Θυμάμαι πάντα με νοσταλγία τις αρχές του 1977, την εποχή όταν ξεκινούσαμε το παιδομάζωμα στον Ναυτικό Όμιλο Βουλιαγμένης.
Τότε που με σύνθημα «ας αρχίσουμε τώρα με τα παιδιά!» φτιάχναμε μέχρι και ημερολόγια, με την ελπίδα να τα διαθέσουμε σε φίλους και γνωστούς, προκειμένου να μαζέψουμε χρήματα, για να πάμε ταξίδι στο εξωτερικό!
Τότε, το όνειρό μας ήταν να πάμε οδικώς στη Σόφια για προετοιμασία, γιατί η Βουδαπέστη που βλέπαμε με δέος, μας… έπεφτε μακριά.
Άλλα χρόνια. Άλλοι καιροί…
Ήταν τότε που η Εθνική ομάδα ανδρών στο πόλο, με την επιτυχία της στο Πανευρωπαϊκό Πρωτάθλημα στο Γιόνκοπιγκ της Σουηδίας το 1977 και στη συνέχεια με τη συμμετοχή της στους Ολυμπιακούς Αγώνες στη Μόσχα το 1980, άνοιγε τον δρόμο για τη μετέπειτα άνοδο της υδατοσφαίρισης στην Ελλάδα.
Η δική μου ιστορία με τον υγρό στίβο, όμως, δεν ξεκίνησε με το πόλο.
Ξεκίνησε από τον χώρο της κολύμβησης, τον Αύγουστο του 1964, την εποχή όταν η Βουλιαγμένη άρχιζε σιγά-σιγά να γίνεται γνωστή για την ομορφιά της και τις παραλίες της.
Tα χρόνια εκείνα, ο Ναυτικός Όμιλος Βουλιαγμένης, με Πρόεδρο τον Αθανάσιο Διακάκη, έφερε στην Ελλάδα το Θαλάσσιο Σκι, δείχνοντας παράλληλα την αγάπη του για τον ναυταθλητισμό και ειδικά για το άθλημα της κολύμβησης.
Στη Βουλιαγμένη βρεθήκαμε σαν παραθεριστές με την οικογένεια μου, και ευγνωμονώ τους γονείς μου, γιατί μας πήγαν, εμένα και την αδελφή μου, στον Όμιλο, για να μάθουμε μπάνιο.
Εκεί μπροστά στον προβλήτα του Ομίλου, στη θάλασσα, μάθαμε να κολυμπάμε. Εννοείται ότι το κολυμβητήριο που σήμερα όλοι ξέρουμε, ακόμη δεν υπήρχε.
Κάνοντας τα πρώτα μου βήματα στην κολύμβηση, μπήκα σιγά-σιγά στον δρόμο του αθλητισμού και σύντομα βρέθηκα σε τροχιά αγωνιστική.
Με προπονητή τον Γεώργιο Μπία –οι παλιοί θα τον θυμούνται, αφού ήταν ένας από τους πλέον παραγωγικούς προπονητές της αγωνιστικής κολύμβησης-, εξελίχθηκα σε αρκετά καλόν κολυμβητή, στο πρόσθιο, κάτι που στη συνέχεια με βοήθησε πολύ και στο πόλο.
Στη κολύμβηση έμεινα μέχρι το 1974, αφού εκείνη την περίοδο προετοιμαζόμουν για τις εξετάσεις μου στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και έπρεπε να δώσω χρόνο στο διάβασμα και τα φροντιστήρια.
Ξεκινώντας τις σπουδές μου ως Πολιτικός Μηχανικός, άφησα πίσω μου την αγωνιστική κολύμβηση και πέρασα οριστικά στην υδατοσφαίριση. Την εποχή εκείνη, ξεκινούσε δειλά-δειλά το πόλο και στον Όμιλο της Βουλιαγμένης που, όπως αντιλαμβάνεστε, δεν είχε πάρει ακόμη θέση στον “χάρτη” της ελληνικής υδατοσφαίρισης.
Η ομάδα μας, τότε, ήταν μία ομάδα “μωσαϊκό”, με αρκετούς παλαίμαχους παίκτες και εμένα, ως μοναδικό πιτσιρικά με προσόν το καλό κολύμπι.
Οι πρώτοι μου δάσκαλοι στην υδατοσφαίριση ήταν αρχικά οι προπονητές Ηλίας Λακουμέντας και Κώστας Κασιδόκωστας, ενώ στη συνέχεια ο Νίκος Αναγνωστόπουλος και ο Όμηρος Πολυχρονόπουλος. όλοι τους, ο καθένας με διαφορετικό τρόπο, με βοήθησαν να εξελιχθώ, ως αθλητής και όχι μόνο.
Δεν ξεχνώ, βέβαια, ποτέ ότι ο τότε προπονητής της Εθνικής, ο Ανδρέας Γαρύφαλλος, και ο βοηθός του, Μανώλης Πατλάκας, ήταν αυτοί που με ξεχώρισαν από τη Βουλιαγμένη της Β’ Εθνικής και με κάλεσαν, αρχικά, στην Εθνική νέων και, μετά, στην Εθνική ανδρών.
Έκτοτε, πέρασα σ’ ένα διαφορετικό αγωνιστικό επίπεδο με συμμετοχές σε ευρωπαϊκά και παγκόσμια πρωταθλήματα, με αποκορύφωμα τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Μόσχας το 1980.
Με την συμμετοχή μου στην Εθνική ομάδα, μου δόθηκε η ευκαιρία να ταξιδέψω στο εξωτερικό.
Να έρθω σε επαφή και να μελετήσω τους μεγάλους αθλητές και προπονητές της εποχής, κυρίως τους Ούγγρους που τότε πρωταγωνιστούσαν, τους Γιουγκοσλάβους, τους Σοβιετικούς, αλλά και τους Ιταλούς και τους Ισπανούς που είχαν (και έχουν) πολλά κοινά χαρακτηριστικά με τους Έλληνες.
Αυτό που έβλεπα, ήθελα, γυρνώντας πίσω, να το περάσω στα μικρά παιδιά της Βουλιαγμένης, τα οποία εν τω μεταξύ άρχισα να μαζεύω και να προπονώ από το 1977, χωρίς ουσιαστικά να γνωρίζω πολλά πράγματα για την προπονητική και, εννοείται, χωρίς να πληρώνομαι.
Τον χειμώνα, τις Κυριακές, όταν το Κολυμβητήριο του Ζαππείου, όπου κάναμε προπόνηση, ήταν κλειστό, έπαιρνα τους πιτσιρικάδες με το λεωφορείο από το Ζάππειο και πηγαίναμε στη λίμνη της Βουλιαγμένης, για να κάνουμε προπόνηση στη λίμνη!
Ήταν κάτι το ξεχωριστό για όλους μας. Κάτι σαν περιπέτεια…
Η αίσθηση ότι είχα την “δική μου ομάδα” προπονώντας τους μικρούς της Βουλιαγμένης, ήταν κάτι που θυμάμαι πάντα.
Σκεφτείτε ότι, όταν βρέθηκα με την Εθνική στη Μόσχα το 1980, δεν έβλεπα την ώρα να γυρίσω πίσω στη Βουλιαγμένη.
Μάλιστα, όταν τέλειωσαν οι αγώνες της Εθνικής στο Ολυμπιακό τουρνουά, ζήτησα από τον προπονητή μου και τον τότε Πρόεδρο της Ομοσπονδίας, τον αείμνηστο Δημήτριο Ζωγράφο, να μου επιτρέψουν να επιστρέψω στην Ελλάδα, πριν την Τελετή Λήξης.
Γυρνάω, λοιπόν, πίσω και πάμε με τα παιδιά στο Ναύπλιο, καλεσμένοι από τον Κώστα Γκούβερη, τον προπονητή της τοπικής ομάδας, για φιλικά παιχνίδια στη θάλασσα.
Έτσι, όσο κι αν φαίνεται απίθανο, παρακολούθησα την Τελετή Λήξης των Ολυμπιακών Αγώνων, στους οποίους συμμετείχα, από την τηλεόραση!
Το 1981, με προπονητή τον Όμηρο Πολυχρονόπουλο, έναν από τους καλύτερους προπονητές που ανέδειξε το ελληνικό πόλο, ανεβαίνουμε στην Α’ Εθνική, όπου για πρώτη φορά αντιμετωπίζουμε μεταξύ άλλων και τον Εθνικό Πειραιά, χάνοντας με σκορ 23-0. Ο αγώνας την εποχή εκείνη διαρκούσε τέσσερα πεντάλεπτα, πολύ λιγότερο απ’ ό,τι σήμερα.
Φτάνουμε στο 1982, χρονιά που σε ηλικία 24 ετών, μετά τη συμμετοχή μου με τη Εθνική ανδρών στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα του Γουαγιακίλ στο Εκουαδόρ, αποφασίζω να κρεμάσω το σκουφάκι μου.
Ήταν μια απόφαση, για την οποία ποτέ δεν μετάνιωσα.
Από εκείνη τη στιγμή, άφησα τον παίκτη πίσω και αφοσιώθηκα στη προπονητική, παρά τις εύλογες αντιρρήσεις των γονιών μου, καθώς -εν τω μεταξύ- ήδη είχα αποφοιτήσει από το ΕΜΠ.
Ήθελα να γίνω προπονητής.
Το φθινόπωρο του 1982, μου κάνει πρόταση ο Παναθηναϊκός να αναλάβω την ανδρική του ομάδα και, τότε ουσιαστικά, αρχίζω να εργάζομαι επαγγελματικά, προπονώντας μάλιστα και αθλητές μεγαλύτερους σε ηλικία από εμένα.
Στον Παναθηναϊκό έμεινα δύο χρόνια και, παράλληλα με την πρώτη ομάδα, βάλαμε μπροστά, με μεγάλες δυσκολίες και περιορισμένο χώρο στο κολυμβητήριο των Ιλισίων, την παραγωγική διαδικασία, η οποία σε σύντομο χρονικό διάστημα ανέδειξε τους μικρούς του Παναθηναϊκού για πρώτη φορά πρωταθλητές Ελλάδας στους παίδες.
Στη συνέχεια, πήρα τον δρόμο της επιστροφής στη Βουλιαγμένη, για να βρω πάλι τα παιδιά, με τα οποία έκανα τα πρώτα μου βήματα.
Η νεανική ομάδα της Βουλιαγμένης (κάτι καινούργιο για τα δεδομένα της εποχής), καλοδουλεμένη και από τον Όμηρο, έδωσε στους δημοσιογράφους την αφορμή να υιοθετήσουν το παρατσούκλι «μπέμπηδες» που τη συνοδεύει μέχρι σήμερα.
Από το 1985 και μετά, τα παιδιά μεγαλώνουν και, έχοντας ήδη δείξει τις δυνατότητές τους, φτάνουμε στο 1991. Χρονιά σταθμό για την ιστορία του Ναυτικού Ομίλου Βουλιαγμένης.
Είναι η χρονιά, κατά την οποία ο ΝΟΒ κατακτά το πρωτάθλημα στους άνδρες, τις γυναίκες και, ταυτόχρονα, το πρωτάθλημα νέων και νεανίδων. Δείγμα της δουλειάς που έγινε σε βάθος όλα τα χρόνια που προηγήθηκαν.
Η παράδοση της Βουλιαγμένης στις μικρές κατηγορίες εξάλλου, τα τελευταία 40 χρόνια έως και τις μέρες μας, την κατατάσσει αναμφισβήτητα ως το σωματείο με την σημαντικότερη συγκομιδή τίτλων και, βέβαια, την ανάδειξη δεκάδων αθλητών και αθλητριών που έφτασαν και διακρίθηκαν σε Ολυμπιακούς Αγώνες, σε παγκόσμια πρωταθλήματα και άλλες μεγάλες διεθνείς διοργανώσεις.
Μετά την κατάκτηση του Πρωταθλήματος Ελλάδος, το ’91, έφυγα για την Ιταλία και βρέθηκα στην Πεσκάρα που μου άνοιξε την πόρτα για να εργαστώ εκτός των “τειχών”.
