Ήμουν 11 ετών, όταν έπιασα τη μπάλα του βόλεϊ στα Γρεβενά, τον τόπο που μεγάλωσα.
Υπήρχαν κάποιοι ρομαντικοί εκεί τότε που ασχολούνταν με το βόλεϊ και έκαναν “παιδομάζωμα” στα σχολεία, μας ρώτησαν «ποιος θέλει να παίξει βόλεϊ;», σήκωσα το χέρι μου, πήγα στην πρώτη προπόνηση και δεν ξανάφυγα ποτέ από το γήπεδο.
Ήταν έρωτας με την πρώτη… μπαλιά.
Υπήρχε μια φουρνιά αθλητών πριν από εμένα που έπαιζε βόλεϊ σε καλό επίπεδο, αλλά στη δική μου ήμουν εγώ αυτός που συνέχισε, προχώρησε και τελικά το έκανε επάγγελμα.
Και ήμουν το παιδί που πήγαινε συνέχεια στο γήπεδο για προπόνηση με τη σχολική τσάντα στον ώμο.
Ήθελα να προχωρήσω και, για να τα καταφέρω, έπρεπε να περάσω στο Πανεπιστήμιο, γι’ αυτό και ήμουν παράλληλα καλός μαθητής, οπότε διάβαζα και μέσω Πανελληνίων πέρασα ΤΕΦΑΑ Αθηνών.
Αυτό ήταν το πρώτο βήμα για να κάνω το όνειρό μου πραγματικότητα και να γίνω επαγγελματίας αθλητής βόλεϊ. Αυτό θα μπορούσε να γίνει μόνο στην πρωτεύουσα, όπως και τελικά έγινε.
Εδώ να αναφέρω ότι με χαρακτηρίζει τρομερή προσαρμοστικότητα, δεν χρειάζεται πολύς χρόνος δηλαδή για να προσαρμοστώ σε νέα δεδομένα, σε νέους τόπους, με νέους ανθρώπους.
Επίσης είχα υψηλή αυτοπεποίθηση, πίστευα, από την πρώτη στιγμή που ήρθα στην Αθήνα, ότι, ό,τι κι αν γίνει, θα πετύχω σε αυτό που κάνω, ότι θα κάνω το όνειρό μου πραγματικότητα.
Ήμουν στα Γρεβενά, χτυπάει το τηλέφωνο, τότε δεν είχαμε και κινητά, ήταν παράγοντες από τον Κτησιφώντα Παιανίας, οι οποίοι μάλλον με είχαν παρακολουθήσει να παίζω στις Εθνικές ομάδες και μου είπαν ότι γνωρίζουν για το ταλέντο μου και ότι θέλουν να με αποκτήσουν στην ομάδα.
Ήταν και η συγκυρία τέτοια που μόλις είχαν βγει και οι βάσεις των εξετάσεων και τους ενημέρωσα ότι είχα περάσει ΤΕΦΑΑ Αθηνών.
Στον Κτησιφώντα Παιανίας πήρα και τα πρώτα μου χρήματα, θυμάμαι ήταν 40.000 δραχμές!
Δεν είχα σκεφτεί ποτέ ότι θα αμειβόμουν γι’ αυτό και, όταν συνέβη, μου άρεσε, καθώς δεν ήθελα να επιβαρύνω τους γονείς μου με τις σπουδές, οπότε κατάφερα σιγά-σιγά να βγάζω τα δικά μου λεφτά και να είμαι ανεξάρτητος οικονομικά.
Οι γονείς μου, πάντα δίπλα μου, πάντα υποστηρικτικοί, με στήριξαν από την αρχή απόλυτα, τους το χρωστάω, κάποιες στιγμές μάλιστα, όταν ήμουν σε μαθητική ηλικία και μπορεί να απογοητευόμουν, εκείνοι με πίεζαν να συνεχίσω το βόλεϊ.
