«Εκατόν ένα-εκατόν τρία. Θέλει προσοχή… Ο Βάλτερς για τον Γιοβάισα… Σουτ τριών πόντων… Και η μπάλα έξω. Είναι το τέλος! Η ελληνική ομάδα είναι Πρωταθλήτρια Ευρώπης!».
Αυτό το σουτ… Στο δοκάρι. Στη γωνία του ταμπλό, που έβαλε πίσω στις θέσεις τους τις καρδιές όλων των Ελλήνων. Αυτή η μορφάρα… Που απείλησε ξανά και ξανά να βάλει τέλος στο ελληνικό όνειρο, για να μείνει στην ιστορία λίγα λεπτά, λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, ως ο άνθρωπος που, άθελά του, έδωσε το έναυσμα για το πανηγύρι -και για την εκτόξευση, την οριστική εξάπλωση ενός αθλήματος σε μια ολόκληρη χώρα.
Σεργκέιους Γιοβάισα. Του άστοχου τριπόντου στο Χρυσό, για εμάς φυσικά, Ευρωμπάσκετ ‘87. Ο «γερο-Γιοβάισα» που ‘λεγε στην περιγραφή της «ΕΡΤ» ο Φίλιππας Συρίγος, ένεκα του παρουσιαστικού του. Φαινόταν πολύ περισσότερο από 32 ετών, αλλά και πάλι. Ήταν ο μεγαλύτερος της σοβιετικής δωδεκάδας, “ερχόμενος” από την προηγούμενη γενιά. Επιβιώνοντας στην εποχή του (απόντος στο Φάληρο) Σαμπόνις, του Μαρτσουλιόνις, του Βολκόφ, που ακόμη ανέτειλλε. Όλοι τους δέκα χρόνια μικρότεροι.
Αντίθετα με τα τσουπωτά μαγουλάκια του Σάσα, επίπεδο πρόσωπο δαύτος. Χωρίς τις χαίτες του Βάλτερς και του Χομίτσιους, τις μουστακάρες του Τκατσένκο και του Πανκράσκιν.
Διαφορετικός, ξεχωριστός. Ακόμα και στην περίεργη κατάληξη του επωνύμου του. Ένας ψυχρός εκτελεστής, του οποίου έμελλε να πάρει το σκοτωμένο τελευταίο σουτ στην παράταση και, αντί να γίνει ήρωας μιας ακόμα κούπας της ΕΣΣΔ, να γίνει από σπόντα συνώνυμος του πιο περηφανούς θριάμβου (μέχρι τότε, σίγουρα) στην ιστορία του ελληνικού αθλητισμού.
Το ίδιος έτος ο συλλέκτης μεταλλίων με την Εθνική του και ηγετική φυσιογνωμία επί μιάμιση δεκαετία της Ζαλγκίρις, η οποία είχε εκθρονίσει ολόκληρη ΤΣΣΚΑ και βρισκόταν στην ευρωπαϊκή διασυλλογική κορυφογραμμή, έλαβε ένα γράμμα. Αποστολέας ο φίλος του και συγκάτοικος σε παλιότερες αποστολές, Στάνισλαβ Ερέμιν. Εμείς τον γνωρίσαμε αργότερα, ως προπονητή της ΤΣΣΚΑ στη δεκαετία του ’90.
«Παίξε όσο περισσότερο μπορείς. Απόλαυσε το μπάσκετ, γιατί θα σου λείψει με οποιαδήποτε άλλη ιδιότητα πέραν του παίκτη. Έχεις χρόνο να γίνει προπονητής».
Ο Ερέμιν (που προφέρεται Εριόμιν κανονικά) είχε πρόσφατα σταματήσει. Και είχε γίνει προπονητής στην Αλ Τζέις της Συρίας, εκμεταλλευόμενος τις καλές σχέσεις των δύο κρατών.
Ο Γιοβάισα άκουσε το φιλαράκι του. Έμεινε στα παρκέ για μία δεκαετία και βάλε ακόμα (!), είχε μπροστά του την κορυφαία του στιγμή στα παρκέ. Πριν, είχε προλάβει να ζήσει εμπειρίες για δάνεισμα…
Η αλεπού στο μπασκετικό παζάρι
Για δύο πράγματα είναι γνωστή η Ανίκσιαϊ. Για την πιο ψηλή εκκλησία σε ολόκληρη τη Λιθουανία και για το χιονοδρομικό κέντρο, λίγο πιο έξω. Από πρόσωπα, είναι γνωστή ως η κωμόπολη των ποιητών. Στον… χάρτη μπαίνει και ως η γενέτειρα του Σεργκέιους Γιοβάισα.
Έρχεται στον κόσμο στις 17 Δεκεμβρίου 1954 και, αντί για μπατόν, στα χέρια του κρατάει από μικρός μια πορτοκαλί μπάλα. Προτιμά όχι τα σαλέ μα τις σάλες του μπάσκετ. Διαθέτει σπάνια επαφή με το καλάθι, είναι ταυτόχρονα καλός πασέρ. Και αφοσιωμένος στο να γίνει ένας καλός μπασκετμπολίστας.
Ανήλικο ακόμη, τον σταμπάρει και τον φέρνει στο Κάουνας η Ζαλγκίρις. Είμαστε ακόμα στο 1972, ο γκαρντ-φόργουορντ των 194 εκατοστών καθιερώνεται χάρη και στο κοφτερό του μυαλό. Παίρνει συνήθως τη σωστή απόφαση, αναλύει ανά πάσα στιγμή τα δεδομένα και διαθέτει ωριμότητα φαινομενικά ασύμβατη με την τρυφερή ηλικία του.
Φοιτεί στο τοπικό Πολυτεχνείο και μέσα σε πέντε χρόνια παίρνει πτυχίο ως Μηχανικός οικονομίας και διοίκησης. Αμέσως μετά σπουδάζει και Φυσική Αγωγή.
Περνάει όμως και κάθε είδους εξετάσεις μέσα στις τέσσερεις γραμμές. Συνεπής σκόρερ, έξυπνος και χρήσιμος αμυντικά, παρά το λιπόσαρκο κορμί του. «Πονηρή αλεπού», έτσι, με το πλεοναστικό αυτό σχήμα, τον βαφτίζουν.
Νονός ο… μεγάλος. Η Αυτού Εξοχότης του σοβιετικού μπάσκετ, ο Αλεξάντερ Γκομέλσκι. Ο μικρός καλείται στην Εθνική της ΕΣΣΔ, το 1978 φοράει αργυρό μετάλλιο στο Παγκόσμιο πρωτάθλημα των Φιλιππινών.
Τον καμαρώνει ο μέντοράς του, Πόβιλας Κούγκις, τον αναδεικνύει στη Ζαλγκίρις ο κόουτς και παλιός της παίκτης, Στέπας Μπουτάουτας. Ο ίδιος ο «Σέρζας», όπως χαϊδευτικά τον αποκαλούν στα λιθουανικά εδάφη, θεωρεί ακόμη ως μέγιστη τιμή ότι έχει προλάβει να παίξει με την πράσινη φανέλα δίπλα στο ίνδαλμά του. Τον Μοντέστας Παουλάουσκας. Σμολ φόργουορντ κι εκείνος, Χρυσός Ολυμπιονίκης το 1972.
Ήρωας, αποδιοπομπαίος, πάλι ήρωας
Ο Γιοβάισα συμμετέχει σε Ολυμπιακούς Αγώνες δύο τετραετίες αργότερα. Το 1980 μέσα στη Μόσχα. Το Χάλκινο μετάλλιο συνιστά αποτυχία, αν όχι φιάσκο, επί πατρίων εδαφών. Είναι πάλι συμπαίκτης με τον Βλαντίμιρ Τκατσένκο αλλά και με τον Σεργκέι Ταρακάνοφ. Άλλον έναν καλό του φίλο, α λα Ερέμιν, παρά την κόντρα της Ζαλγκίρις με την ΤΣΣΚΑ που βρίσκεται ακόμη στα σπάργανα.
Στην Εθνική αστέρι είναι ο βετεράνος Σεργκέι Μπέλοφ. Τον βλέπει να βάζει 200 κιλά στην μπάρα και να μη λυγίζει από το βάρος και προσπαθεί να τον μιμηθεί. Να βάλει μούσκουλα. Τα καταφέρνει καλύτερα, βάζοντας με ολοένα και μεγαλύτερη συχνότητα την μπάλα στο καλάθι.
Με τον σύλλογό του από το Κάουνας αρχίζει δειλά να μπαίνει στο μάτι της «ομάδας του στρατού». Οι αραιές νίκες μετατρέπονται σε επικρατήσεις σε Τελικούς. Σε Πρωταθλήματα! Ο αρχηγός Γιοβάισα με τον ακόμα φονικότερο (sic) σουτέρ, Ρίμας Κουρτινάιτις, και τον πλέι μέικερ Βαλντεμάρας Χομίτσιους γίνονται οι τρεις σωματοφύλακες του “Ντ’ Αρτανιάν” Σαμπόνις, κατά πώς τους βαφτίζουν.
Σερί εννιά Πρωταθλημάτων της ΤΣΣΚΑ διακόπτεται το 1985. Θύτης η Ζαλγκίρις. Που έχει να το κατακτήσει 34 ολόκληρα χρόνια! Το 77-75 στον δεύτερο και τελευταίο τελικό το διαμορφώνει με τρίποντο ο Γιοβάισα, 52’’ πριν το τέλος. Το μεγαθήριο των 15 τίτλων σε βάθος 16 ετών πέφτει στο καναβάτσο!
Οι «Πράσινοι» του Βλάντας Γκαράστας παίζουν πιο γρήγορα και ταυτόχρονα πιο ομαδικά. Μία βδομάδα αργότερα υπάρχει και ο Τελικός του Κυπέλλου Κυπελλούχων. Τον Γιοβάισα (που έχει βάλει 17 πόντους στο 102-96 επί του ΠΑΟΚ μέσα στη χρονιά) τον έχει τραβήξει ένας μυς στον θριαμβευτικό εγχώριο τελικό. Παίζει με ένα πόδι, όταν ευστοχεί στο σουτ τίτλου.
Οι ενοχλήσεις δεν υποχωρούν, η ομάδα του φτάνει στην Γκρενόμπλ δίχως γιατρό (!), δεν μπαίνει στο παιχνίδι. Κερδίζει η Μπαρτσελόνα των Τσίκο Σιμπίλιο και Χουάν Αντόνιο Σαν Επιφάνιο με 77-73. To καλοκαίρι το λιθουανικό κουαρτέτο παίρνει διά περιπάτου το Χρυσό στο Ευρωμπάσκετ της Δυτικής Γερμανίας, με νίκες συνολικής διαφοράς 47 πόντων στον ημιτελικό και τον Τελικό. Οι Σοβιετικοί βάζουν 112 και 120 πόντους!
Ο «Σέρζας» γυρίζει χαρούμενος σπίτι του – μέχρι να διαβάσει στη στήλη μιας εφημερίδας πως θα μπορούσε να είχε αγωνιστεί στον Τελικό του Κυπελλούχων, αλλά λούφαρε. Εξαγριώνεται, συνάμα εκπλήσσεται που το δημοσίευμα έχει απήχηση σε μερίδα του κόσμου. Νιώθει στιγματισμένος, επί τρεις μήνες δεν πιάνει μπάλα.
Κάποια στιγμή επιστρέφει στις υποχρεώσεις της Ζαλγκίρις, αντιλαμβάνεται ότι οι περισσότεροι φίλοι της τον αγαπούν και δεν έχουν χάψει τη δήθεν λούφα του.
Συνεχίζουν κι αυτός και η παρέα του από εκεί που το άφησαν: άλλοι δύο τίτλοι ΕΣΣΔ με θύμα τη ρωσική «αρκούδα», σε εκείνον του three peat βάζει πάλι ένα κομβικό τρίποντο στο τέλος της κανονικής διάρκειας.
Ενδιάμεσα, το ’86, έχει φτάσει στον Τελικό του Πρωταθλητριών, βάζοντας 18 πόντους στη Ρεάλ του Ντράζεν Πέτροβιτς. Η ονειρική τριετία κλείνει σε διεθνές επίπεδο με το Top-6 στην κορυφαία διασυλλογική διοργάνωση. Μετά, κατηφορίζει στο Φάληρο…
Μετάλλια πολλά, περηφάνια μία
Οκτώ, συνολικά. Τέσσερα μετάλλια σε Ευρωπαϊκά Πρωταθλήματα, με Χρυσά το 1981 και το 1985, ενώ στο Χάλκινο του 1983 σημειώνει 14.3 πόντους κατά μέσο όρο! Φιναλίστ στο Παγκόσμιο του ’78, στο ψηλότερο σκαλί του βάθρου σε εκείνο του ’82 στην εξωτική Κολομβία. Και άλλες δύο… κάμψεις του λαιμού σε Ολυμπιακούς Αγώνες. Με διαφορετικές φανέλες Εθνικών ομάδων.
Στα μέρη μας, είναι κάτι σαν έκτος παίκτης το 1987. Έρχεται από τον πάγκο και προσφέρει instant offense με το μακρινό του σουτ, φτάνει κοντά στο να υπογράψει τη σοβιετική νίκη στον Τελικό. Βάζει άλλωστε το καλάθι στην εκπνοή της κανονικής διάρκειας, δεχόμενος την πάσα του Βάλντις Βάλτερς μέσα στη ρακέτα. Τύχη αγαθή του αντιπροσωπευτικού μας συγκροτήματος, είναι εκπρόθεσμο…
Στα 36’’ πριν τη λήξη της παράτασης είναι κι αυτός που βάζει το τρίποντο ισοφάρισης σε 101-101 από τις 45 μοίρες, ενόσω ο Συρίγος φωνάζει με όλες του τις δυνάμεις «όχι τρίποντο, όχι τρίποντο»! Μετά τις βολές του Αργύρη Καμπούρη, η μπάλα καταλήγει ξανά στα χέρια του. Στη δεξιά γωνία. Υπό την πίεση πάλι του χρόνου, δεν σημαδεύει σωστά.
Ολοκληρώνει την εμφάνισή του με 17 πόντους και τέσσερα εύστοχα σουτ τριών πόντων. Αρκετά σου ήταν, «Σέρζας»…
Τη φανέλα με τα αρχικά CCCP δεν θα την ξαναφορέσει. Μπαίνει στα 33, δεν καλείται έκτοτε. Η δεκαετία αλλάζει, το Σιδηρούν Παραπέτασμα πέφτει, μία νέα δύναμη ανατέλλει στο ευρωπαϊκό μπάσκετ. Λιθουανία την λένε. Στους Ολυμπιακούς της Βαρκελώνης ο φίλος μας είναι κοντά 38 ετών. Ε, και;
Περήφανο τέκνο της Λιέτουβα, δεν υπάρχει περίπτωση να χάσει το μεγάλο ραντεβού. Είναι κι αυτός εκεί, με την παλιοπαρέα από τα χρόνια της Ενωμένης Σοβιετικής Ένωσης. Με τον Σαρούνας Μαρτσουλιόνις, ο οποίος έχει γίνει πια μεγάλος και τρανός στο ΝΒΑ, με το νέο φιντάνι, τον Αρτούρας Καρνισόβας.
Ο Γιοβάισα έχει συμπληρωματικό ρόλο μεν, ανεβαίνει στο τρίτο σκαλί του βάθρου δε. Κι αυτός, με την περίφημη ψυχεδελική φανέλα των Grateful Dead. Θύμα στον μικρό Τελικό η (ρωσική κατά βάση) Κοινοπολιτεία. Ο Βαλέρι Τιχονένκο, ο Σάσα Βολκόφ. Με τους παλιόφιλούς τους οι Λιθουανοί δεν έχουν θέμα. Με τους Ρώσους γενικότερα μεγάλο. Το γιορτάζουν καταλλήλως.
Αυτή θεωρεί τη μεγαλύτερη στιγμή στην καριέρα του. Τη διάκριση μετά μεταλλίου με τα χρώματα της νεοσύστατης πατρίδας του.
Πριν τον ημιτελικό, όταν η ορίτζιναλ «Ντριμ Τιμ» ρίχνει μία ακόμα 50άρα, ο γερόλυκος της Λιθουανίας πλησιάζει τον γερόλυκο των Αμερικανών. Τον (δύο χρόνια μικρότερό του) Μπερντ, ο οποίος ένεκα μέσης παίζει λίγο και την υπόλοιπη ώρα παρακολουθεί όχι καθιστός αλλά μπρούμυτα δίπλα στον πάγκο τα παιχνίδια. Είναι τα τελευταία της σπουδαίας καριέρας του.
«Θυμάσαι, Λάρι, τότε που παίζαμε πολύ και όλα περιστρέφονταν γύρω μας, πόσο ωραία ήταν η ζωή;», λέει με θυμόσοφο διάθεση στον θρύλο των Σέλτικς. «Γιατί “ήταν”; Μια χαρά είναι η ζωή και τώρα. Ζω κάθε εμπειρία, με κάθε τρόπο».
Η στιχομυθία που μεταφέρει χρόνια αργότερα ο Γιοβάισα στην ιστοσελίδα «delfi.lt» τον ταρακουνά. Ναι, δεν πειράζει που όλα έχουν ένα τέλος. Άλλωστε το δικό του δεν είναι καν κοντά. Ούτε τώρα!
Ο άνθρωπος με τα χίλια πρόσωπα
Από το 1989 που ανοίγουν τα σύνορα για τα αστέρια του σοβιετικού μπάσκετ, έχει ακολουθήσει το κύμα της μεγάλης φυγής και μετακομίσει στη Γερμανία και την άσημη Χάγκεν. Με τις «φρυγανιές» (!) κατακτά το Κύπελλο του 1994. Τον πρώτο τίτλο του συλλόγου μετά από 19 χρόνια -και τελευταίο, μέχρι σήμερα.
Ούτε στα 40 του το κόβει. Πηγαίνει σε κάποια Κουξχάφεν, γίνεται και παίκτης-προπονητής της κάποια στιγμή.
Μέχρι τα 42 του παραμένει ενεργός. Τότε φτάνει το πλήρωμα του χρόνου για το κάποτε παλληκαράκι, το οποίο στην πρώτη του χρονιά στη Ζαλγκίρις έπαιζε για κουπόνια φαγητού (!) και θεωρούσε εαυτόν τον πιο τυχερό άνθρωπο του κόσμου.
Πίσω στην αγαπημένη του Λιθουανία καταπιάνεται με ένα σωρό πράγματα. Πατέρας πέντε παιδιών, έχει δει τη 16χρονη το 1993 Λάουρα (από τον πρώτο του γάμο) να αναδεικνύεται Πρωταθλήτρια Γερμανίας σε εφηβικό επίπεδο, μα σύντομα να χάνει το ενδιαφέρον της για το μπάσκετ.
Ο ίδιος δεν το χάνει ποτέ. Στην ιδιαίτερη πατρίδα του, το Ανίκσιαϊ, αναλαμβάνει προπονητής και απασχολείται για κάποια χρόνια ως δάσκαλος ουσιαστικά νεαρών παικτών στην ευρύτερη περιοχή. Άλλωστε, από τα σοβιετικά ΤΕΦΑΑ έχει από πολύ καιρό πάρει δίπλωμα τεχνικού. Με δύο πτυχία ανωτάτων σχολών, γίνεται και δημοσιογράφος, αρθρογραφώντας σε μεγάλα Μέσα. Όχι μόνο για αθλητικά.
Αναλαμβάνει σύμβουλος του Δημάρχου της πόλης του, αργότερα γίνεται μέλος των Χριστιανοδημοκρατών και ψηφίζεται στο Σέιμας, το λιθουανικό Κοινοβούλιο. Ξεσκουριάζει σε αγώνες βετεράνων, σε ανύποπτο χρόνο λέει πως από τους σύγχρονους παίκτες, αυτός που του μοιάζει περισσότερο στο στιλ είναι ο Σίμας Γιασάιτις. Όχι μόνο στο στιλ, κύριε Σεργκέιους. Ο παλιός διεθνής σουτέρ έχει επίσης… ξεχάσει να σταματήσει, αγωνιζόμενος, αρκετά μετά τα 40 του, σε μικρές κατηγορίες της Ιταλίας!
Του αρέσει το κυνήγι, ηρεμεί στο δάσος, σε ένα τέτοιο εμφανίζεται και στο κινηματογραφικό του πέρασμα, ενσαρκώνοντας έναν κακοποιό στην ταινία «Kai aš buvau partizanas».
Σε άλλη συνέντευξή του, στο «15min.lt», ο γερο-Γιοβάισα (κυριολεκτικά πλέον) λέει πόσο εκτιμά τους μπασκετμπολίστες που παίζουν πρωτίστως χάρη στο μυαλό τους.
Αναφέρει ονομαστικά τον Δημήτρη Διαμαντίδη και τον Βασίλη Σπανούλη. Χωρίς να συνειδητοποιεί, πιθανότατα, ότι αμφότεροι είχαν ως μία από τις πρώτες και πιο βασικές μπασκετικές αναμνήσεις τους τον Τελικό στον οποίο πρωταγωνίστησε κι εκείνος το 1987.
Ένας τίμιος… γέροντας. Στον αγώνα που άλλαξε τα πάντα.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Αλεξάντερ Γκομέλσκι: Το χρυσάφι στα γυαλιά του