Με τους Ιταλούς σημειώσαμε έναν άθλο, διότι, αν και οι δυνατότητες της ομάδας ήταν να πάρει μια θέση στην πρώτη εξάδα, η Πεσκάρα κατέκτησε το Κύπελλο Ιταλίας και τερμάτισε στην 3η θέση του βαθμολογικού πίνακα.
Παρέμεινα στο εξωτερικό, για να συνεχίσω τον επόμενο χρόνο την καριέρα μου στη Γαλλία, όπου ανέλαβα την ομάδα της Μασσαλίας.
Τόσο στην Ιταλία όσο και τη Γαλλία, ακολούθησα την ίδια γραμμή που είχα “χαράξει” στη Βουλιαγμένη και τον Παναθηναϊκό. Το παιδομάζωμα…
Αυτό ήταν πάντα το “πιστεύω” μου και μπορώ να σας πω ότι νιώθω μεγάλη ικανοποίηση, γιατί αξιώθηκα όχι μόνο να το κάνω πράξη, αλλά να δω και τα αποτελέσματα που μου έδιναν κατά κάποιο τρόπο και την απάντηση στο ερώτημα που μου γεννιόταν, όταν έβλεπα τις επιτυχίες των Ούγγρων, των Γιουγκοσλάβων ή των Σοβιετικών.
Πώς θα χτίσεις ένα οικοδόμημα, αν πρώτα δεν έχεις δημιουργήσει μια πλατιά βάση;
Να πούμε, βέβαια, ότι στο πόλο, σε αντίθεση με το ποδόσφαιρο, το μπάσκετ (ειδικά μετά το μεγάλο “μπαμ” του 1987) ή ακόμα και το βόλεϊ, χάρη σε μια νοοτροπία που επικράτησε σχεδόν στο σύνολο των σωματείων, καταφέραμε να αντισταθούμε στην εισροή ξένων παικτών.
Κάναμε το «Made in Greece» συστατικό της επιτυχίας της ελληνικής υδατοσφαίρισης που, όπως λέμε και καμαρώνουμε, μετρά -μαζί με το Τόκιο- 16 συμμετοχές σε Ολυμπιακούς Αγώνες.
Οφείλω, βέβαια, να ομολογήσω ότι όλα αυτά τα χρόνια μαθαίναμε πολλά και από τους ξένους προπονητές που πέρασαν από την χώρα μας.
Ο Ούγγρος Λάζλο Σάροσι ήταν ο πρώτος που στα μέσα της δεκαετίας του ’60 μας έδειξε τον δρόμο της δουλειάς με τα νέα παιδιά.
Μετά, είχαμε την τύχη να περάσει από την Ελλάδα ο Ίβο Τρούμπιτς, Ολυμπιονίκης με τη Γιουγκοσλαβία το1968 στο Μεξικό, οι Ιταλοί Λίνο Ρεπέτο και Άλφιο Φλόρες και, βέβαια, ο Ισπανός «Πέπε» Μπράσκο Κατά.
Άνθρωποι, με πάθος για το πόλο και με γνώσεις. πάνω απ’ όλα, μας έδειξαν τον δρόμο για τη δουλειά με τη νέα γενιά.
Ας μη ξεχνάμε ότι ο «Πέπε» Μπράσκο Κατά ήταν αυτός που πήρε τον Γιώργο Μαυρωτά σε ηλικία 17 ετών (το 1984) στο Λος Άντζελες, τότε που ο Γιώργος ήταν και ο μικρότερος πολίστας απ’ όλους στις ομάδες που συμμετείχαν.
Να αναλογιστούμε ακόμα ότι πριν το 1985 το ελληνικό πόλο ήταν υπόθεση μιας ομάδας. Του «Αυτοκράτορα», όπως λένε οι φίλοι του, του Εθνικού Πειραιά, ο οποίος επί σειρά ετών ήταν ο μόνιμος πρωταθλητής Ελλάδας, με δεύτερο σταθερά τον συντοπίτη του Ολυμπιακό.
Στη συνέχεια, δούλεψαν στην Ελλάδα και μεγάλοι προπονητές, όπως ο Κροάτης Μίλε Νάκιτς, ο Ούγγρος Πέτερ Ρούσοραν, ο Μπόρις Ποπόφ και, βέβαια, ο Νίκολα Στάμενιτς. όλοι τους, ομολογώ, μας έδωσαν πολλά.