Ο Κτησιφώντας Παιανίας ήταν μια πρωτόγνωρη εμπειρία για εμένα, προσπαθούσα να καταλάβω τι είναι το επαγγελματικό βόλεϊ, αλλά είχα τόσο μεγάλη πίστη στον εαυτό μου που έλεγα «θα παίξω δεν υπάρχει περίπτωση».
Και τα κατάφερα, τόσο στην Παιανία και όσο και τα Βριλήσσια αργότερα, αν και θα έλεγα ότι ο Μίλωνας ήταν αυτός που μου έδωσε τη μεγάλη ευκαιρία να παίξω επαγγελματικά.
Ο Μίλωνας, στον οποίον και έμεινα τρία χρόνια ως παίκτης, αποτελεί ένα σωματείο-σταθμό στην καριέρα μου, ήταν η πρώτη ομάδα που έπαιξα στην Α1 κι εκεί άρχισα να γίνομαι ευρύτερα γνωστός στον χώρο του βόλεϊ και το πανελλήνιο στερέωμα, η πρώτη φορά που έπαιξα με ξένους συμπαίκτες και που αγωνίστηκα ενάντια σε αντιπάλους όπως ο Ολυμπιακός, ο Παναθηναϊκός και όλες οι μεγάλες ομάδες του Πρωταθλήματος.
Ειδικά το 1996 ήταν μια χρονιά αξέχαστη, με σημάδεψε, παρότι ήμουν μικρός.
Ήμουν πάντα πασαδόρος, θέση δύσκολη στην οποία για να αγωνίζεσαι πρέπει να είσαι leader, ηγετικός, ευφυής, εύστροφος, να παίρνεις γρήγορες αποφάσεις, γι΄αυτό πολλοί πασαδόροι γίνονται αργότερα προπονητές, και να μην επηρεάζεσαι από το τι θέλει ο κάθε συμπαίκτης σου, καθώς οι περισσότεροι θέλουν μια μπάλα να καρφώσουν οι ίδιοι και ο πασαδόρος πρέπει να τους ικανοποιεί.
Το όνομά μου λοιπόν είχε αρχίσει σιγά-σιγά να γίνεται γνωστό στον Μίλωνα, έλεγαν όλοι «στον Μίλωνα υπάρχει ένα παιδί που παίζει καλά ως πασαδόρος», απλώς δεν είχα ακόμη την ωριμότητα, η οποία βέβαια αποκτήθηκε με τα χρόνια και τις εμπειρίες και στις άλλες μεγάλες ομάδες.
Κάποια στιγμή ο κύκλος στην ομάδα έκλεισε, την τρίτη χρονιά η ομάδα υποβιβάστηκε, δεν ήμασταν σε τόσο καλό φεγγάρι και εγώ έπρεπε να κάνω το παραπάνω βήμα.
Τότε ο Σπύρος Νικολάκης, μάνατζερ του Ολυμπιακού, επί Προεδρίας Λεωνίδα Θεοδωρακάκη, μου τηλεφώνησε και μου είπε «σε θέλει ο Μοντάλι για δεύτερο πασαδόρο».
Η πρόταση του Ολυμπιακού ήταν πάρα πολύ τιμητική για εμένα, υπέγραψα και έτσι έκανα και μια καλή μετάβαση στον κόσμο του πρωταθλητισμού πλέον.
Πάντα έβλεπα τον εαυτό μου σε μεγάλες ομάδες, χωρίς να έχω προσδιορίσει κάποια συγκεκριμένη, στην Εθνική, να σηκώνω κύπελλα, ήταν πράγματα που υπήρχαν στο υποσυνείδητό μου όλο το προηγούμενο διάστημα.
Θυμάμαι πολύ έντονα τους πρώτους τίτλους που κέρδισα με τον Ολυμπιακό, το πρώτο Κύπελλο, το πρώτο Πρωτάθλημα που κατακτήσαμε μες στην Ορεστιάδα το 1998, όταν και καταφέραμε με μειονέκτημα έδρας και μέσα σε ένα γήπεδο που έβραζε να πάρουμε τον τίτλο.
