Το κλίμα στο San Siro ήταν σουρεαλιστικό. Τελευταία αγωνιστική του Campionato, στο χορτάρι η Μίλαν αντιμετωπίζει τη Ρόμα σε ένα από τα πιο αδιάφορα παιχνίδια όλων των εποχών.
Στην κερκίδα όλοι ασχολούνται με τις συνομιλίες για το σκάνδαλο «calciopoli», όπου και να τερματίσουν οι ομάδες στη βαθμολογία, τη σειρά θα την καθορίσουν τα δικαστήρια.
Η ατμόσφαιρα γίνεται ακόμα πιο σουρεάλ, όταν γίνεται αντιληπτή η παρουσία του Αντρέι Σεβτσένκο στο ανατολικό πέταλο. Φοράει ένα μπλε πόλο μπλουζάκι και στο πόδι του είναι ο νάρθηκας που θα γιατρέψει το γόνατό του.
Το ενδιαφέρον της Τσέλσι του Αμπράμοβιτς ήταν λίγο-πολύ γνωστό, ο φόβος ότι θα υποκύψει σχεδόν βέβαιος. Το γήπεδο αδιαφορεί για το ματς και φωνάζει συνθήματα για να μείνει στην ομάδα, δυο-τρεις θαρραλέοι τον πλησιάζουν για να του ζητήσουν -στην πραγματικότητα για να ικετέψουν- να μείνει.
Ο Ουκρανός έρχεται σε δύσκολη θέση, αλλά στους πιστούς δεν μπορεί να πει ψέματα: «Πολύ δύσκολα…».
Οι οπαδοί της Μίλαν είχαν μαζέψει υπογραφές, είχε στηθεί και μια πρόχειρη ιστοσελίδα, «ο Αντρέι Σεβτσένκο πρέπει να μείνει». Δεν έμεινε.
Σε μια συνέντευξη Τύπου ακόμα πιο σουρεαλιστική από εκείνο το Μίλαν-Ρόμα, ο «Σέβα» προσπάθησε να πείσει τους πάντες, μα πάνω απ’ όλα τον εαυτό του, ότι έκανε το σωστό, ότι η θέλησή του ήταν να μετακομίσει στο Λονδίνο και να παίξει για την ομάδα του Ουκρανού μεγιστάνα που στη χώρα μας έγινε συνώνυμο της χλιδής και του πλούτου.
Έχουν περάσει τόσα χρόνια πια κι εκείνο το κλίμα ακόμη να ξεχαστεί στο Μιλάνο, ακόμη να εξηγηθεί η πολλοστή “περήφανη πώληση” της διοίκησης του Σίλβιο Μπερλουσκόνι και του Αντριάνο Γκαλιάνι.
Όχι επειδή η αποχώρηση του Σεβτσένκο δεν έχει μεταβολιστεί. Απεναντίας. Σε σχέση με τις πωλήσεις του Κακά (ειδικά του Κακά), του Ζλάταν, του Τιάγκο Σίλβα, η πώληση του Αντρέι Σεβτσένκο ξεχάστηκε πάρα πολύ γρήγορα.
Ήταν ένα ανεξήγητο οπαδικό πένθος-εξπρές, μια συμπεριφορά που δεν συμβαδίζει επ’ ουδενί με τη λατρεία που απόλαυσε ο Ουκρανός, όσο αγωνίστηκε με τη φανέλα της Μίλαν.
Έχω την αίσθηση ότι δεν είναι μόνο “ασέβεια” των φιλάθλων που είχαν την τύχη να τον θαυμάσουν στην ομάδα τους, είναι γενικευμένη η υποτίμηση του Αντρέι Σεβτσένκο στο ποδοσφαιρικό στερέωμα, παρά το γεγονός ότι είναι από τους κορυφαίους επιθετικούς των τελευταίων 20-25 ετών.
Ελάχιστοι υπήρξαν τόσο καθοριστικοί και ολοκληρωμένοι. Ακόμα πιο λίγοι θα μπορούσαν να υπερηφανεύονται για τη διαδρομή και την καριέρα τους όπως αυτός. Ίσως το μυστικό της “απόστασης” μεταξύ κοινού και Σεβτσένκο να οφείλεται στο γεγονός ο Αντρέι δεν προοριζόταν να γίνει ποδοσφαιριστής. Για την ακρίβεια, κανένας δεν ήθελε να γίνει ποδοσφαιριστής.
Ο πατέρας του, ο Μύκολα, μηχανικός του σοβιετικού στρατού, ήθελε να δει τον γιο του με στολή και παράσημα. Ονειρευόταν μια καριέρα στον στρατό, χρειάστηκε τεράστια πειθώ από τον Αλεκσάνταρ Σπακόφ, τον κυνηγό ταλέντων της Ντιναμό Κιέβου, για να ενδώσει ο Μύκολα.
