθηκε, χάιδεψε το κεφάλι του Γκάλη και, χαριτολογώντας, του είπε «καλά, κρυφάκουγες, ρε γκάνγκστερ;».
Του άρεσε πολύ του Γκάλη ο χαρακτηρισμός, δεν τον ενοχλούσε να τον φωνάζουν έτσι και οι συμπαίκτες του, αργότερα, όταν μαθεύτηκε η ιστορία, και οι δημοσιογράφοι.
Η σεζόν 1986-1987 είναι η καλύτερη σεζόν της καριέρας του. Ήταν “εκείνο” το καλοκαίρι το επιστέγασμα μιας σεζόν γεμάτης συγκινήσεις, μιας σεζόν που τον είδε να (ξανα)κατακτά το Νταμπλ, να (ξανα)βγαίνει πρώτος σκόρερ, να αφήνει άφωνη την Ευρώπη στη μοναδική βραδιά του Άρη κόντρα στην Tracer στο Αλεξάνδρειο.
Το τελικό 98-67 ήλθε μετά από μία βραδιά απ’ εκείνες που όσοι αγαπούν το σπορ θα ήθελαν να ζήσουν από κοντά. Ο μεγάλος Μπομπ Μάκαντου υποκλίνεται στο μεγαλείο του Νίκου, ο οποίος έγραψε 44 με 15/20 σουτ. Περπατούσε στον αέρα, σκόραρε με κάθε τρόπο, με μπάσιμο, με λέι απ, με σουτ από μέση απόσταση, με εκείνο το απίθανο jump shot τρίποντο με τη μπάλα να ξεκινά πίσω από το κεφάλι, με το διάσημο πια “σπάσιμο” της μέσης, με το δεξί χέρι, με το αριστερό, με κάθε τρόπο.
Τότε μαθεύτηκε ότι η φήμη που κυκλοφόρησε το καλοκαίρι στην Θεσσαλονίκη ευσταθούσε. Οι Νετς είχαν προσφέρει συμβόλαιο στον Νίκο, στα 29 του, το ΝΒΑ αναγνώρισε το σφάλμα και τον κάλεσε πίσω.
Ο Γκάλης όμως, δύο βήματα από τη θέωση, αρνήθηκε να γίνει Σίσυφος. Έμεινε στην Ελλάδα και έγραψε τη χρυσή “Βίβλο” του ελληνικού μπάσκετ.
Ήταν ένα καλοκαίρι που όλη η Ελλάδα έγινε ένα, το καλοκαίρι που μια ολόκληρη χώρα συγκεντρώθηκε γύρω από τον “θεό” της και ξεκίνησε η καθολική δοξασία.
Η ιστορία είναι γνωστή. 14 Ιουνίου του 1987 στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας, με 15.000 Έλληνες μεθυσμένους στην κερκίδα και εκατομμύρια δακρυσμένους στους τηλεοπτικούς δέκτες, ξεπροβάλλει το θαύμα του Γκάλη.
Τίποτα δεν ήταν ίδιο μετά το Ευρωμπάσκετ του ’87, τότε γεννήθηκε η πιο τυχερή γενιά στην ιστορία του ελληνικού μπάσκετ, θνητοί και αθάνατοι, όλοι παιδιά του Νίκου Γκάλη.
Η γέννηση του “θεού” ήταν η μπασκετική γέννηση όλων μας.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Τάκης Καρατζουλίδης: Η αρχή του μύθου
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro