Όταν ήμουν μικρή, μερικές φορές έβλεπα τένις στην τηλεόραση, στην «ΕΡΤ» που έβαζε Roland Garros.
Γενικότερα όμως, η κουλτούρα που επικρατούσε στο σπίτι ήταν μπασκετική.
Είμαστε έξι αδέρφια, τα τρία είναι αγόρια και όλα ασχολούνταν με το μπάσκετ, οπότε τις Κυριακές πηγαίναμε να δούμε τον μεγάλο μου αδερφό, ενώ σπίτι είχαμε και μια μπασκέτα και στον ελεύθερο χρόνο μας παίζαμε όλοι μπάσκετ.
Με το τένις εγώ ασχολήθηκα τελείως τυχαία. έκανα κολύμβηση, το κλασικό για την Ελλάδα “κάνουμε όλοι κολύμπι”, και το κολυμβητήριο συστεγαζόταν με τα γήπεδα του τένις.
Μια φίλη μου στο Δημοτικό μού έλεγε «έλα για τένις, έλα για τένις» και, καθώς οι γονείς μου είναι πολύ του αθλητισμού και προτιμούν να αθλούμαστε από να βλέπουμε τηλεόραση, όταν τους είπα να δοκιμάσω το τένις, με πήγαν. ήταν μάλιστα και δίπλα στο σπίτι μας.
Έως τότε κολυμπούσα, έπαιζα μπάσκετ και βόλεϊ, το είχα με τον αθλητισμό γενικά. μπάσκετ έπαιζα με τα αγόρια και κέρδιζα, στο κολυμβητήριο έβγαινα πάντα πρώτη, στο βόλεϊ με ζητούσαν να πάω στην τοπική ομάδα.
Κάπως έτσι ήταν και στο τένις, ξεκίνησα και άρχισα να κερδίζω τα τουρνουά στην Πρέβεζα, στη συνέχεια στην Ένωση Ηπείρου, στην κατηγορία των 12 ετών βγήκα δεύτερη στην Ελλάδα και στα 13 μου ήμουν πρώτη σε όλα τα Πανελλήνια Πρωταθλήματα που έπαιξα εκείνη τη χρονιά.
Ήμουν πρώτη και στα 14 μου, κάπου εκεί όλοι οι προπονητές από την Αθήνα ξεκίνησαν να προσεγγίζουν τη μαμά μου, «να τη φέρετε Αθήνα, να αρχίσει να παίζει και στην Ευρώπη», οπότε κάπως έτσι έγινε η αρχή.
Οι αδερφές μου είναι πιο πολύ των σπουδών, οι γονείς μας είναι αυτής της λογικής και μάλιστα στην αρχή ο μπαμπάς μου μου πήγε πολύ κόντρα, γιατί ήθελε να περάσω στο Πανεπιστήμιο και να σπουδάσω.
Το ίδιο συνέβη και με τους αδελφούς μου, μάλιστα τον έναν ήθελαν να τον εντάξουν στην Εθνική Παίδων, αλλά δεν τον άφησαν να πάει Αθήνα.
Με εμένα όμως, όπως φαίνεται, οι γονείς μου τα έκαναν όλα!
Στα 14 μου ξεσπιτωθήκαμε, ήρθαμε Αθήνα μαζί με τη μαμά μου και τον ένα μου αδερφό, τον επόμενο στη σειρά από εμένα, γιατί τότε πήγαινε Γ’ Λυκείου και η μητέρα μου σκέφτηκε να έρθει μαζί μας για να διαβάζει για τις Πανελλήνιες.
Το είχα με τη ρακέτα και τη μπάλα, τα κατάφερνα σε ένα άθλημα που θέλει συναρμογή αυτών των δύο. Όποτε βλέπω τον πρώτο μου προπονητή στην Πρέβεζα, τον Άκη Παπαδόπουλο, μου λέει «Δέσποινα, μου έχει μείνει αυτή η πρώτη φορά. Είχες καθίσει ώρες στο γήπεδο και χτυπούσες τη μπάλα». Επειδή ήμουν αθλητική, τα κατάφερνα και, όπως φαίνεται, διέθετα και κάποιο ταλέντο.
Αλλά τότε το έβλεπα σαν ένα παιχνίδι, ειδικά όταν κατέβηκα στην Αθήνα και άρχισα να παίζω στα τουρνουά, θυμάμαι τους γονείς των άλλων κοριτσιών αγχωμένους, ενώ εγώ το έβλεπα πάντα σαν παιχνίδι, αλλά ήταν και το πάθος μου που έπαιζα τένις.
Για παράδειγμα, τα Χριστούγεννα που είχε κάποια καμπ ή και το καλοκαίρι, εγώ έκανα προπονήσεις, γύριζα και διάβαζα μέχρι το βράδυ. κάθε φορά που γινόντουσαν σχολικές εκδρομές ή πάρτι και πήγαιναν οι φίλες μου, εγώ ζητούσα να μην πάω, για να παίξω σε τουρνουά.
Ταυτόχρονα, το τένις είναι ακριβό άθλημα, αλλά είχαν μιλήσει στη μητέρα μου και για την Αμερική και τις υποτροφίες σε πανεπιστήμια, οπότε ίσως είχε σκεφτεί ότι έχουμε και ένα “plan b” για σπουδές και εξέλιξη.
Μου αρέσει πολύ να είμαι πρώτη, είμαι πολύ ανταγωνιστική και κάτι τέτοιο συνέβαινε και στο σχολείο, δεν μπορούσα ποτέ να πάω αδιάβαστη, προτιμούσα να μην κοιμηθώ το βράδυ, τα έπιανα εύκολα τα μαθήματα (διάβαζα και μάθαινα την Ιστορία κλασικά “παπαγαλία”), πρόσεχα και πολύ στην τάξη, καθόμουν πρώτο θρανίο, οπότε τα κατάφερνα, αλλά στο Λύκειο στην Αθήνα δυσκολεύτηκα, καθώς πήγαινα σε πολλά τουρνουά.
Εκεί γύρω στα 15 μου άρχισα να παίζω και στην Ευρώπη, εκείνη τη χρονιά τερμάτισα τρίτη, τα πήγαινα πολύ καλά στα τουρνουά.
Μιλούσα και με παίκτες από το εξωτερικό, έβλεπα πόσο σοβαρά το παίρνουν, εγώ τότε πήγαινα στους αγώνες με τη μητέρα μου και εκείνοι έρχονταν με προπονητή και φυσικοθεραπευτή, έλεγα «ώπα, αυτές έρχονται εδώ με ομάδα, το βλέπουν σοβαρά, δεν είναι πια παιχνίδι».
Άρχισα κι εγώ να παρακολουθώ τένις, να το βλέπω πιο σοβαρά, μέχρι που ανέβηκα στην κατηγορία των 18 Juniors και έπαιξα τα Grand Slam της κατηγορίας.
Κάποια στιγμή έπαιξα ένα τουρνουά στην ακαδημία του Φερέρο, μετέπειτα προπονητή του Αλκαράθ, και βγήκα δεύτερη. οι πρώτες δυο του τουρνουά είχαμε τη δυνατότητα να μείνουμε μια εβδομάδα στην ακαδημία και στη συνέχεια μού πρότειναν υποτροφία.
Έως τότε όλα τα έξοδα, ταξίδια, προπονητές, διαμονή, όλα ήταν από χρήματα που πλήρωνε η οικογένειά μου.
Θυμάμαι τα υπόλοιπα κορίτσια να μένουν σε διαφορετικά από εμάς ξενοδοχεία και τότε δεν καταλάβαινα το γιατί, μέχρι που αντιλήφθηκα ότι εμείς πηγαίναμε στα οικονομικότερα. η μαμά μπορεί και να στερείτο στη διάρκεια του ταξιδιού, ώστε να κάνει οικονομίες.
Η μητέρα μου εργαζόταν στην τράπεζα και βγήκε εθελουσία, επειδή επιπλέον ήμασταν έξι παιδιά και τα τρία ανήλικα, και στην ουσία τα χρήματα που πήρε τα ξόδεψε για τα ταξίδια και τις προετοιμασίες μου, ενώ ο μπαμπάς μου συνέχισε να δουλεύει για να μας στηρίξει και εκείνος, οπότε αμφότεροι έκαναν θυσίες για εμένα.
Στην ακαδημία του Φερέρο πήρα μια υποτροφία που κάλυπτε το 60% των εξόδων μου και το υπόλοιπο μέρος, το οποίο κάλυπτε τον μισθό του προπονητή, τη διαμονή, τη διατροφή κτλ, ήταν των γονιών μου.
Αυτό όμως το 40% ήταν πιο μεγάλο έξοδο αναλογικά με τα έως τότε, γιατί προηγουμένως μέναμε σε ένα δωμάτιο με τη μητέρα μου, περνούσαμε οικονομικά και δεν πήγαινα σε τόσο πολλά τουρνουά, ενώ πλέον είχα μεγάλα και πολλά ταξίδια, πχ το Αυστραλιανό Open Junior στην Αυστραλία, τουρνουά στις Φιλιππίνες κτλ.
Σύμφωνα με το συμβόλαιο που έχω ακόμη με την ακαδημία του Φερέρο, όταν μπω στις πρώτες 100, θα πρέπει να επιστρέψω όσα έξοδα έγιναν για εμένα. πλέον είμαι Νο 93 στα διπλά και πρέπει να ξεκινήσω τις διαδικασίες.
Από πλευρά οικονομικών, αν είσαι στους πρώτους 100 των μονών παιχνιδιών, μπορείς να πεις «ζω άνετα», στο τένις “ζουν”μόνο οι πρώτοι 100 και οι πρώτοι 200 ας πούμε ότι τα καταφέρνουν. στη δεύτερη περίπτωση, ό,τι βγάζεις είναι για τα έξοδα του προπονητή κτλ, εκτός και αν έχεις σπόνσορα, κάτι το οποίο δεν ισχύει στη δική μου περίπτωση.
Όταν πήγα στην Ισπανία, ήταν πάρα πολύ δύσκολα για εμένα.
Βέβαια, εγώ είχα πάθει σοκ και μόνο που κατέβηκα από την Πρέβεζα στην Αθήνα. στην πόλη μου έπαιζα στις αλάνες, πήγαινα με το ποδήλατο στο σχολείο και στα διαλείμματα παίζαμε “κολόνες” και ποδόσφαιρο, ενώ αντίθετα στην Αθήνα το ποδήλατο δεν υπήρχε και στα διαλείμματα κάποιοι κάπνιζαν, μάλιστα θυμάμαι και ότι μια συμμαθήτριά μου είχε μείνει έγκυος στη Γ’ Γυμνασίου! Πολιτισμικό σοκ λοιπόν στην πρωτεύουσα, αλλά ήμουν με τη μαμά μου και τον αδερφό μου, οπότε ήταν πιο ήπιο.
Στην Ισπανία ήμουν εντελώς μόνη μου, δεν υπήρχαν τότε και τα μέσα του ίντερνετ, ώστε να μπορώ, όποτε το θέλω, να έχω επαφή με τους δικούς μου, έπρεπε να βρω τον υπολογιστή ελεύθερο στην υποδοχή της ακαδημίας, να μπω στο Skype και να είναι και οι δικοί μου εύκαιροι εκείνην την ώρα.
Ζόρικα ήταν και στο κομμάτι της επικοινωνίας, με εμένα να μην ξέρω να πω ένα «γειά, τι κάνεις;» στα ισπανικά και με τους Ισπανούς να μη μιλούν πολύ τα αγγλικά, καθώς τη μητρική τους τη μιλάει σχεδόν ο μισός πληθυσμός.
Δυσκολεύτηκα λοιπόν, όλο αυτό όμως με έκανε και σκληρή, με έκανε αυτό που είμαι σήμερα.
Είχα και έχω ψυχολόγο, σε εκείνες τις δύσκολες περιόδους ήταν ψυχολόγος ζωής, ήμουν μόνη μου και οι γονείς μου δεν γνώριζαν, προσπαθούσαν να με βοηθήσουν, αλλά η βοήθειά τους, την οποία προφανώς την εκτιμώ πάρα πολύ, γιατί χωρίς εκείνους δεν θα ήμουν πουθενά, δεν ήταν αρκετή, τους έκανα ερωτήσεις και μου απαντούσαν με άλλες ερωτήσεις, προσπαθούσαμε να βρούμε απαντήσεις μόνοι μας και δεν ξέραμε πού.
Αυτό που με κρατούσε “ζωντανή” είναι ότι πήγαινα καλά στο τένις, μου έλεγαν «μπράβο» και χαιρόμουν, ενώ στο εξάμηνο έμαθα και ισπανικά, έκανα και φιλίες, δεν είχα θέμα πλέον.
Μόλις όμως άρχισα να αποδίδω, άρχισαν να μου βάζουν πίεση, «πρέπει να τα πας ακόμα καλύτερα, αλλιώς θα σου κόψουμε το συμβόλαιο». ήμουν δυο χρονιές εκεί και έπαιζα επαγγελματικά, στα 18 μου ήμουν Νο 350 στη βαθμολογία, κάτι που μόνο οκτώ κορίτσια σε όλον τον κόσμο είχαν καταφέρει, αλλά στα 19 μου μου έβαλαν μεγάλη πίεση και… κλάταρα, δεν άντεξα, εκείνη τη χρονιά δεν τα πήγα καθόλου καλά, είχα εφιάλτες ότι θα μου κόψουν το συμβόλαιο και δεν θα μπορώ να παίζω άλλο τένις.
Εκείνη τη χρονική περίοδο μάλιστα σε κάποιες περιπτώσεις περνούσα τη Λένα Δανιηλίδου, η οποία είχε ήδη διακρίσεις, και γινόμουν η Νο 1 Ελληνίδα. Όταν όμως βρέθηκα στην Ιταλία και είχα έναν σοβαρό τραυματισμό στο γόνατο, με πέρασε η Μαρία Σάκκαρη, η οποία είναι τέσσερα χρόνια μικρότερή μου.
Στα 19 μου βρέθηκα σε κάποια τουρνουά και συνάντησα έναν Ιταλό προπονητή, ο οποίος με είδε να παίζω, με εκθείασε, πράγμα που μου φάνηκε παράξενο, γιατί είχα πίεση υπερβολική και την αυτοπεποίθησή μου στα πατώματα, αρχίσαμε να μιλάμε, μου πρότεινε να πάω Ιταλία και τα βρήκαμε και στον οικονομικό τομέα.
Υπήρχε ήδη ένα κακό κλίμα στην Ισπανία, αλλά η αλήθεια είναι ότι οι ακαδημίες λειτουργούν με τα αποτελέσματα, εγώ εκείνη την περίοδο δεν τα έφερνα και, κάθε φορά που δεν τα πήγαινα καλά, μου έλεγαν «φέτος τελειώνει το συμβόλαιό σου και δεν θα στο ανανεώσουμε».
Ήταν τέτοια λοιπόν η κατάσταση που αποφάσισα να σπάσω το συμβόλαιό μου μόλις τέσσερεις μήνες πριν τη λήξη του, ακόμα και αν έπρεπε να τους πληρώσω, δεν μπορούσα να μείνω ούτε μια μέρα παραπάνω, δεν ήξερα πώς να το διαχειριστώ και από την πλευρά τους η αντιμετώπιση ήταν απαράδεκτη!
Στην Ιταλία πήγα σε μια μικρή πόλη και εμπιστεύτηκα κάποιον που μπορούσα να πληρώσω.
Η επιλογή μου όμως ουσιαστικά ήταν λανθασμένη, γιατί το καλό είναι και ακριβό, το ακριβό εγώ δεν μπορούσα να το συντηρήσω, οπότε απευθυνόμουν σε προπονητές που δεν ήταν αρκετά καλοί και όλο αυτό με έκανε να βελτιώνομαι πιο αργά.
Αν συγκρίνω την κατάστασή μου, για παράδειγμα, με τη Μαρία Σάκκαρη, με την οποία μεγαλώσαμε μαζί, εκείνη ανέβηκε σχετικά γρήγορα, γιατί η μαμά της είχε παίξει τένις, ήξερε τις καταστάσεις, ήξερε ποιος προπονητής ήταν καλός και πήγε κατευθείαν στοχευμένα, υπήρχε και το οικονομικό backround, χωρίς να θέλω να υπονοήσω κάτι, τη Μαρία την αγαπώ πάρα πολύ, απλώς εγώ είχα μπροστά μου έναν λαβύρινθο.
Αν και τον προπονητή που με κοουτσάρισε στην Ιταλία τον εκτιμώ πολύ κι εκείνος με έχει σαν κόρη του, πρέπει να παραδεχτώ ότι δεν ήταν πολύ καλός προπονητικά και οπισθοχώρησα, ξεκίνησα από χειρότερη θέση, στα τουρνουά έπαιζα πλέον από τα προκριματικά και όλο αυτό με επιβάρυνε ψυχολογικά, κάτι που είναι “το Α και το Ω”.
Πήρα κάποια στιγμή βέβαια “τα πάνω μου”, αλλά πήγαινα αργά, είχα φτάσει Νο 350 στην Ισπανία, την κακή χρονιά πήγα Νο 700 και έφτασα Νο 320 μετά από δυόμισι χρόνια.
Πάντως, είχα μάθει τα Ιταλικά, ήταν μικρή ακαδημία, ήμουν η καλύτερη παίκτρια κάτι που μου ‘δινε αυτοπεποίθηση, αλλά το να μου λένε «τι καλή παίκτρια που είσαι» δεν σήμαινε τίποτα για εμένα, γιατί με ενδιάφερε μόνο να επιστρέψω σε καλό ranking.
Κάποια στιγμή τραυματίστηκα σοβαρά στο γόνατο και διαπίστωσα ότι ο προπονητής μου δεν το διαχειρίστηκε καλά, δεν είχε εμπειρία, οπότε αποφάσισα να φύγω, επέστρεψα στην Ελλάδα να κάνω φυσικοθεραπείες με το κύριο Καρβουνίδη και γυμναστική με τον κύριο Αναγνώστου, έμεινα εννέα μήνες και άρχισα να συνέρχομαι.
Αν και ήμουν με τους δικούς μου και περνούσα ωραία, μέσα μου μου έλειπε κάτι, ήμουν πλέον μεγάλη και έβλεπα τον χρόνο να περνάει, έβλεπα τις παίκτριες που κέρδιζα να με κερδίζουν και να ανεβαίνουν, είμαι και ένα άτομο με εγωισμό, δεν μου άρεσε να με περνάνε, να μην είμαι καλά στη βαθμολογία, οπότε είπα «τέλος, θα γυρίσω Ισπανία, ό,τι ηλικία και αν είμαι, θα το κάνω για εμένα».
Αλλά το σκεφτόμουν, γιατί ακόμη οι γονείς μου πλήρωναν, έχω και άλλα αδέρφια, οπότε δεν ήθελα να είμαι βάρος, να δίνουν σε εμένα χρήματα, ενώ πρέπει να υποστηρίξουν και τα αδέρφια μου, αλλά μου έλειπε πάρα πολύ, είπα στους γονείς μου ότι ήθελα να το κάνω και τους ρώτησα «πόσα μπορούμε να δώσουμε, μέχρι πού μας παίρνει;».
Οπότε ξαναπήγα Ισπανία, ίσως έπαιζα λιγότερα τουρνουά, το πήγα έτσι, σιγά-σιγά συνέχισα και μου πήρε έναν χρόνο να φτάσω στους στόχους μου.
Τα όνειρα πάντα είναι μεγάλα, σε αυτά ανήκει και η κατάκτηση ενός Grand Slam, είναι όνειρο ζωής. για παράδειγμα η Μουγκουρούθα, με την οποία παίξαμε και ήμασταν σχεδόν ισάξιες, έχει πάρει, η Κασάτκινα, με την οποία παίξαμε και επίσης ήταν ντέρμπι, έχει πάει Τελικό Roland Garros.
Ο ρεαλιστικός μου στόχος είναι σίγουρα να είμαι μεταξύ των πρώτων 100 στα μονά και τα διπλά, στη δεύτερη περίπτωση μάλιστα είμαι ήδη και πάω για το τοπ 50.
Στην κατηγορία αυτή, τα διπλά, παίζω συχνά με τη Βαλεντίνη Γραμματικοπούλου, επειδή είμαστε στην ίδια βαθμολογία πάνω-κάτω, παίζουμε στα ίδια τουρνουά, είμαστε και οι δύο Ελληνίδες, παίξαμε μάλιστα με την Εθνική και ανεβήκαμε κατηγορία, δεν χάσαμε ένα ματς, οπότε είπαμε να παίξουμε μαζί και στην Κολομβία και κερδίσαμε το τουρνουά.
Αλλά στην Αργεντινή, όπου κι εκεί κέρδισα το τουρνουά, αγωνιζόμουν με άλλη παίκτρια, δεν παίζω δηλαδή συνέχεια με τη Βαλεντίνη, όπου μπορούμε όμως το κάνουμε.
Το πρώτο μου Grand Slam το έπαιξα στο US Open το 2021 και αποτέλεσε τη σημαντικότερη στιγμή της καριέρας μου. Εκτός από το ότι ήμουν στο US Open, εκτός από το ότι η Νέα Υόρκη είναι η Νέα Υόρκη, έκανα και νίκη, συνάντησα τους φοβερούς παίκτες από κοντά, είδα το όνομά μου γραμμένο σε ένα τόσο ιστορικό τουρνουά.