«Το ποδόσφαιρο, η ένταξή του στις ακαδημίες θα βοηθήσουν και την προσαρμογή του στο κέντρο εκπαίδευσης αργότερα», είπε ο πονηρός Σπακόφ στον πρεσβύτερο Σεβτσένκο.
Ο Αντρέι ήταν σε μια γωνία και άκουγε, ήταν – δεν ήταν 11 χρόνων. Ο πατέρας γύρισε και τον κοίταξε ευθεία στα μάτια: «Δεν θα πετύχεις τίποτα, αν δεν είσαι σκληρός και πειθαρχημένος. Δεν σου λέω να χτυπάς τα άλλα παιδιά, αλλά τον εαυτό σου θα τον προστατεύεις».
Ο μικρός άκουσε με προσοχή. Πιθανότατα δεν κατάλαβε ακριβώς τι άκουσε, εκείνο που τον ένοιαζε ήταν να φύγει, να πάει να μάθει ποδόσφαιρο από τον κορυφαίο των κορυφαίων. Ακόμη και σήμερα, ο Αντρέι Σεβτσένκο δεν έχει πάψει να επαναλαμβάνει σε κάθε ευκαιρία ότι ο κύριος λόγος που έπαιξε ποδόσφαιρο ήταν ο Βαλερί Λομπανόφσκι.
Ο «παγωμένος Συνταγματάρχης», ο μέντορας τριών γενεών ποδοσφαιριστών στην πρώην Σοβιετική Ένωση και μια από τις σημαντικότερες προσωπικότητες που έβγαλε ποτέ η Ουκρανία.
Ο Λομπανόφσκι ήταν σκληρός. Πολύ σκληρός αλλά δίκαιος. Και τις ελάχιστες φορές που γινόταν συναισθηματικός, έκανε όλους του τους μαθητές να “λιώνουν”.
Χωρίς τον Λομπανόφσκι δεν θα υπήρχε ποδοσφαιριστής Σεβτσένκο. Εκείνος τον παρακίνησε να δίνει πάντα τον καλύτερό του εαυτό, να δουλεύει σαν να μην υπάρχει αύριο.
«Είναι ο Θεός του ουκρανικού ποδοσφαίρου, η κορυφαία προσωπικότητα, ο πατέρας όλων μας. Με επηρέασε σε πολλούς τομείς της ζωής μου, άλλαξα τη θεώρηση πολλών πραγμάτων, φιλοσόφησα κάποια άλλα», λέει ο «Σέβα».
Και ο Λομπανόφσκι όμως δεν θα τον άλλαζε ούτε με τον Ρονάλντο. Όχι με οποιονδήποτε Ρονάλντο, εκείνον του ’98, δηλαδή την καλύτερη version απ’ όλες.
«Ο Σεβτσένκο είναι χρήσιμος στην ομάδα, και όταν δεν σκοράρει, όταν δεν ντριμπλάρει. Θέλω παίκτες να υποτάσσουν το “εγώ” τους, δεν μου κάνουν οι μονοδιάστατοι επιθετικοί».
Ο Σεβτσένκο δεν είχε ασφαλώς το ταλέντο του Ρονάλντο. Πολύ δύσκολα θα έχει άλλος φορ το ταλέντο του Ρονάλντο. Από μικρό παιδί όμως είχε αυτή τη θεόσταλτη αίσθηση του γκολ, την ικανότητα να “βλέπει” τέρμα, ακόμα κι όταν βρισκόταν εκτός οπτικού πεδίου.
Έβγαινε πρώτος σκόρερ από τα 14, σε ένα τουρνουά κάποτε στην Ουαλία είχε εντυπωσιαστεί ακόμα και ο μεγάλος Ίαν Ρας που του δώρισε τα παπούτσια του.
Αυτές οι κινήσεις είναι κεφαλαιώδους σημασίας για τα μικρά παιδιά, όσο κι αν δεν τις συμμερίζονται οι ενήλικες. Τα περισσότερα σε μια καριέρα οφείλονται στις λεπτομέρειες, σε μεμονωμένα περιστατικά, σε μεγαθυμίες της στιγμής.
Δίχως εκείνη την κίνηση του Ρας, ο «Σέβα» δεν θα είχε βρει το σθένος δυο χρόνια αργότερα να υψώσει το ανάστημά του στον πατέρα του και να του πει ότι θα ακολουθήσει τον δρόμο του ποδοσφαίρου.
Είχε μόλις αποτύχει να εισαχθεί στο Πανεπιστήμιο, τα είχε θαλασσώσει στις εξετάσεις. Πλέον δεν είχε δικαιολογία και στο μυαλό του δεν γινόταν να αποτύχει στο ποδόσφαιρο.
Προπονήθηκε σαν να μην υπάρχει αύριο, δούλεψε αδυναμίες και κενά, συζήτησε άπειρες ώρες με τον Λομπανόφσκι και επιβραβεύτηκε το 1994, όταν 18 χρόνων παιδί μπήκε να παίξει στην πρώτη ομάδα της Ντιναμό.
Στο Πρωτάθλημα δεν ήταν τόσο καθοριστικός στην παρθενική του σεζόν, στο Κύπελλο όμως σκόραρε έξι φορές, έδειξε τα στοιχεία που είχε δει ο «Συνταγματάρχης» στις προπονήσεις και στα εσωτερικά διπλά. Βαθμηδόν αποκτούσε περισσότερη αυτοπεποίθηση, το καλοκαίρι στην προετοιμασία υπάκουσε ευλαβικά στις επιταγές του “γκουρού” και από τη δεύτερη σεζόν έγινε καθοριστικός.
Σκόραρε 16 γκολ, μέτρησε τις πρώτες συμμετοχές με την Εθνική ομάδα, βίωσε με τον σωστό τρόπο ακόμα και την εμπειρία του πρώτου τραυματισμού. Ο Λομπανόφσκι ήταν δίπλα του πιο πολύ από ποτέ, όταν τραυματίστηκε στον μηνίσκο. Τότε κατάλαβε ο «Σέβα» τη σημασία της αυτοσυγκέντρωσης, της ψυχολογικής διαχείρισης, της αυταπάρνησης.
Όταν το 1997 επέστρεψε στον πάγκο της ομάδας (ήταν Τεχνικός Διευθυντής και υψηλός εποπτεύων), ο Σεβτσένκο κατάλαβε και τη σημασία του “άκαμπτου”. Ήταν ευφυής ο Λομπανόφσκι αλλά πάρα πολύ άκαμπτος, και όχι μόνο σε τακτικό επίπεδο.
Υπήρχε μια ολόκληρη επιστημονική προσέγγιση στον σχεδιασμό, την προπόνηση, τη διαχείριση της ομάδας και των ποδοσφαιριστών.
Όταν οι υπόλοιποι επιθετικοί έκαναν σουτ, ο Σεβτσένκο είχε λάβει την εντολή να προπονείται με τους αμυντικούς, έπρεπε να μάθει να αμύνεται, έπρεπε να “διαβάσει” το παιχνίδι και από την απέναντι πλευρά. «Ολοκληρωμένος επιθετικός γίνεσαι, μόνον όταν μετέχεις στη δημιουργία και στην αναχαίτιση του αντιπάλου», άκουσε από τον μέντορά του ο «Σέβα». Και, όταν το κατάλαβε, όλα έγιναν μαγικά.
Η Ντιναμό, η οποία στο Champions League δεν τα κατάφερνε παρά το οργανωμένο της ποδόσφαιρο, τη σεζόν 1997-1998 είχε κληρωθεί στον όμιλο με την PSV, τη Νιούκαστλ και τη Μπαρσελόνα του Φαν Χάαλ. Δεν είναι τόσο το 3-0 του Olimpiyskiy όσο η ραψωδία του Camp Nou.
Ο Σεβτσένκο έκανε χατ τρικ σε 45 λεπτά. Ένα με -κερδισμένο και εύστοχα εκτελεσμένο- πέναλτι και δυο πανομοιότυπα, προλαβαίνοντας με το κεφάλι τις εξόδους του Βιτόρ Μπαΐα. Χόρεψε την άμυνα της «Μπάρσα» σε όλους τους ρυθμούς, ζάλισε τον Σέρτζι, τον Πουγιόλ, τον Φερνάντο Κόουτο, κάθε δύσμοιρο αντίπαλο που βρέθηκε στο διάβα του.
Εκείνη τη βραδιά του Νοέμβρη του ’97 ο Αντρέι Σεβτσένκο συστήθηκε στο ευρωπαϊκό φίλαθλο κοινό, σε ένα από τα μεγαλύτερα παλκοσένικα της Ευρώπης έγιναν τα αποκαλυπτήρια. Ταχύτατος, δυνατός, με απαράμιλλη τεχνική. “Γραμμικός” επιθετικός, τακτικά πειθαρχημένος και ταυτόχρονα χρήσιμος σε κάθε σπιθαμή του γηπέδου.
Έχει και τα δυο πόδια, είναι επικίνδυνος με το κεφάλι, μπορεί να εκτελέσει άψογα φάουλ, πέναλτι, κόρνερ. Είναι ένα αληθινό μαρτύριο για τους αντίπαλους αμυντικούς, γιατί εκτός των άλλων διαθέτει έκρηξη, οξυδέρκεια για να ξεμαρκαριστεί, τρομερό χρονισμό και σωστή πάσα.
Τέτοιο είδος επιθετικού είναι εφιάλτης, διότι μέσα στο ίδιο παιχνίδι και αναλόγως τις συνθήκες μετατρέπεται από φορ περιοχής σε “10άρι”, σε δεύτερο επιθετικό, σε εξτρέμ, σε περιφερειακό, σε κρυφό, σε όλα. Το κυριότερο, είναι νεαρός και σε παιχνίδια υψηλής έντασης έχει αυτή τη δίψα να “φανεί”, να αποδείξει πράγματα, να αναγκάσει το αντίπαλο κοινό να σηκωθεί όρθιο και να χειροκροτήσει.
Φορούσε το «10». Μόνο το «10» θα μπορούσε να φορά ένας τέτοιος παίκτης. Εκείνη τη μαγική βραδιά η Ντιναμό Κιέβου έφυγε με ένα θρυλικό και ανεπανάληπτο 0-4 από τη Βαρκελώνη που θάμπωσε ολόκληρη την Ευρώπη.
Αποκλείστηκε στη φάση των νοκ άουτ από τη Γιουβέντους του Λίπι, αλλά πλέον ήταν υπολογίσιμη δύναμη και όχι μια ομάδα που “συμπλήρωνε τον όμιλο”.
Την επόμενη σεζόν οι Ουκρανοί είναι ακόμα καλύτεροι, ο «Σέβα» όμως από άλλον πλανήτη. Πρώτος σκόρερ του Champions League με 8 γκολ (μαζί με τον Ντουάιτ Γιορκ) και μπροστάρης της ξέφρενης πορείας των “στρατιωτών” του Λομπανόφσκι μέχρι τον ημιτελικό. Τους απέκλεισαν στις λεπτομέρειες οι ποτέ ριψάσπιδες Γερμανοί της Μπάγερν.
Παρά το 3-1, η Μπάγερν στο τέλος έβγαλε από τη μέση τον κακό δαίμονα των “ευγενών”, σε μια σεζόν που η παρέα του «Σέβα» πέταξε έξω ολόκληρη Ρεάλ στον προημιτελικό. Εννοείται χάρις στα τρία γκολ του πιο λαμπερού αστεριού του σοβιετικού ποδοσφαίρου από τα χρόνια του Μπλαχίν.
Ο καλύτερος επιθετικός του Champions League και τρίτος υποψήφιος για τη Χρυσή Μπάλα τα είχε πια κάνει όλα στο Κίεβο. Το ήξερε μέσα του ότι το επόμενο βήμα είναι εκτός θερμοκηπίου Λομπανόφσκι, σε ένα ποδόσφαιρο πολύ διαφορετικό απ’ αυτό που είχε γνωρίσει στη ζωή του.
Πρόλαβε και τον “άρπαξε” η Πρωταθλήτρια Ιταλίας, Μίλαν, έχοντας κατά νου να εντάξει έναν πραγματικό διάβολο με αγγελικό πρόσωπο στο δυναμικό της. Είναι η κορωνίδα της μεταγραφικής καμπάνιας των «Rossoneri», μπαίνει με χαμηλά το βλέμμα στα πιο δύσκολα αποδυτήρια της Ευρώπης εκείνη την εποχή, συναντά προσωπικότητες όπως ο Μαλντίνι, ο Αλμπερτίνι, ο Κοστακούρτα, ο Γουεά, ο Λεονάρντο, ο Μπόμπαν.
Το Milanello εκείνη την εποχή ήταν πιο glamorous κι από την περίφημη Scala της Via Filodrammatici. Δεν επιβλήθηκε με τον χαρακτήρα του και το star quality. Επιβλήθηκε με το παιχνίδι του. Βγήκε πρώτος σκόρερ στο πιο τακτικό Πρωτάθλημα του κόσμου την πρώτη του σεζόν.
Είχε να συμβεί από την παρθενική χρονιά του Πλατινί στη Γιουβέντους.
Σκοράρει στα μεγάλα ματς, δεν κρύβεται, ζητάει μπάλα και τη στέλνει στο πλεκτό με τη Γιουβέντους, τη Ρόμα, τη Λάτσιο. Εκεί που τα δίνει όλα όμως είναι με την Ίντερ. Το μυστικό σε όλες τις μεγάλες ομάδες σε όλον τον κόσμο είναι οι μεγάλες παραστάσεις να δίνονται με τον σωστό αντίπαλο.
Ο «Σέβα», όπως βαπτίστηκε αμέσως στο κοσμοπολίτικο Μιλάνο, σκόραρε και στα τέσσερα μεγάλα ντέρμπι εκείνης της πρώτης σεζόν.
Το πρώτο του έκρυβε όλες τις αγωνίες και τους φόβους της πρώτης φοράς. Ήταν το πρώτο ντέρμπι στο μεγάλο κοινό του San Siro, το πρώτο εναντίον του Ρονάλντο, το πρώτο της καριέρας του. Δεν ξεκίνησε βασικός, γεγονός που του επέτρεψε να διαβάσει καλύτερα το παιχνίδι, να εντοπίσει τις αδυναμίες και να χτυπήσει θανατηφόρα, όταν και όπου έπρεπε.
Μπήκε στο παιχνίδι, ενώ η ομάδα έχανε, και, την τρίτη φορά που ακούμπησε τη μπάλα, την πέρασε κάτω από τα πόδια του Ζανέτι. Την τέταρτη την έστειλε στο δοκάρι μετά τη σέντρα του Σερζίνιο και στην επαναφορά, με την πέμπτη επαφή, την έστειλε στα δίχτυα.
Η Μίλαν μετά το γκολ κυριάρχησε στο γήπεδο και έφυγε νικήτρια με ένα γκολ του Γουεά στην εκπνοή. Κανένας δεν ασχολήθηκε με τον Λιβεριανό, τηλεοπτικές εκπομπές, Τύπος και η πόλη ολόκληρη μιλούσαν για το ξανθό clean cut και ανέκφραστο παιδί από την Ουκρανία.
Έκανε απίστευτα πράγματα στη Μίλαν το πρώτο του διάστημα. Με μια ομάδα σε μεταβατική περίοδο, πάνω στην αλλαγή σκυτάλης γενεών ποδοσφαιριστών. Σκόραρε 80 γκολ την πρώτη τριετία, ορισμένα για ανθολόγιο. Δεν βοηθούσε η υπόλοιπη ομάδα για μεγάλα πράγματα και στην Ευρώπη, αλλά τη συγκεκριμένη τριετία έχτισε ο «Σέβα» τη σχέση του με το πιο απαιτητικό κοινό στην ιταλική ποδοσφαιρική κοινωνία.
Ξεχωρίζω και θεωρώ πιο όμορφο γκολ της καριέρας του με τη φανέλα της Μίλαν εκείνο εναντίον της «Γιούβε» τον Δεκέμβριο του 2001. Υποδέχθηκε μια τυπική σπόντα από τον Χάβι Μορένο, στόπαρε μαεστρικά με τον αριστερό μηρό, πέρασε τον Ντάβιντς και έβαλε πρόσωπο στο τέρμα. Πέρασε σαν σταματημένο τον Ιουλιάνο, ανοίχτηκε στα δεξιά, αφήνοντας τον Πεσότο αποκαμωμένο στο έδαφος, και ύψωσε το βλέμμα να δει τη θέση του Μπουφόν.
Η θέση και η φορά του σώματος ήταν οι χειρότερες δυνατές. Στη γωνία της περιοχής, με το σώμα στραμμένο στο κόρνερ και τρεις αντιπάλους να τον κυνηγούν. Δεν έχει ακολουθήσει συμπαίκτης, δεν έχει επιλογές. Ως διά μαγείας σουτάρει. Στρίβει το σώμα και το πόδι, τινάζει το κορμί του και δίνει με το κουντεπιέ μια απίθανη τροχιά στη μπάλα, η οποία περνάει πάνω από το σώμα του Μπουφόν και καρφώνεται στο “γάμα”. Ντελίριο.
Ο Μπερλουσκόνι, ο οποίος ήταν στην εξέδρα, είδε αυτό το γκολ και αποφάσισε ότι είχε έρθει η ώρα. Η Μίλαν πρόσθεσε σε δυο μεταγραφικές περιόδους Πίρλο, Ρούι Κόστα, Ιντζάγκι και Νέστα, Ζέεντορφ, Τόμασον (και τον Ριβάλντο, ο οποίος δεν στέριωσε) στο ρόστερ και ο Αντσελότι συνέθεσε ένα παζλ που όμοιό του δεν επανεμφανίστηκε στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο.
Η Μίλαν έγινε η πρώτη μεγάλη ομάδα με πέντε επιθετικογενείς ποδοσφαιριστές στην ενδεκάδα της. Συμβίωναν στην ίδια ομάδα εκκεντρικότητα και εγωισμός του μεγέθους του Πίρλο, του Ρούι Κόστα, του Ζέεντορφ, του Ιντζάγκι και του «Σέβα». Όλοι περίμεναν την απογείωσή του, την περαιτέρω βελτίωση, την ανάδειξή του σε κορυφαίο των κορυφαίων.
Το κάταγμα στον έξω μηνίσκο στον προκριματικό του καλοκαιριού με τη Σλόβαν Λίμπερετς τού κατέστρεψε τη σεζόν. Έμεινε πίσω ακριβώς επάνω στην εκτόξευση. Σκόραρε ελάχιστα στο Πρωτάθλημα, είναι η μοναδική του σεζόν με τον μίζερο απολογισμό των 5 γκολ. Έσωσε τα προσχήματα στο Champions League και συνήλθε πλήρως κάπου στις αρχές Απριλίου.
Δικό του ήταν το γκολ που έστειλε τη Μίλαν στον Τελικό του Μάντσεστερ. Και όχι εναντίον οποιουδήποτε αντιπάλου αλλά και πάλι κόντρα στην Ίντερ.
Ο πολυνίκης του Πρωταθλήματος και Κυπέλλου Ουκρανίας δεν είχε κερδίσει τίποτα επί τρία ολόκληρα χρόνια στην Ιταλία και αυτό ήταν κάτι που δεν μπορούσε να ανεχθεί.
Στο τελευταίο ματς πριν τον Τελικό στο Old Trafford σκοράρει. Ήταν Τελικός του Κυπέλλου Ιταλίας εναντίον της Ρόμα. Αυτό το γκολ τού εξασφάλισε την ισορροπία για να αντέξει την πίεση του πιο τακτικού Τελικού των τελευταίων ετών στο «μεγάλο Κύπελλο με τ’ αφτιά».
Η ένταση εκείνου του Τελικού γίνεται αντιληπτή μόνο σε όσους τον έζησαν από κοντά. Για όλους τους υπόλοιπους ήταν από τους πιο άσχημους Τελικούς, τους πιο “αντι-ποδοσφαιρικούς”.
Ο «Σέβα», παρά το γεγονός ότι του ακυρώθηκε ένα γκολ στην αρχή του αγώνα, κατόρθωσε και έμεινε συγκεντρωμένος, διαχειρίστηκε τα τρεξίματά του, θυμήθηκε την τακτική χρησιμότητα και εκτός κουτιού, όπως του είχε μάθει ο Λομπανόφσκι.
Όλο το παιχνίδι ήταν η ψυχολογική προετοιμασία για τα πέναλτι. Στον Σεβτσένκο έλαχε να εκτελέσει το τελευταίο, το πιο κρίσιμο, το καθοριστικό.
Στα 40-50 μέτρα που περπατούσε για να εκτελέσει το πέναλτι, όλη η ζωή του πέρασε από μπροστά του. Το βλέμμα στο κενό, καμία σύσπαση στο πρόσωπο, ίχνος ιδρώτα. Αχαρτογράφητος. Μέχρι το δάγκωμα στο χείλος που μαρτύρησε την αποφασιστικότητα, αν όχι βεβαιότητα, για την επιλογή της γωνίας που θα στείλει τη μπάλα. Η ιστορία έγραψε, η συγκεκριμένη εκτέλεση πέναλτι του «Σέβα» έγινε το σήμα κατατεθέν της καριέρας του. Έκρινε τίτλο.
Τον πιο μεγάλο τίτλο, εκείνον που πέρασε τον Αντρέι στην επόμενη διάσταση και επανέφερε τη Μίλαν στην τροχιά της ομάδας των «Ιπτάμενων Ολλανδών» του Σάκι. Αυτή ήταν η αρχή, αυτό ήταν το έναυσμα του καθαγιασμού.
Ο Σεβτσένκο, απαλλαγμένος από το άγχος της νίκης και έχοντας ήδη το θήραμα στο παλμαρέ του, έγινε άλλος παίκτης. Ακόμα πιο ολοκληρωμένος, ακόμα πιο καθοριστικός, ακόμα πιο ισοπεδωτικός.
Με την έλευση του Κακά, απελευθερώθηκε εντελώς. Δεν χρειαζόταν να κάνει πια και το “10άρι” και τον φουνταριστό και το “κρυφό 9άρι”. Βρήκε τον ρόλο του, με πολύ μεγαλύτερες απαιτήσεις λόγω περιορισμών στους χώρους, αλλά με άκρατη αυτοπεποίθηση και δίχως βάρη.
Το Πρωτάθλημα ήρθε με απόλυτα φυσικό τρόπο, με ηγεμονία στον αγωνιστικό χώρο, με δεκάδες γκολ “αλά Σεβτσένκο”. Με εκείνο το εκρηκτικό ξεπέταγμα στον κενό χώρο, με εκείνα τα μαγικά αγγίγματα στη μπάλα και την επονομαζόμενη «εξάρτηση» ολόκληρης Μίλαν στα κέφια του. Τον Δεκέμβριο ήρθε και η αναγνώριση με τη Χρυσή Μπάλα.
Ευχαρίστησε και μετά έκανε αυτό που επέτασσε η συνείδησή του. Ταξίδεψε στο Κίεβο και πήγε το βραβείο στο μνημείο του Λομπανόφσκι που είχε φύγει από τη ζωή τον Μάιο του 2002 στα 63 του. Εκεί, μπροστά στο άγαλμα του μεγάλου δασκάλου, στις όχθες του Δνείπερου, άφησε και την ψυχή του.