Παρά το γεγονός ότι κατέκτησα πολλά με την ομάδα του Πειραιά, δεν μπορώ να πω ότι χόρτασα, γιατί δεν ήμουν σε πρώτο πλάνο.
Δεν θα μπορούσα να πρωταγωνιστήσω άλλωστε, γιατί τότε η ομάδα είχε έναν εξαιρετικό πασαδόρο, τον Βασίλη Κουρνέτα, οπότε εγώ θα συνέχιζα ως δεύτερος.
Ήθελα όμως να κάνω το κάτι παραπάνω, και για να εξελιχθώ, παρά το γεγονός ότι βοηθούσα αρκετά. Ήθελα να παίζω βασικός.
Έτσι, πήγα στον Άρη και τον ΠΑΟΚ. οι ομάδες της Θεσσαλονίκης μού έδωσαν τη δυνατότητα να κάνω τη μετάβαση που ήθελα, να είμαι βασικός, να κάνω δύο γεμάτα Πρωταθλήματα και στη συνέχεια να έρθει η καταξίωση με τη Νίκαια, με την οποία κατακτήσαμε το Κύπελλο Ελλάδος το 2000, μια τεράστια επιτυχία στην καριέρα μου που θα (μου) μείνει αξέχαστη.
Όταν έφυγα από τον Άρη και πήγα στον ΠΑΟΚ βέβαια, υπήρξαν κάποιες αντιδράσεις, τις οποίες προσπαθείς να παραβλέψεις.
Δεν ήταν κάτι το ιδιαίτερο, η “ένταση” είναι μικρότερη σε σχέση με ό,τι συμβαίνει σε άλλα αθλήματα, ενώ ταυτόχρονα, επειδή κι εγώ ο ίδιος πάντα παθιάζομαι πάρα πολύ με αυτό που κάνω, δίνω τα πάντα για την ομάδα μου, όποια και αν είναι αυτή, νομίζω ότι ο κόσμος με αγαπάει, θεωρώ δηλαδή ότι με συμπάθησαν οι οπαδοί όλων των ομάδων στις οποίες αγωνίστηκα.
Μπορώ να παθιαστώ και για ομάδες που είναι αιώνιοι αντίπαλοι, όπως συνέβη και για τον Ολυμπιακό και τον Παναθηναϊκό, και, όταν με ρωτάνε τι ομάδα είμαι, απαντάω «είμαι Βόλεϊ».
Πήγα λοιπόν στον Παναθηναϊκό, με είχε ζητήσει ο προπονητής Στέλιος Καζάζης, επί Προεδρίας Βλάση Σταθοκωστόπουλου, αλλά ούτε εκεί υπήρξαν μεγάλες αντιδράσεις, καθώς είχαν ήδη μεσολαβήσει τρία χρόνια από όταν έφυγα από τον Ολυμπιακό και η μετάβαση ήταν πιο εύκολη, είχε ξεχαστεί η ιστορία.
Στον Παναθηναϊκό έμεινα συνολικά εξίμισι χρόνια και, μέχρι το 2012 που έφυγα, πήραμε δύο Πρωταθλήματα και δύο Κύπελλα.
Εκεί είχα την τύχη να συνεργαστώ με μεγάλες προσωπικότητες, όπως ο Χατζηαντωνίου, ο Κονσταντίνοφ, ο Αμερικανός Στάνλεϊ, ο Γιώργος Στεφάνου, με τον οποίον παίξαμε και στη Νίκαια μαζί.
Άλλοι φοβεροί συμπαίκτες μου υπήρξαν ο Γιώργος Ντράγκοβιτς, ένας εμβληματικός παίκτης και φοβερός χαρακτήρας, με τον οποίον ήμασταν μαζί στον Ολυμπιακό αλλά και τη Νίκαια, ο Βούγιεβιτς, μεγάλος παίκτης επίσης στον Ολυμπιακό, ο Ζελιάσκοφ, ο Μάριος Γκιούρδας, ο Βασίλης Κουρνέτας.
Μέσα σε αυτήν την περίοδο του Παναθηναϊκού πήγα και στην Ιταλία, στην Τελεγιούνιτ Κόλε, πλέον ως Πρωταθλητής Ελλάδος το 2004 στην Α1.
Τη χρονιά του Πρωταθλήματος είχαμε παίξει και Final 4 Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος στη Μόντενα, με είχαν δει κάποιοι Ιταλοί παράγοντες, με σημείωσαν στα μπλοκάκια τους και το καλοκαίρι μού έγινε η πρόταση.
Η χαρά για μια τέτοια τεράστια καταξίωση ήταν μεγάλη, καθώς, μετά την κατάκτηση του Πρωταθλήματος με τον Παναθηναϊκό ως πρωταγωνιστής πια, θα έπαιζα και στην Α1 Ιταλίας, το καλύτερο Πρωτάθλημα του κόσμου.
Στην αρχή είχα λίγο άγχος και αγωνία αφενός που θα έφευγα εκτός Ελλάδας για πρώτη φορά, αφετέρου για να αντεπεξέλθω, αλλά εν τέλει έκανα πολύ καλά, ήταν μεγάλη εμπειρία, γνώρισα τον κόσμο του πραγματικού βόλεϊ, συναναστράφηκα και πολλούς ανθρώπους με τους οποίους ακόμη και τώρα είμαστε φίλοι, ενώ έμαθα και μια ξένη γλώσσα, καθώς πλέον μιλάω πολύ καλά Ιταλικά!
Οι αλλαγές κάποιες φορές τρομάζουν τους ανθρώπους, ειδικά εάν είναι συντηρητικοί.
Εγώ δεν τις βαρέθηκα ποτέ, αυτό είναι το μόνο βέβαιο, θεωρώ ότι σε ανανεώνουν, ότι πάντα γίνονται για καλό, είτε στην προσωπική είτε στην επαγγελματική ζωή.
Με αυτόν τον γνώμονα πάντα πορευόμουν και τελικά ποτέ δεν έχασα.
Συν το γεγονός ότι είμαι τρομερά προσαρμοστικός και δεν ανήκω στην κατηγορία όσων θέλουν να αράζουν και να μένουν στα τετριμμένα, στα δεδομένα, θέλω πάντα να έχω καινούργιες προκλήσεις στη ζωή μου και, αν βρεθώ κάπου για πολλά χρόνια, αυτό θα σημαίνει ότι δημιουργώ νέες προκλήσεις μέσα στο ίδιο περιβάλλον.
Μετά από τη Τελεγιούνιτ Κόλε πήγα στη Γαλλική Ναρμπόν το 2012, κι εκεί μια καταπληκτική εμπειρία, μια ομάδα που ήταν για υποβιβασμό και τελικά, και με την δική μου παρουσία, κατάφερε και σώθηκε, παίζοντας μάλιστα πολύ καλά. Με αγάπησαν όλοι εκεί.
Την επόμενη χρονιά πήρα μεταγραφή στη Ραβέννα, παρότι ήμουν σχεδόν 40 ετών, και ήταν ό,τι καλύτερο έχω ζήσει ποτέ, μεγάλη καταξίωση, φοβερή ζωή, κάτι το αξέχαστο, σε μια από τις “πρωτεύουσες” του βόλεϊ στην Ιταλία.
Στην Ιταλία υπάρχει τρομερή οργάνωση και το μοντέλο “ομάδα-πόλη”, κάτι πολύ σημαντικό, γιατί όπου πηγαίναμε με τη Ραβέννα ήμασταν “οι παίκτες του βόλεϊ της πόλης”, μας ήξεραν οι πάντες.
Και όλοι οι κάτοικοι ήταν αναμεμειγμένοι στην ομάδα, είτε ως εθελοντές, είτε ως θεατές, είτε με άλλους τρόπους.
Τα γήπεδα γεμάτα, φοβερή ατμόσφαιρα, οι καλύτεροι παίκτες και οι καλύτεροι προπονητές του κόσμου εκεί, μια εμπειρία αξέχαστη που έμεινε ως παρακαταθήκη στη ζωή μου και την μετέπειτα καριέρα μου ως προπονητής.
Όμως κάποια στιγμή έπρεπε να γυρίσω στην Ελλάδα, αν και ποτέ δεν με είδαν ως “μεγάλο” στην Ιταλία, πχ στη Ραβέννα, παρότι είχα φτάσει στα 40, ήταν σχεδιασμένο να συνεχίσω μια ακόμα χρονιά, ωστόσο αντικαταστάθηκε ο προπονητής στο τέλος της σεζόν και αυτός που ήρθε ήθελε να κάνει ριζικές αλλαγές, με αποτέλεσμα 13 από τους 14 παίκτες να φύγουν.
Ενώ στην Ελλάδα δηλαδή υπάρχει ένας ηλικιακός ρατσισμός, στην Ιταλία το προβάλλουν ως marketing: «Κοιτάξτε τον 40χρονο Έλληνα πόσο καλά μπορεί και παίζει ακόμη!».
Σαν να ήμουν χρόνια προπονητής
Πήγα λοιπόν στην Α2 και τα Χανιά, είχα αποφασίσει κι εγώ στη ζωή μου να κάνω λίγο πίσω, να πάω σε ομάδες με χαμηλότερες υποχρεώσεις, να δω την επόμενη ημέρα της καριέρας μου.
Εν τω μεταξύ, άρχισα να ενημερώνομαι, να παίρνω μέρος σε σεμινάρια, να κάνω και άλλα πράγματα, προσπαθώντας να προετοιμάσω τον εαυτό μου για τη μετέπειτα δουλειά μου ως προπονητής.
Μετά τα Χανιά συνέχισα στον Εθνικό Πειραιά, ομάδα στην οποία και έκλεισα την καριέρα μου ως παίκτης.
Ολοκληρώνοντας τη χρονιά, μιλήσαμε με τον Πρόεδρο, Νίκο Νικολινάκο, και συμφωνήσαμε ότι πλέον είχε έρθει η ώρα να γίνω προπονητής.
Οι άνθρωποι του Εθνικού και ο Πρόεδρος, στους οποίους και είμαι ευγνώμων για την εμπιστοσύνη, μου έδωσαν την ευκαιρία και από τη μία ημέρα στην άλλη έγινα προπονητής.
Το αγωνιστικό το είχα χορτάσει, ήμουν ήδη 43, οπότε έκανα τη μετάβαση πολύ εύκολα, πέταξα τη φανέλα του παίκτη κι έγινα προπονητής. Όσο και αν ακουστεί παράξενο, ήταν σαν να ήμουν χρόνια προπονητής.
Το βόλεϊ ήταν πάντα η ζωή μου, δεν μπορούσα να με δω εκτός του χώρου, ήθελα να συνεχίσω και μετά το τέλος της αθλητικής μου καριέρας, οπότε η προπονητική ήταν κάτι που ήρθε ως φυσικό επακόλουθο, δεν μου φάνηκε καθόλου δύσκολο, ήταν σαν να το έκανα χρόνια!
Η ομάδα πήγε πάρα πολύ καλά, ανέβηκε κατευθείαν και αήττητη από την Α2 στην Α1, ενώ την επόμενη χρονιά, στην Α1 πλέον, μπήκε στα πλέι οφ. Κι όλα αυτά, με πολύ χαμηλό μπάτζετ μάλιστα.
Ωστόσο, στη συνέχεια διαλύθηκε, ο Πρόεδρος δυστυχώς δεν μπορούσε να συνεχίσει άλλο να χρηματοδοτεί και από τότε ο Εθνικός δεν ξαναέπαιξε σε καμία εθνική κατηγορία. Με το που έφτασε έβδομος στην Ελλάδα, σήμανε το τέλος και έπρεπε αναγκαστικά να φύγω.
Πήγα στον Ηρακλή Χαλκίδας για μόλις 40 μέρες. ξεκινήσαμε προετοιμασία και στη συνέχεια ο Πρόεδρος ανακάλυψε ότι η ομάδα δεν έχει λεφτά, οπότε δεν κατέβηκε καν στο Πρωτάθλημα.
Ήταν σοκαριστικό, δύο διαλύσεις ομάδων μέσα σε κάποιους μήνες, αλλά δεν είχα καμία ανασφάλεια, προσπάθησα να εξελιχθώ, πήγα στην Πάντοβα της Ιταλίας κι έμεινα δίπλα σε προπονητές, παρακολουθούσα τις προπονήσεις και όλο αυτό με βοήθησε.
Κάποια στιγμή μέσα στις γιορτές χτύπησε το τηλέφωνο δύο φορές μέσα σε διάστημα μισής ώρας και ήταν προτάσεις από ΠΑΟΚ και ΑΕΚ.
Συζητήσαμε και με τους δύο για δυο-τρεις μέρες και τελικά επέλεξα να πάω στον ΠΑΟΚ.
Η ομάδα της Θεσσαλονίκης είχε μεγαλύτερες βλέψεις απ’ ό,τι η ΑΕΚ, στόχευε σε Πρωτάθλημα και Κύπελλο, θεώρησα λοιπόν ότι ήταν το καλύτερο για την καριέρα μου.
Υπήρχε ένα περίεργο συναίσθημα, πριν από χρόνια στο ίδιο γήπεδο κοιτούσα τον κόουτς στα μάτια για τις οδηγίες και πλέον κοιτούσαν εμένα στα μάτια οι παίκτες.
Εκεί βρήκα και πάρα πολλά γνωστά άτομα, ίδιος Πρόεδρος (Θανάσης Κατσαρής), ίδιοι φύλακες στο γήπεδο, οπότε ήταν πιο εύκολο για εμένα να προσαρμοστώ, ήταν ευχάριστα.
Ήταν ευχάριστα στον ΠΑΟΚ, έμαθα πολλά, κυρίως πώς πρέπει να χειρίζομαι διοικήσεις, πώς είναι να είσαι προπονητής, όταν υπάρχει πάντα πίεση για το αποτέλεσμα αλλά και πίεση από πλευρά των οπαδών.
Μεγάλη εμπειρία, δεν θα το άλλαζα με τίποτα, παρά το γεγονός ότι δεν τελείωσε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
Τη λήξη της συνεργασίας μας την έμαθα από τα sites, δεν μου την ανακοίνωσαν, το έμαθα από τρίτο άνθρωπο, τον προπονητή των Αμαζόνων, Βασίλη Πανδή, ο οποίος μου τηλεφώνησε και με ρώτησε «τι έγινε; Έφυγες απ’ τον ΠΑΟΚ;».
Αλλά δεν με ενόχλησε καθόλου, δεν υπήρχε σύγκλιση απόψεων, δεν είχαμε την ίδια φιλοσοφία με τη διοίκηση, τον ίδιο τρόπο σκέψης, οπότε ήταν και κάπως λυτρωτικό.
Και ήρθε η ώρα του Μίλωνα! Το 1997 έφυγα ως παίκτης, τώρα επανήλθα ως προπονητής, ήταν πραγματικά κάτι πολύ συγκινητικό, άνθρωποι γνωστοί, φίλοι, πολύ συναίσθημα!