Όλα αυτά με έκαναν να θυμηθώ ότι προέρχομαι από μια μικρή πόλη, την Πρέβεζα, και ότι όλοι μου οι κόποι άξιζαν! Η συγκίνηση ήταν μεγάλη!
Τα Grand Slam είναι κάτι το μαγικό, είναι το όνειρο κάθε τενίστα, είναι σαν να λέμε NBA ή Champions League. εκεί βλέπεις τους καλύτερους, τρως με τους καλύτερους, μπορεί να κάνει δίπλα σου προπόνηση ο Τζόκοβιτς, με τον οποίον όντως στο Wimbledon προπονούμασταν δίπλα-δίπλα, πηγαίνεις στα αποδυτήρια και βρίσκεις την -νούμερο ένα- Ίγκα Σφίοντεκ, βρίσκεσαι δηλαδή μαζί με την αφρόκρεμα του αθλήματός σου, γεγονός που σε κάνει να νιώθεις ότι έχεις πετύχει.
Και σε αυτά τα τουρνουά Grand Slam βρισκόμαστε με τη Μαρία Σάκκαρη και τον Στέφανο Τσιτσιπά, στο Τόκιο ήμουν επίσης με τη Μαρία, μιλάμε κατά τη διάρκεια των προπονήσεων, μου δίνουν συμβουλές και είναι τιμή για εμάς να είμαστε κοντά σε δύο παίκτες που έφεραν το τένις τόσο ψηλά όσο κανείς άλλος στην Ελλάδα, κάτι που δεν το είχε φανταστεί κανείς!
Πολλές φορές σκέφτομαι μήπως είμαι “μαζοχίστρια”, τόσα χρόνια έχω περάσει άσχημα πράγματα, αντίξοες συνθήκες, οικονομικές δυσκολίες, παρόλ’ αυτά δεν τα παράτησα ποτέ, γιατί το τένις μού αρέσει πάρα πολύ, όπως και ο ανταγωνισμός, έχω μεγάλο έρωτα για το άθλημα.
Και, ούσα πιο κοντά στους στόχους μου από ποτέ και ψυχολογικά στα καλύτερά μου, έχω “κολλήσει” ακόμα περισσότερο, προσέχω πιο πολύ και τον τρόπο που γυμνάζομαι, μπορεί δηλαδή να μην κάνω πια έξι ώρες προπόνηση, όπως όταν ήμουν νεότερη, αλλά πλέον παίζω έξυπνα, γιατί είμαι και πιο ώριμη.
Όσον αφορά μάλιστα στην ηλικία, θεωρώ ότι αυτή μπορεί να σε σταματήσει, μόνο αν εσύ την αναγάγεις σε εμπόδιο. Εάν θέλεις κάτι πολύ, το πετυχαίνεις.
Θα αναφερθώ, για παράδειγμα, σε τενίστριες που γέννησαν και επέστρεψαν, κάποιες μάλιστα στο καλύτερό τους επίπεδο, κάτι που σημαίνει ότι με θέληση όλα γίνονται, όπως η Ουίλιαμς και η Βοζνιάκι που έχουν δύο παιδιά, η Οσάκα και η Αζαρένκα επίσης με παιδί.
Βέβαια, εάν δω στο μέλλον ότι το σώμα μου δεν μπορεί άλλο, θα επικεντρωθώ στα διπλά.
Ολοκληρώνοντας την καριέρα μου, σίγουρα θα κάνω κάτι σχετικό με το άθλημά μου που το λατρεύω, δεν ξέρω εάν θα είναι μια ακαδημία, μια σχολή στην Πρέβεζα ή κάπου αλλού, αλλά θέλω πολύ να βοηθήσω τα μικρά παιδιά και την πόλη μου, να αναπτυχθεί κι εκεί το τένις, αναμφισβήτητα ένα από τα πιο σημαντικά κεφάλαια της ζωής μου.
Η Δέσποινα Παπαμιχαήλ είναι αθλήτρια του τένις.
Επιμέλεια κειμένου: Ζέτα Θεοδωρακοπούλου
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Βασιλική Καλογεροπούλου: Είμαι, Σκέφτομαι, Θέλω!
Γιώργος Καλοβελώνης: Οικοδομή ή Τένις
Γιώργος Παναγιωτόπουλος: Δύο Κόσμοι / Μαρία Σάκκαρη: Πάθος!
Κώστας Περγαντής: Παίζοντας το παιχνίδι / Νίκος Σισμανίδης: Ο λιγομίλητος Τσιτσιπάς