Δεν νομίζω ότι κάποιος σού λέει να αγαπήσεις κάτι. Το ίδιο σου το σώμα, ο ίδιος σου ο εαυτός σε καθοδηγούν.
Εγώ, για παράδειγμα, από μωρό κλοτσούσα ό,τι έβρισκα στο διάβα μου.
Εκείνα τα χρόνια όμως και η Θεσσαλονίκη ήταν αλλιώς, μπορούσες να παίξεις στα πάρκα και τις πλατείες. Αν μαζευόμασταν, παίζαμε όλη την ημέρα.
Βέβαια, πηγαίναμε και με τον πατέρα μου στο γήπεδο και παρακολουθούσαμε αγώνες.
Η πρώτη μου εγγραφή σε ομάδα ήταν στον ΠΑΟ Διοικητηρίου, ομάδα στην οποία πήγαμε μαζί με τους φίλους μου και συναντήσαμε ανθρώπους που μας δίδαξαν, ήταν παιδαγωγοί, και μαζί τους περάσαμε όμορφα παιδικά ποδοσφαιρικά χρόνια, κάτι για το οποίο νιώθω τυχερός.
Το πρώτο μου συμβόλαιο το έκανα με τον ΠΑΟΚ.
Ήμουν μέλος των μεικτών της ΕΠΣΜ και είχα βάλει κάποια γκολ σε ένα φιλικό με τον ΠΑΟΚ, οπότε ο Κούλης Αποστολίδης εισηγήθηκε την απόκτησή μου, με την προϋπόθεση να πάω αμέσως δανεικός.
Ήξερα ότι, υπογράφοντας, δεν θα ήμουν στην πρώτη ομάδα και η αλήθεια είναι ότι ήμουν ακόμη αρκετά αδούλευτος, ενώ και υστερούσα σε μυϊκή δύναμη.
Πήγα στον Ποσειδώνα Μηχανιώνας στη Γ΄ Εθνική, με προπονητή τον Στράτο Βουτσακέλη, με τον οποίον δούλεψα πολύ μαζί και με βοήθησε.
Βέβαια, δεν έπαιξα πολύ την πρώτη χρονιά και έτσι αποφάσισα να μείνω και την επόμενη.
Εκείνο το καλοκαίρι ο ΠΑΟΚ αδράνησε και δεν ανανέωσε τον δανεισμό μου, με αποτέλεσμα στην πορεία αυτό να μου δώσει τη δυνατότητα να είμαι ελεύθερος και να αποφασίσω εγώ, μετά τη δεύτερη καλή σεζόν που έκανα με τη Μηχανιώνα, πού θα πάω.
Έκανα μια τρομερή εκκίνηση στο Κύπελλο, πέτυχα γκολ, νίκες και προκρίσεις επί της ΑΕΚ και της Παναχαϊκής, ενώ είχα σκοράρει και το γκολ κόντρα στον Ηρακλή, όταν αποκλειστήκαμε με 2-1 στο 94′ με το γκολ του Στολτίδη.
Ήταν λογικό το καλοκαίρι να “πέσουν” πάνω μου αρκετές ομάδες από την Α΄ Εθνική.
Εγώ επέλεξα την Ξάνθη, αφενός λόγω της προσέγγισης και αφετέρου λόγω της φιλοσοφίας που είχε να πουλάει τους καλούς παίκτες.
Ήμουν 19 και το είδα ως ένα σκαλοπάτι στην καριέρα μου.
Οι “πέντε εποχές” της Ξάνθης
Στην Ξάνθη με βοήθησε πολύ ο Μαντζουράκης, θα τον χαρακτήριζα τον άνθρωπο που με πίστεψε πιο πολύ και σε διαφορετικές περιόδους στην Ξάνθη, γιατί ένας τραυματισμός με έφερε πίσω και έπρεπε πάλι να ξεκινήσω από την αρχή.
Με το που πήγα, έπαιξα τα 15 πρώτα παιχνίδια βασικός, κλήθηκα στην Εθνική Ελπίδων.
Θυμάμαι παίξαμε ένα φιλικό με την Ανδρών, κερδίσαμε 2-1 και όλοι έλεγαν ότι εκείνη η φουρνιά με Σεϊταρίδη, Αμανατίδη, Κατσουράνη θα άφηνε εποχή. Και όντως αρκετοί από αυτούς πρωταγωνίστησαν στο Euro 2004.
Απλώς, λόγω ενός τραυματισμού (ρήξη πρόσθιου χιαστού) στις αρχές του δεύτερου γύρου, έχασα το υπόλοιπο της σεζόν και θα έλεγα και το πρώτο της επόμενης, γιατί, έχοντας άγνοια από σοβαρούς τραυματισμούς, δεν έκανα καλή αποκατάσταση.
Αντί να είμαι το καλοκαίρι στα γυμναστήρια και να δουλεύω πυρετωδώς, ώστε να εμφανιστώ έτοιμος, έκανα το αντίθετο.
Όταν γύρισα από τις διακοπές και ενσωματώθηκα στην προετοιμασία, ήμουν φανερά ανέτοιμος.
Έχασα ένα εξάμηνο, για το οποίο θα πρέπει να παραδεχτώ ότι δικαιολογημένα δεν έπαιζα, ήμουν σε κακή κατάσταση, ενώ ταυτόχρονα ήταν και μια περίοδος που στην Ξάνθη άλλαζαν συνεχώς προπονητές, με συνέπεια να μην είχε και την καλύτερη πορεία η ομάδα.
Στα δυο χρόνια ανανέωσα το συμβόλαιό μου και στην τετραετία πάνω (είχα άλλον έναν χρόνο) με φώναξε ο Πανόπουλος να το επεκτείνω και δεν δέχθηκα. Ήμουν παραγκωνισμένος, ως μια μορφή πίεσης για να υπογράψω.
Το έφερε έτσι η μοίρα όμως που επέστρεψα, γιατί η ομάδα το είχε ανάγκη, ήταν σε δεινή βαθμολογική κατάσταση και έπαιξα όλα τα παιχνίδια.
Την πέμπτη μου σεζόν εκεί ήρθε ξανά ο κύριος Ματζουράκης, ήταν η καλύτερη χρονιά της Ξάνθης, η ομάδα βγήκε τέταρτη για πρώτη φορά στην ιστορία της, εγώ ήμουν πρώτος σε λεπτά συμμετοχής και έτσι πήρα μεταγραφή.
Παραλίγο Αθήνα, τελικά Θεσσαλονίκη
Ήταν το χρονικό σημείο στην καριέρα μου που θα μπορούσα να πάω σε έναν μεγάλο σύλλογο της Αθήνας, αλλά οι συγκυρίες, τα ρόστερ (ήταν πλήρεις στο κέντρο) δεν το επέτρεψαν.
Πήγα τελικά στον Ηρακλή, ήταν τότε ο Σάββας Κωφίδης που με πίστεψε και μαζί του κάναμε μια εκπληκτική χρονιά, βγήκαμε στην Ευρώπη και καταφέραμε να σπάσουμε το σερί των 13 νικών της εποχής Χατζηπαναγή στο Καυταντζόγλειο.
Για δεύτερη σερί χρονιά ήμουν πρώτος σε λεπτά συμμετοχής στην ομάδα μου, μάλιστα είχα ξεπεράσει ακόμα και τους τερματοφύλακες που συνήθως δεν βγαίνουν!
Τη δεύτερη χρονιά ο Ηρακλής, έχοντας πολλούς παίκτες με τραυματισμούς (εγώ, ο Κατσαμπής) αλλά και άλλους να έχουν φύγει (ο Επαλέ, ο Γεωργιάδης), βρέθηκε να κυνηγάει την παραμονή του.
Μετά το ευρωπαϊκό παιχνίδι με τη Βίσλα, ήρθε το δεύτερο χειρουργείο μου και αναγκάστηκα να πάω στη Γερμανία για θεραπεία στον χόνδρο.
Αν δεν ήταν ο κύριος Γκοδόλιας, τον οποίον θέλω να ευχαριστήσω, δεν θα μπορούσα να παίξω ποδόσφαιρο για πολλά χρόνια ακόμα (ήμουν τότε 27 ετών). Είχα την τύχη να τον γνωρίσω στην Ξάνθη και με παρότρυνση του Γιάννη Παπαδημητρίου πήγα εκεί και κατάφερα να συνεχίσω να παίζω ποδόσφαιρο.
Τη δεύτερη χρονιά στον Ηρακλή κοινώς δεν έπαιξα καθόλου, επέστρεψα τις τελευταίες αγωνιστικές που η ομάδα ήταν με την πλάτη στον τοίχο, κάναμε πέντε νίκες και μια ισοπαλία, η ομάδα σώθηκε και ακολούθησε η μεταγραφή μου στον Άρη.
Από το Χαριλάου στην Αφρική
Εκεί οι χρονιές μου ήταν… περίεργες. Είχα καλές σεζόν, είχα χρονιές που δεν υπήρχα, στο τέλος πρωταγωνίστησα, μετά πάλι εξαφανίστηκα.
Ξεκίνησα με Ολίβα, ο οποίος έφυγε μετά την ισοπαλία στην πρεμιέρα με τον Πανιώνιο, και στη συνέχεια ανέλαβε ο Μπάγεβιτς.
Με τον Μπάγεβιτς ήταν η χρονιά που είχαμε ένα πλούσιο ρόστερ, παίζαμε πολλά παιχνίδια στην Ελλάδα (φτάσαμε μέχρι τον Τελικό του Κυπέλλου) αλλά και στην Ευρώπη (μπήκαμε στους ομίλους).
Επομένως παίζαμε όλοι! Μπορεί να έπαιζες στην Ευρώπη και να μην έπαιζες στο Πρωτάθλημα. Μπορεί να έπαιζες στο Πρωτάθλημα και να μην έπαιζες στην Ευρώπη.
Ακολούθησαν μερικές χρονιές που ήμουν μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας. Δεν ξέρω αν έφταιγα εγώ ή οι προπονητές, αλλά, ό, τι κι αν έκανα, δύσκολα έπαιρνα χρόνο συμμετοχής.
Όχι μόνο εγώ, και οι υπόλοιποι Έλληνες ήταν σε δεύτερη μοίρα εκείνη την εποχή. Ερχόντουσαν παίκτες με μεγάλα συμβόλαια που έπρεπε να παίξουν και εμείς περιμέναμε τη σειρά μας, μόνο αν αποτύγχανε η ομάδα, κατά κάποιον τρόπο.
Μας έβαλαν να παίξουμε στο τέλος, όταν η ομάδα, για να βγει στην Ευρώπη, έπρεπε να κάνει πέντε σερί νίκες. Πράγματι το καταφέραμε, αλλά εξαιτίας του διπλού της Λάρισας στον Ολυμπιακό δεν εξασφαλίσαμε ευρωπαϊκό εισιτήριο.
Χάρη στον τρόπο με τον οποίον ολοκλήρωσα τη σεζόν, μου έγινε ανανέωση. Θεώρησαν ότι είχα αδικηθεί και μου πρότειναν τριετία.
Στο ξεκίνημα πάλι δεν έπαιζα, παρότι ήταν ο ίδιος προπονητής με το καταπληκτικό φινάλε στο οποίο απέδειξα ότι μπορώ να αντεπεξέλθω. Μέχρι να φύγει, ο Μαζίνιο δεν είχα χρόνο.
Με την έλευση του Κούπερ, τα πράγματα άλλαξαν για μένα. Άρπαξα από τα μαλλιά την ευκαιρία που μου έδωσε, καθιερώθηκα, σε σημείο μάλιστα που κλήθηκα στην Εθνική και ήμουν παρών στο Μουντιάλ του 2010. Με βοήθησε πολύ ο Κούπερ, έμαθα πολλά πράγματα.
Το κομβικό ματς για μένα ήταν αυτό με τον Ολυμπιακό, η νίκη με 1-0 τον Δεκέμβριο του 2009. Πριν από αυτό, για ένα σχεδόν γύρο ήμουν μεταξύ αποστολής και κερκίδας, μάλιστα είχαν ενημερώσει τον μάνατζέρ μου να ψάχνουμε ομάδα εν όψει Γενάρη.
Βέβαια, για να είμαι ειλικρινής, και ο Κούπερ αναγκάστηκε να με βάλει σε εκείνο το παιχνίδι, γιατί είχε ξεμείνει από αμυντικά χαφ (είχε σπάσει το σαγόνι του ο Βιτόλο).
Στο ποδόσφαιρο χρειάζεται και η τύχη, αλλά γενικά στην καριέρα μου είχα συνηθίσει να παίζω με την πλάτη στον τοίχο.
Και στην Ξάνθη, πριν με επαναφέρουν, δεν είχα πάει προετοιμασία, έκανα προπόνηση μόνος μου και κλήθηκα να παίξω μετά από καιρό σε ένα ΠΑΟΚ-Ξάνθη, μάλιστα παίζοντας ως αριστερό μπακ πάνω στον Σαλπιγγίδη.