Θαρρείς και είχε εκπληρώσει το χρέος του, θαρρείς και ήταν γραφτό ο Λομπανόφκσι, στον οποίον οφείλετο η αρχή, να είναι και η αρχή του τέλους.
Δεν ήταν ποτέ ξανά ο ίδιος ο «Σέβα» μετά από εκείνο το ταξίδι στο Κίεβο. Η πτώση δεν ήταν ασφαλώς ελεύθερη, αλλά ποτέ δεν ξαναέφτασε στα προηγούμενα επίπεδα, μέχρι τη δυστυχία του Λονδίνου.
Ο Τελικός της Κωνσταντινούπολης ήταν κάτι σαν κύκνειο άσμα. Με τον πιο κινηματογραφικό, τον πιο τραγικά απρόσμενο και ντροπιαστικό τρόπο. Η απίστευτη ευκαιρία που χάνει στο 118′ είναι πιθανότατα ο λόγος για τον οποίον ξεχάστηκε τόσο γρήγορα από τους οπαδούς της Μίλαν.
Δεν το έβγαλε ο Ντούντεκ. Το έχασε ο «Σέβα». Και σαν να έπρεπε να τιμωρηθεί ή να ξεπληρώσει το αόρατο γραμμάτιο του κάρματος, πάλι εκείνος κλήθηκε να εκτελέσει το τελευταίο, το κρίσιμο πέναλτι. Και τούτη τη φορά δεν ήταν το πέναλτι της νίκης αλλά το πέναλτι της επιβίωσης.
Στο Μάντσεστερ είδε το φλας της ζωής του, στην Κωνσταντινούπολη είδε το φλας της χαμένης ευκαιρίας του 118′. Έφτασε στη βούλα “σβηστός”, χαμένος στη δική του δίνη. Η φόρα άνευρη, λειψή, φοβισμένη. Δεν δάγκωσε το χείλος αυτή τη φορά, δεν ήξερε πού έπρεπε να στείλει τη μπάλα. Ο Ντούντεκ παρέλαβε το δώρο και η Λίβερπουλ στέφθηκε Πρωταθλήτρια Ευρώπης.
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή τελείωσε και ο Σεβτσένκο για τη Μίλαν. Δεν του δόθηκε καν η ευκαιρία να επανορθώσει, όπως έγινε απλόχερα στους περισσότερους συμπαίκτες του στον Τελικό της Αθήνας. Όταν ο «Πίπο» έκανε σαν τρελός στο κόρνερ του ΟΑΚΑ, ο «Σέβα» έπινε ακριβό κρασί στην τραπεζαρία του Αμπράμοβιτς.
Είχε όλη την καλή διάθεση να προσφέρει στους «Blues». Το ένιωθε σαν χρέος και απέναντι στον Ρόμαν, ο οποίος τον κυνηγούσε μανιωδώς για χρόνια, επειδή ήθελε τον καλύτερο Ουκρανό στην ομάδα του.
Ήταν τέτοια η ψυχολογική πίεση και η διαδικασία εξαναγκασμού, ώστε ο Αντρέι σε κάθε του κίνηση, σε κάθε έκφανση, έπρεπε να “δικαιολογεί” την αδυναμία που του είχε ο ιδιοκτήτης και να αποδεικνύει ότι τα χρήματα που δαπανήθηκαν δεν ήταν πεταμένα σε ένα βαρέλι που είχε τρυπήσει.
Στο Community Shield με τη Λίβερπουλ σκόραρε, αλλά δεν πανηγύρισε σαν Σεβτσένκο. Σήκωσε τη φανέλα και, αντί να καλύψει το πρόσωπο, όπως έκανε πάντα, προς έκπληξη όλων, φίλησε το έμβλημα της Τσέλσι.
Η κίνηση όχι απλώς σχολιάστηκε στην Ιταλία αλλά έγινε και παράδειγμα προς αποφυγή για το μέλλον. Ποτέ ξανά εκδηλώσεις “αιώνιας πίστης” και συναισθηματισμοί με τη φανέλα.
Ο «Σέβα» στο Λονδίνο έγινε ανέκδοτο. Ο Αμπράμοβιτς πίεζε τον Μουρίνιο να τον χρησιμοποιεί, σχεδόν απαιτούσε, κάθε που παρακολουθούσε την ομάδα καθισμένος αναπαυτικά στις πολυθρόνες του Stamford Bridge, να βλέπει το αγαπημένο του ανθρώπινο παιχνίδι. Με τη διαφορά ότι ο Αντρέι βολόδερνε στην επίθεση της Τσέλσι και δεν κατόρθωσε ποτέ να προσαρμοστεί στις απαιτήσεις της Premier League.