Η άνοδος της ελληνικής υδατοσφαίρισης συνδυάστηκε και με την εμφάνιση (τη δεκαετία του 1980) της ομάδας της Γλυφάδας, η οποία εκθρόνισε τον Εθνικό Πειραιά, στηριγμένη στην “χρυσή φουρνιά” παικτών της (όπως μεταξύ άλλων, οι αδελφοί Τάσος, Αναστάσιος και Μανώλης Παπαναστασίου, ο Βαγγέλης Πάτερος, ο Κυριάκος και ο Άκης Γιαννόπουλου, ο Τάσης Παπαϊωάννου, ο Τζώνη Καλημέρης, ο Γιάννης Πατέρας), και στη συνέχεια της Βουλιαγμένης των Γιώργου Μαυρωτά, Νίκου και Διονύση Δάρρα, Χρήστου και Κώστα Δήμου, Διονύση και Κώστα Πρωτοπαπά και του Βαγγέλη Ρούπακα.
Οι δύο αυτές ομάδες της “παραλίας” άλλαξαν τα έως τότε δεδομένα και δημιούργησαν ένα πρότυπο που ακολούθησαν στη συνέχεια και άλλοι σύλλογοι.
Σύλλογοι της περιφέρειας, όπως τα Χανιά, ο Βόλος, η Πάτρα, η Χίος, οι ομάδες της Θεσσαλονίκης, όπως ο Όμιλος Φίλων Θαλάσσης, ο Άρης και ο Ηρακλής, ενώ στην πορεία προστέθηκαν και ομάδες του κέντρου, όπως το Παλαιό Φάληρο και ο Πανιώνιος.
Τον χειμώνα του 1993, επέστρεψα στην Ελλάδα και ανέλαβα την τεχνική ηγεσία της Εθνικής ομάδας ανδρών.
Στην Ελλάδα γύρισα σαν…”ξένος”, καθώς εκείνα τα χρόνια ήταν αδιανόητο να αναλάβει την ηγεσία της Εθνικής ομάδας Έλληνας προπονητής που δεν προερχόταν από τον Εθνικό Πειραιά ή τον Ολυμπιακό.
Ομολογώ πως ήταν μια δύσκολη εποχή, με αρκετούς πολιτικούς τριγμούς. Μία εποχή που μας βρήκε να πηγαίνουμε στη Ρώμη για το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα του 1994 με δανεικά, καθώς η Ομοσπονδία αντιμετώπιζε “ανοικτό πόλεμο”. Παρ’ όλα αυτά, η Εθνική τα κατάφερε και για πρώτη φορά μπήκε σε 8άδα Παγκοσμίου, καταλαμβάνοντας την 7η θέση.
Επιστρέφοντας από τη Ρώμη, με νωπή την επιτυχία της Εθνικής, υπέβαλα την παραίτησή μου για λόγους, στους οποίους δεν θα αναφερθώ, γνωστούς πάντως σε όλους στον χώρο της “πισίνας”.
Ήθελα πάντα να κοιτάω μπροστά, έστω κι αν έχω μεγάλη αδυναμία -θα έλεγα και γνώση- για την Ιστορία του αθλήματος.
Μετά από ένα σύντομο πέρασμα στον Εθνικό Πειραιά, το 1995 βρέθηκα για δεύτερη φορά πίσω στη Βουλιαγμένη.
Τα χρόνια, κατά τα οποία έλειπα από τον Όμιλο, σ’αυτόν εργάστηκαν μεθοδικά δύο σπουδαίοι προπονητές. Ο Λίνο Ρεπέτο και ο «Πέπε» Μπράσκο Κατά που πίστευαν πολύ στα νέα παιδιά, τους έδωσαν χώρο και συνέβαλαν, ώστε να αναδειχθούν πολλοί αθλητές .
Μεταξύ αυτών, ο Γιώργος Αφρουδάκης, ο Γιώργος Ρέππας, ο Τόνυ Κουτσογιάννης, ο Δημήτρης Μάζης και, βέβαια, πολλά άλλα παιδιά.
Η ομάδα, ήδη από το 1986, συμμετείχε σταθερά στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις, για να φτάσουμε στον Μάρτη του 1997, όταν και αξιωθήκαμε να φέρουμε στην Ελλάδα, για πρώτη φορά, ένα ευρωπαϊκό κύπελλο: Το Κύπελλο Κυπελλούχων!
Δεν θα πω, έστω κι εκ των υστέρων, ότι ο στόχος της Βουλιαγμένης ήταν να πάρει κάποια στιγμή ένα ευρωπαϊκό τρόπαιο. Σίγουρα είχαν μπει οι βάσεις για τη δημιουργία μιας ομάδας με διάρκεια στο χρόνο.
Ομολογώ ότι η κατάκτηση ενός ευρωπαϊκού τίτλου έμοιαζε -και ήταν μέχρι εκείνη την στιγμή- ένα μακρινό όνειρο.
Την χρονιά εκείνη, θυμάμαι, πήγαμε βήμα-βήμα, από φάση σε φάση. Σημειώναμε μόνο νίκες, κερδίζοντας στους προκριματικούς τη φημισμένη Βάσας Βουδαπέστης, με προπονητή τον Τάμας Φάραγκο, και αποκλείοντας στη συνέχεια μεταξύ άλλων την Μπαρτσελόνα από την Ισπανία και την Μπούτβα από το Μαυροβούνιο.
Ο Τελικός με την ιταλική Ρόμα μάς βρήκε χωρίς τον μοναδικό ξένο παίκτη μας, τον Πέταρ Τρμπόγεβιτς, ο οποίος είχε προσβληθεί από λοιμώδη μονοπυρήνωση και ήταν απών στο μεγαλύτερο διάστημα της διοργάνωσης, την στιγμή που η αντίπαλός μας είχε στη σύνθεσή της σπουδαίους αθλητές, όπως τους Μπένεντεκ, Φερέτι και Σίμοβιτς.
Η επιτυχία δεν ήρθε από τη μία μέρα στην άλλη.
Ήταν το αποτέλεσμα της δουλειάς που έγινε, δύο δεκαετίες από κάτω προς τα πάνω με όλα τα παιδιά που είχαν καλές βάσεις και ήταν -σχεδόν όλα- βγαλμένα από τα “σπλάχνα” του σωματείου.
Αρχηγός της ομάδας ήταν ο Γιώργος Μαυρωτάς, ένας αθλητής πρότυπο, αθλητής που θα ήθελε κάθε προπονητής. Ήταν πάντα πρώτος στην προπόνηση και πάντα ο τελευταίος που έφευγε.
Μαζί του ήταν ο Γιώργος Αφρουδάκης, ο Δημήτρης Μάζης, ο Γιώργος Ρέππας, ο Γιώργος Ψύχος, ο Τεό Λοράντος, ο Τόνυ Κουτσογιάννης και, φυσικά, όλοι οι υπόλοιποι, οι οποίοι στην πορεία έκαναν μεγάλη καριέρα στο πόλο.
Να σημειώσω, επίσης, ότι στην ομάδα συμμετείχαν και τρεις 17χρονοι. Ο Ζάχος Αφρουδάκης, ο Δημήτρης Τσίκλος και ο Νίκος Καφετζόπουλος.
Εκείνο που θυμάμαι έντονα, ήταν ο προβληματισμός που υπήρχε για την πισίνα, στην οποία θα παίζαμε το δεύτερο παιχνίδι του Τελικού.
Στους αγώνες της προκριματικής φάσης χρησιμοποιούσαμε το κολυμβητήριο της Νέας Σμύρνης, γιατί αυτό της Βουλιαγμένης ήταν ανοιχτό και βάσει κανονισμών δεν μπορούσαν να γίνουν παιχνίδια τον χειμώνα, αλλά ήταν μικρής χωρητικότητας.
Μίλησα με τα παιδιά και μαζί πήραμε μια απόφαση να παίξουμε στην κεντρική πισίνα του ΟΑΚΑ. Την μεγαλύτερη και ωραιότερη πισίνα της Ευρώπης.
Δεν ήταν και λίγοι αυτοί που μας είπαν τρελούς.
Πώς θα έπαιζε η Βουλιαγμένη, ομάδα από ένα “χωριό” με 2.500 χιλιάδες μόνιμους κατοίκους, σε μία πισίνα χωρητικότητας 8.000 θεατών;
Κι όμως!
Ήταν η πρώτη φορά, όταν μια Ελληνική ομάδα στο πόλο διεκδικούσε ευρωπαϊκό τίτλο. Θα ήταν κρίμα να μην δώσει την ευκαιρία να το χαρούν όσο γινόταν περισσότεροι φίλαθλοι.
Αυτή η μεγάλη επιτυχία, όπως καταλαβαίνετε, επιστέγασμα δουλειάς πολλών ετών, οφείλεται σε πολλούς.
Ευτυχίσαμε να βρεθούμε μαζί με τον έφορο της ομάδας, Πόλυ Αφρουδάκη, τον Γενικό Αρχηγό, Σωτήρη Αντωνιάδη, και, βέβαια, τον Πρόεδρο, τον γιατρό Χρήστο Ζούπα, ο οποίος είχε βιώσει ως αθλητής την εμπειρία κατάκτησης ευρωπαϊκού τίτλου με το μπάσκετ της ΑΕΚ το 1968.
Να θυμηθούμε, επίσης, κάτι που ήταν πρωτοποριακό για τα δεδομένα της εποχής και όχι μόνο για το πόλο. Την παρουσία όλων των Ελλήνων δημοσιογράφων που κάλυπταν το ρεπορτάζ του Υγρού Στίβου, στο πρώτο παιχνίδι με τη Ρόμα στην Ιταλία. Θυμάμαι την στιγμή που το ζήτησα από τον Χρήστο Ζούπα.
«Πρόεδρε, μπορούμε να πάρουμε μαζί μας 20 δημοσιογράφους;», του είπα.
Δεν αρνήθηκε. Δέχτηκε χωρίς δεύτερη κουβέντα και τους πήραμε όλους! Μάλιστα. Όλους!
Μπορείτε, βέβαια, να καταλάβετε το εύρος της δημοσιότητας που εισέπραξε η Βουλιαγμένη μετά την επιτυχία, η οποία ξεπέρασε κατά πολύ ακόμα και τη δημοσιότητα των ποδοσφαιρικών ομάδων.
Η κατάκτηση του Κυπέλλου Κυπελλούχων ήταν μία μεγάλη στιγμή που καταγράφηκε στην Ιστορία της ελληνικής υδατοσφαίρισης και αποτέλεσε την απαρχή για τις επιτυχίες που ακολούθησαν.
Μία μοναδική στιγμή, την οποία, δε λέω, θα την θυμάμαι πάντα!
Νιώθω τυχερός, γιατί βρέθηκα εκεί μαζί με τα παιδιά, τους παράγοντες που μας έλυναν τα προβλήματα, αλλά και εκείνους που προηγήθηκαν, όπως τον Γεώργιο Καμπάνη, τον Λεωνίδα Σεϊτανίδη ή τον Πέτρο Χατζηκώστα.
Τους γονείς των αθλητών που στήριξαν παραδειγματικά ο ένας τα παιδιά του άλλου και, βέβαια, τους αμέτρητους φίλους και φιλάθλους όλων των “οπαδικών” προτιμήσεων που βρέθηκαν κοντά μας εκείνο -το μακρινό πια- απόγευμα της 22ας Μαρτίου 1997, στο κατάμεστο κολυμβητήριο του ΟΑΚΑ.
Η ζωή, όμως, προχωράει μπροστά…
Επιμέλεια κειμένου: Έλενα Βογιατζή
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ:
Παναγιώτης Περπερίδης: Καλέ μου άνθρωπε, ξέρεις από πόλο;
Γιάννης Γιαννουρής: Σενάριο Υπομονής
Γιώργος Μαυρωτάς: 511 σκαλοπάτια περηφάνειας
Εύη Μωραϊτίδου: Τίποτα δεν χαρίζεται
Αγγελική Καραπατάκη: Τα κλειδιά / Το τρίτο οκτάλεπτο
Νικόλας Δεληγιάννης: Η σημασία του Μέντορα