Πήρα μια ομάδα που μόλις είχε ανέβει στην Α1 και, σε αντίθεση με τον ΠΑΟΚ, με τη διοίκηση είχαμε ταύτιση απόψεων, βρήκα κατάλληλους συνεργάτες ώστε να μπορέσω να περάσω τη δική μου φιλοσοφία.
Γενικά, είμαι ψύχραιμος, ξέρω ακριβώς τι μου γίνεται, θεωρώ ότι έχω μια συγκρότηση μυαλού, πολύ μεγάλη υπομονή, δεν ενθουσιάζομαι στο καλό, αλλά δεν απογοητεύομαι και στο κακό, προσπαθώ να αντιμετωπίζω τις καταστάσεις με λογική, να έχω καθαρή σκέψη την ώρα του κοουτσαρίσματος, ώστε να παίρνω και σωστές αποφάσεις. έτσι είμαι και στην προσωπική μου ζωή, είμαι λίγο της “στωικής φιλοσοφίας”.
Με τους παίκτες μου είμαι ανάλογα την περίσταση και τον άνθρωπο, γι’ αυτό και είναι δύσκολο κάποιος να είναι προπονητής, είναι πολυπαραγοντικό το θέμα, δεν αφορά μόνο στο να είσαι καλός στην προπόνηση και δίκαιος, πρέπει να είσαι καλός στο κοουτσάρισμα, στη διαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού.
Με εκνευρίζουν η ασυνέπεια, το να μη δίνει ο παίκτης το 100% στην προπόνηση και η εγωκεντρικότητα, το “εγώ” να είναι πάνω από την ομάδα, κάτι που προσπαθώ σε όλους τους παίκτες να το τοποθετώ κάτω απ’ την ομάδα.
Το 2021 λοιπόν ο Μίλων τερμάτισε στην έκτη θέση, το 2022 στην πέμπτη, το 2023 στην τέταρτη και βγήκε για πρώτη φορά στην Ευρώπη, ενώ το αποκορύφωμα ήταν η εκπληκτική πορεία της σεζόν 2023-2024, καθώς εξασφαλίστηκε η τρίτη θέση στην κανονική περίοδο και η πέμπτη στο CEV Cup.
Στον Μίλωνα θα έλεγε κανείς ότι υπερβήκαμε το όριο της “κανονικότητας” στην εξέλιξή μας από το 2021 και μετά, άνοδοι στο Πρωτάθλημα, φτάσαμε έως και τρίτη θέση, ήμασταν πέμπτοι στο CEV CUP, φιναλίστ στο Κύπελλο Ελλάδος με τον Ολυμπιακό.
Πρώτη ομάδα στα χρονικά της ιστορίας του ελληνικού αθλητισμού που με τόσο λίγα έχει φτάσει να κοντράρει αυτούς που έχουν τόσο πολλά.
Για εμένα όμως, αυτό δεν ήταν έκπληξη, η μεθοδικότητα της δουλειάς, η διοικητική ηρεμία, οι κατάλληλοι άνθρωποι στην κατάλληλη θέση αποτελούν τη συνταγή επιτυχίας.
Μάλιστα, όταν είπαν κάποιοι το 2023 ότι μπορεί να φτάσαμε στο “ταβάνι” μας και ότι ίσως θα έπρεπε να αποχωρήσω, είπα «όχι, υπάρχει κι άλλο» και τελικά μάλλον υπήρχε.
Γνωρίζω ότι ο πήχης είναι πλέον πολύ ψηλά, ότι οτιδήποτε λιγότερο απ’ τα μεγάλα που έχουμε καταφέρει θα είναι αποτυχία, αλλά με αυτό το δεδομένο υπέγραψα για δύο ακόμα χρόνια, θεωρώ ότι υπάρχει για εμάς παραπάνω.
Όχι μόνο όσον αφορά στα αποτελέσματα αλλά και στο να παρουσιάσουμε καλύτερο βόλεϊ στους φιλάθλους και νέους πολύ σημαντικούς παίκτες στο ελληνικό βόλεϊ.
Όλα τα χρόνια που είμαι στον Μίλωνα, βγάζουμε νέους αθλητές και θα συνεχίσουμε να το κάνουμε, κάτι που αποτελεί τεράστια επιτυχία.
Το να έχουμε ακαδημίες με πολλά παιδάκια και να γεμίζουμε τα γήπεδα με γονείς και παιδιά είναι στοιχήματα που καλούμαστε να διαχειριστούμε.
Είναι χαρά μας να βλέπουμε παίκτες που βγήκαν από εμάς να προοδεύουν, να πηγαίνουν παρακάτω και να στελεχώνουν μεγάλες ομάδες, καθώς τους δίνουμε το πεδίο ώστε να μπορούν να έχουν την εξέλιξή τους και να κάνουν τα όνειρά τους πραγματικότητα, όπως πχ έγινε και με τα αδέρφια Σπύρο και Άρη Χανδρινό.
Ο Γιορντάνοφ από μόνος του είναι φαινόμενο, είναι στα 41 του και δουλεύει πάρα πολύ, εγώ τον ενεργοποίησα να συνεχίσει να δουλεύει όπως μικρός, του έχουμε δώσει και το κίνητρο να είναι ο ηγέτης της ομάδας, οπότε περνάει πολύ καλά, κάτι που θεωρώ ότι εν τέλει είναι και το μυστικό.
Μιλώντας για αδέρφια, με τον αδερφό μου, τον Αργύρη, έχουμε κάνει τα πάντα. Έχουμε παίξει αντίπαλοι ως παίκτες (εγώ στον Παναθηναϊκό, εκείνος στον Φοίνικα Σύρου), έχουμε υπάρξει συνεργάτες (εγώ προπονητής Α κι εκείνος Β στον Εθνικό Πειραιά και τον ΠΑΟΚ), ήμασταν αντίπαλοι και προπονητικά, (εγώ στον Εθνικό Πειραιά την πρώτη χρονιά στην Α2 και εκείνος στον Πανιώνιο), πάνω απ’ όλα όμως είμαστε πάρα πολύ καλοί φίλοι!
Όσο χαμογελάω, σημαίνει ότι περνάω καλά. Αν το στοχοποιήσουμε αυτό, θα το μικρύνουμε. Θέλω να είμαι καλά στη ζωή μου, να είμαι μες στο βόλεϊ, να κάνω αυτό που μου αρέσει, να εξελίσσω τη δουλειά μου όσο γίνεται περισσότερο και είμαι σίγουρος ότι στόχοι και τίτλοι θα έρθουν.
Και το εξωτερικό μπορεί να σημάνει ό,τι σήμανε και παλιά, όταν ήμουν παίκτης, καθώς είχα ξανά προτάσεις για να πάω “έξω”, πχ στην Πολωνία, αλλά προτίμησα να μην το κάνω ακόμη, στο μέλλον μπορεί να γίνει, κάπου το “βλέπω”, αλλά χωρίς να αποτελεί και αυτοσκοπό.
Παράλληλα, θέλω μέσα απ’ τη δουλειά μου να εξελίσσομαι και ως άνθρωπος, γιατί το βόλεϊ με έκανε αυτό που είμαι τώρα, μου έδωσε τον χαρακτήρα που έχω, με δίδαξε πώς να πατάω γερά στα πόδια μου και να πιστεύω στον εαυτό μου!
Ο Σάκης Ψάρρας είναι προπονητής βόλεϊ και πρώην διεθνής αθλητής.
Επιμέλεια κειμένου: Ζέτα Θεοδωρακοπούλου
CHECK IT OUT: Βασίλης Μηνούδης: Αληθινός Αγώνας
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Άκης Χατζηαντωνίου: Αυτή είναι η πραγματική ιστορία μου
Στέλιος Προσαλίκας: Ελευθερία, Αξιοπρέπεια, Υπερηφάνεια! / Μετά την επόμενη μέρα