Γενικά είχα άγνοια κινδύνου και αυτοπεποίθηση, ακόμα και σε δύσκολες περιόδους.
Ο παίκτης πρέπει πάντα να κοιτάζει και πίσω και μπροστά, ώστε να παίρνει μαθήματα από τα λάθη του και να θυμάται τις δυσκολίες και τις ευκαιρίες που δεν παρουσιάζονται συνέχεια. Εγώ φρόντιζα να είμαι, σωματικά κυρίως, στην καλύτερη δυνατή κατάσταση, για να μην δώσω “πάτημα” να πουν «ορίστε, του δώσαμε ευκαιρία και μας δικαίωσε που δεν έπαιζε».
Η κλήση μου στην Εθνική ήταν έκπληξη, αν αναλογιστεί κανείς ότι δεν είχα παίξει καθόλου τον πρώτο γύρο.
Βέβαια, η ομάδα έκανε πολύ καλό δεύτερο γύρο, έφτασε μέχρι τον Τελικό Κυπέλλου με τον Παναθηναϊκό και, θυμάμαι, μου είχε πει ο βοηθός του κυρίου Ρεχάγκελ ότι ο Τελικός θα ήταν το κριτήριο για την κλήση μου.
Πήγα πολύ καλά στον αγώνα, παρότι δεν τα καταφέραμε, και μετά και από ένα γκολ με την ΑΕΚ στα play off ήρθε η κλήση μου.
Ήταν μια καταπληκτική εμπειρία και ένα όνειρο ζωής. Το ευχάριστο επίσης ήταν ότι, όταν πήγα, συνάντησα ένα γνώριμο περιβάλλον, με παίκτες που ήμασταν μαζί στην Ελπίδων, είχα παίξει με αρκετούς από αυτούς, οπότε ήταν εύκολο να προσαρμοστώ.
Όταν επιστρέψαμε, δυστυχώς ήρθε ένας νέος τραυματισμός για μένα που με πήγε πίσω, γιατί έχασα ένα τρίμηνο.
Ήταν το τρίτο μεγάλο χειρουργείο που έκανα, αλλά με καλύτερα μυαλά αυτή τη φορά. Στον Ηρακλή και στην Ξάνθη γύρισα πολύ νωρίς, αυτή τη φορά αφοσιώθηκα στο πρόβλημα που είχα, κατέβηκα μάλιστα στην Αθήνα και τον κύριο Παυλίδη, κάνοντας ατέλειωτες ώρες ενδυνάμωσης.
Το πλήρωμα του χρόνου
Μετά την τελευταία μου χρονιά στον Άρη, προτίμησα να αποχωρήσω, αφού κατάλαβα ότι δεν ήμουν στα πλάνα του προπονητή και της διοίκησης, και το καλοκαίρι του 2012 πήγα στον Πανθρακικό, επέστρεψα στην Ξάνθη, όπου συνδύασα την παρουσία μου με μια ακόμα ευρωπαϊκή έξοδο, πήγα για λίγο στην Καβάλα και εκεί, επειδή το σώμα μου χρειαζόταν καλύτερες συνθήκες, οι οποίες όμως δεν υπήρχαν, αποφάσισα να σταματήσω το ποδόσφαιρο σε ηλικία περίπου 35 ετών.
Συνήθως οι ποδοσφαιριστές, όταν σταματούν, έχουν μια πικρία, ότι δηλαδή θα μπορούσαν να τα είχαν πάει και καλύτερα.
Εγώ αυτό το συναίσθημα δεν το είχα, γιατί από τις επεμβάσεις στο αριστερό μου γόνατο κατάλαβα ότι, για να παίξω σε καλό επίπεδο, χρειάζεται πολύ μεγάλη προσπάθεια, καθώς με εγκατέλειπε το σώμα μου.
Οι φυσικές αντοχές και τα τρεξίματα πιστεύω ότι ήταν κάτι έμφυτο και ίσως, αν δεν είχα σοβαρούς τραυματισμούς, να μπορούσα να παίξω κάποια χρόνια ακόμα.
Δεν είχα όμως την τύχη να μην έχω καθόλου τραυματισμούς, οπότε, σταματώντας, ένιωσα ότι είχε έρθει το πλήρωμα του χρόνου, δεν είχα δεύτερες σκέψεις.
Από το ποδόσφαιρο βγήκα κερδισμένος, έχω ευχάριστες αναμνήσεις, έκανα φιλίες ζωής με συμπαίκτες, όπως ο κουμπάρος μου, Σταύρος Λαμπριάκος, ο Γιάννης Παπαδημητρίου, με τον οποίον ξεκινήσαμε από παιδιά μαζί και περάσαμε πολλές δυσκολίες, ο Σηφάκης, με τον οποίον ήμασταν “δωμάτιο”.
Ενώ, όσον αφορά στους προπονητές με τους οποίους συνεργάστηκα, πάντα θα ξεχωρίζω, χωρίς να θέλω να αδικήσω κάποιον, τον Μαντζουράκη, ο οποίος με βοήθησε να καθιερωθώ στο υψηλότερο επίπεδο, τον Βουτσακέλη, ο οποίος με πήρε από παιδάκι και με βοήθησε σε κομμάτια τακτικής, και φυσικά τον Κούπερ, ο οποίος με βοήθησε να φτάσω ως την Εθνική.
Με αγαπάει ο κόσμος της Θεσσαλονίκης, του Άρη κυρίως, καθώς εκεί είχα τα περισσότερα χρόνια.
Είμαι και από παιδί οπαδός του Άρη, παρόλ’ αυτά για μένα σημασία έχει τι προσφέρεις στο γήπεδο.
Στα πρώτα μου παιχνίδια με την ομάδα βέβαια είχα ένα άγχος που δεν το είχα στις άλλες ομάδες, σαν να ήθελα να αποδείξω κάποια πράγματα. Ευτυχώς το απέβαλα γρήγορα, ώστε να κάνω αυτά που πρέπει και όχι να προσπαθώ να κάνω παραπάνω, γιατί κάτι τέτοιο χαλάει την ισορροπία και φέρνει το αντίθετο αποτέλεσμα.
Ταυτόχρονα, το να είσαι οπαδός μιας ομάδας θέλει διαχείριση, γιατί -ειδικά στα μεγάλα παιχνίδια- βλέπεις τον κόσμο στην κερκίδα και νιώθεις ότι κι εσύ έχεις βρεθεί σε ανάλογες καταστάσεις.
Το κομμάτι της τοπικής αυτοδιοίκησης προέκυψε λόγω του Στέλιου Αγγελούδη, πίστεψα στο όραμα που έχει για την πόλη και, από τη στιγμή που εκλέχτηκα Δημοτικός Σύμβουλος, βοηθάω όσο μπορώ και προσπαθώ να γίνω κομμάτι μιας αλλαγής που έχει ανάγκη η Θεσσαλονίκη. με την πολιτική δεν έχω καμία σχέση και, αν ο Αγγελούδης ήταν πίσω από μια παράταξη, το πιο πιθανό είναι να μην είχα κατέβει.
Μπορεί να μην έχω μείνει στον χώρο του ποδοσφαίρου, αλλά για μένα το άθλημα αυτό δεν σταματάει ποτέ, είναι μέρος της ζωής μου. πάντα παρακολουθώ τον Άρη, την Εθνική, γενικά βλέπω πολλά παιχνίδια.
Απλώς, στη φάση που σταμάτησα, ήθελα να αφοσιωθώ στην οικογένειά μου και να δω ποιο θα είναι το επόμενο βήμα.
Σκέφτηκα ότι, για παράδειγμα, το να γίνω προπονητής καριέρας θα με έφερνε σε μια κατάσταση με συνεχείς μετακινήσεις και ήθελα να το αποφύγω.
Δεν έχω αποκλείσει όμως την ενασχόλησή μου με το ποδόσφαιρο, το γήπεδο είναι ο φυσικός μου χώρος, οπότε δεν αποκλείεται στο μέλλον να βρεθεί κάτι που να με εμπνέει…
Ο Σάκης Πρίττας είναι πρώην διεθνής ποδοσφαιριστής.
Επιμέλεια κειμένου: Αλέξης Σαββόπουλος
Photo credits: Ραφαήλ Γεωργιάδης
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Κώστας Χαλκιάς: Γιατί σταμάτησες;
Κρίστι Βανγκέλι: Στο ρουθούνι του Κριστιάνο Ρονάλντο
Γιώργος Κολτσίδας: Έτσι έπρεπε να ήμουν