Ο Μουρίνιο, πιεζόμενος από τον πατρόνο, τον δοκίμασε ακόμα και στα χαφ (!) με τραγικά αποτελέσματα. Λίγο μετά ήρθαν και οι τραυματισμοί. Όλη η περιπέτεια της Αγγλίας μια καταστροφή.
Από ένα σημείο και μετά η Τσέλσι χρησιμοποιούσε τον Σεβτσένκο με μοναδικό στόχο να προλάβει μια μεγάλη διοργάνωση με τη φανέλα της Εθνικής του ομάδας. Πρόλαβε.
Ήταν ο “El Cid” της Ουκρανίας στο Μουντιάλ του 2006 στη Γερμανία, σκόραρε δυο φορές χάρη στην κλάση του, αλλά δεν ήταν ο Σεβτσένκο.
Ο Αμπράμοβιτς τού ξαναέδωσε την ευκαιρία και την επόμενη σεζόν στην Τσέλσι, αλλά με εξαίρεση δυο-τρία encore ήταν και πάλι αγνώριστος. Έχει μείνει στην ιστορία ένα στιγμιότυπο με έναν οπαδό της Τσέλσι να ρωτά τον Μουρίνιο «πού είναι ο “Σέβα”; Γιατί δεν παίζει;» και τον «Μου» να απαντά, με εκείνο το σαρδόνιο χαμόγελο, κάνοντας την κίνηση του γκολφ.
Έφυγε από την Τσέλσι με το παράπονο ότι δεν έπαιξε λεπτό στον Τελικό της Μόσχας. Το ακόμα χειρότερο ήταν ότι επέστρεψε στην Μίλαν, με έναν δανεισμό που εξαφάνισε και τα τελευταία ψήγματα χρυσόσκονης της πρώτης του φοράς.
Επέστρεψε στην Τσέλσι και “τελείωσε” εκεί όπου ξεκίνησε, στην Ντιναμό. Στην πραγματικότητα, τελευταία φορά τον είδαμε στο Euro της Ουκρανίας και της Πολωνίας το 2012. Δυο γκολ στο παιχνίδι με τη Σουηδία του Ζλάταν και ένα συγκινητικό “αντίο” γεμάτο σεβασμό από το πιο “πολιτισμένο” κοινό των μεγάλων διοργανώσεων. Δεν ήταν αθόρυβο, αλλά δεν ήταν και αντάξιο του «Σέβα».
Ο Σεβτσένκο δεν πρέπει να κριθεί με βάση το τελευταίο κομμάτι της καριέρας του.
Σύμφωνα με τις τέσσερεις θεμελιώδεις αρχές του ποδοσφαίρου, τη σωματική, την πνευματική, την τεχνική και την τακτική, ο Αντρέι Σεβτσένκο είναι ό,τι εγγύτερο στον ιδεατό ποδοσφαιριστή, τον ιδανικό επιθετικό. Ένα φαινόμενο που περνούσε με άριστα όλα τα τεστ.
Δύναμη, ταχύτητα, συχνότητες επιτάχυνσης, τεχνική σε συνδυασμό με διανοητική διαύγεια, με εξαιρετικές ικανότητες συγκέντρωσης και ανάλυσης. Προσωπικά εμμένω και στη βαρύτητα και την κρισιμότητα των γκολ που σκόραρε. Πρέπει να είναι ο επιθετικός με τον υψηλότερο μέσο όρων επίτευξης κρίσιμων γκολ που είδα ποτέ στο χορτάρι.
Στα χρόνια της ακμής του, τον περιέβαλε αυτή η αύρα του ανίκητου, του άφθαρτου, του άπιαστου. Η παρουσία του και μόνο στην ενδεκάδα σήμαινε αυτόματα μειονέκτημα για τον αντίπαλο.
Εκτός των άλλων, είναι ο ποδοσφαιριστής που έσπασε το ταμπού για τους ποδοσφαιριστές του ανατολικού μπλοκ στα σαλόνια του δυτικοευρωπαϊκού ποδοσφαίρου. Αυτή είναι η μεγαλύτερη παρακαταθήκη.
Η ιστορία του ενέχει πολλά συναισθήματα, πολλαπλές αναγνώσεις σε βαθύτατα ψυχικά επίπεδα. Χαρά, θλίψη, συμφιλίωση, χλεύη, αποθέωση, καταδίκη, αναγνώριση.
Αυτό που λείπει ή εκείνο που μένει είναι ο σεβασμός. Και μερικές φορές αυτός μπορεί να είναι αθόρυβος, εκκωφαντικά σιωπηλός και ανέκφραστος. Όπως ο Αντρέι Σεβτσένκο.
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro