«Αυτή είναι η ιστορία δύο μικρών αγοριών που ονειρεύονται να γίνουν οι καλύτεροι παίκτες στον κόσμο».
Τα πρώτα καρέ έχουν πέσει στο τραγούδι των τίτλων. Χρώματα έντονα, λεπτομέρειες σοκαριστικές για την εποχή. Μεγάλα μάτια που πετάνε σπίθες, μαύρα, μυτερά μαλλιά. Τα πανέμορφα σκίτσα του Γιόιτσι Τακαχάσι για χρόνια κατοικούσαν σε μυρωδάτες σελίδες φρεσκοκομμένου χαρτιού, συχνά δίχως χρώμα, μα πλέον ζωντανεύουν στην οθόνη με τρόπο μοναδικό και φιλόδοξο. Άλλωστε, βρισκόμαστε στο 1983, τα κινούμενα σχέδια τέσσερεις δεκαετίες πριν δεν υποτίθεται πως μπορούν να είναι τόσο καλά. Τόσο αληθινά.
Μα είναι. Και κάπως έτσι το ζάπινγκ ολοένα και περισσότερων τηλεκοντρόλ αρχίζει να κόβεται απότομα, όταν η κεραία συνδέεται με το «Κάπτεν Τσουμπάσα». Αμέτρητα πιτσιρίκια κολλάνε στις οθόνες τους με γουρλωμένα μάτια, μαγεύονται από την εντυπωσιακή εικόνα και ερωτεύονται. Ερωτεύονται -σχεδόν κυριολεκτικά- με την πρώτη ματιά, αφού πολλά από αυτά δεν έχουν έρθει ακόμη σε επαφή με εκείνη τη σφαιρική κι ασπρόμαυρη θεά, τη βλέπουν για πρώτη φορά. Και τη βλέπουν στα πόδια ενός απροσδόκητου ήρωα, πρωταγωνίστρια στα καρέ ενός άνιμε.
Ήταν αμέτρητοι οι μπόμπιρες στην Ιαπωνία που δεν πρωτοείδαν τον ποδοσφαιρικό τους ήρωα πάνω σε ένα πράσινο χαλί ούτε σε ζωντανή σύνδεση στην τηλεόραση. Δεν άκουσαν για εκείνον στο ραδιόφωνο και δεν διάβασαν για αυτόν σε κάποια εφημερίδα. Αλλά τον βρήκαν στα ζωντανεμένα σκίτσα του Τακαχάσι, στο σπινθηροβόλο βλέμμα και τα αστραπιαία πόδια του Τσουμπάσα.
Όταν στα τέλη της δεκαετίας του ’70 ο Γιόιτσι αποφάσιζε να βασίσει την επόμενη δουλειά του πάνω στην μπάλα, τότε στη «χώρα του ανατέλλοντος ηλίου» το ομορφότερο παιχνίδι θύμιζε περισσότερο ένα άγνωστο παιχνίδι. Η μπάλα δεν ήταν δημοφιλής στην Ιαπωνία, έβλεπε κατά πολύ την πλάτη του σούμο, του μπέιζμπολ και άλλων αθλημάτων. Όμως οι περιπέτειες του μικρού ήρωα τής έδωσαν τη δύναμη να προσγειωθεί στα μυαλά των μικρών Γιαπωνέζων, να κάνει τους σπόρους της να φυτρώσουν και να κατακτήσουν ακόμα μια γωνιά της Γης.
Ο «Κάπτεν Τσουμπάσα» κατά γενική ομολογία έκανε την Ιαπωνία να λατρέψει το ποδόσφαιρο, έβγαλε τα παιδιά στους δρόμους κι έπειτα τα έβαλε σε γήπεδα, τα μεγάλωσε με την αγάπη για την μπάλα.
Και είχε τέτοια απήχηση, έγινε τόσο μεγάλος, που ταξίδεψε παντού. Άφησε την Ασία και βρέθηκε, έστω και με άλλα ονόματα (με πιο δημοφιλές το Όλιβερ και Μπέντζι) στην Ευρώπη. Μάγεψε μοναδικά την Ισπανία, βρέθηκε μέχρι την Κεντρική και τη Λατινική Αμερική και έκανε τα παιδιά να ονειρευτούν. Ο Ντελ Πιέρο, ο Ινιέστα, ο Αλέξις Σάντσες, μέχρι και ο Κιλιάν Μπαπέ! Όλοι τους έχουν ομολογήσει την αγάπη τους για το άνιμε που έδινε νόημα στα απογεύματα της πιο τρυφερής τους ηλικίας. «Άρχισα να παίζω ποδόσφαιρο ξεκάθαρα χάρη σε αυτό. Ήθελα απλώς να γίνω ο Όλιβερ», έχει δηλώσει ο Φερνάντο Τόρες, ακόμα ένας από τους αμέτρητους, αλήθεια, τύπους που παραδόθηκαν στη μαγεία της σειράς.
Άλλοι λένε πως ήταν τα -μπροστά από την εποχή τους- σκίτσα και χρώματα που κέρδισαν την αγάπη. Και άλλοι πως τότε δεν υπήρχε κάποιο παρόμοιο παιδικό, αφιερωμένο στο αγαπημένο παιχνίδι τόσων μικρών στον πλανήτη. Μα η ουσία της ήταν και είναι η ιστορία. «Αυτή είναι η ιστορία δύο μικρών αγοριών που ονειρεύονται να γίνουν οι καλύτεροι παίκτες στον κόσμο», λέει η πρώτη ατάκα του πρώτου επεισοδίου της πρώτης σεζόν του «Κάπτεν Τσουμπάσα», η οποία φανερώνει όλα όσα πρέπει να γνωρίζει κανείς πραγματικά για αυτό. Είναι μπάλα, είναι παιδική αθωότητα και είναι και ταύτιση. Κυρίως όμως είναι φιλία.
Όλο το άνιμε γυρνά γύρω από τον πρωταγωνιστή του, τον Οζόρα Τσουμπάσα ή Όλιβερ Ατόμ, και τον αγαπημένο του κολλητό, τον Τάρο Μισάκι ή Τομ Μπέκερ. Ο Οζόρα με κάποιο μαγικό τρόπο έχει μαζέψει πάνω του όλο το ταλέντο του κόσμου. Η μητέρα του, η οποία τον μεγαλώνει δίχως τον σύζυγό της, επιμένει πως αυτό το παιδί είναι γεννημένο για να παίζει ποδόσφαιρο. Συχνά τα άλλα παιδιά τον κοροϊδεύουν, του λένε να πάει να ασχοληθεί με κάποιο ηλεκτρονικό παιχνίδι, όμως εκείνος το μόνο που κάνει είναι βγαίνει στον δρόμο και το γήπεδο και να σαλεύει κόσμο με όσα θαυματουργά τα πόδια του μπορούν να κάνουν.
Έχει μόλις μετακομίσει σε μια νέα πόλη, το Νανκάτσου, και έχει αλλάξει σχολείο. Και λίγο καιρό μετά το ίδιο κάνει και ο Τάρο, ο οποίος προσγειώνεται στο ίδιο μέρος και κάνει την εγγραφή του στο ίδιο Δημοτικό σχολείο. Οι δυο τους συναντιούνται για πρώτη φορά μέσα στο γήπεδο. Ο Μισάκι αντικαθιστά ένα παιδί που έχει τραυματιστεί στην ομάδα του Τσουμπάσα.
Δεν έχουν ανταλλάξει ούτε κουβέντα στη ζωή τους, όμως είναι φανερό από την πρώτη στιγμή πως δεν χρειάζονται λόγια, πως ό,τι πρέπει να πουν το λένε με τα πόδια. «Gōruden konbi» ή «Χρυσή συνύπαρξη». Τσουμπάσα και Μισάκι θα διαλύσουν τους αντιπάλους τους και από την παρθενική τους κιόλας συνεμφάνιση θα γίνουν αχώριστοι και θα λάβουν αυτό το παρατσούκλι.
Τα δυο παιδιά παίζουν παρέα, διαπρέπουν παρέα, ονειρεύονται παρέα. Μεγαλώνουν μαζί, δυο κολλητοί με κόλλα με την μπάλα. Εκπροσωπούν το σχολείο τους και ζουν μοναδικές στιγμές, μπολιασμένες από τον σουρεαλισμό και την φαντασία του Τακαχάσι. Στο άνιμε κυριαρχούν τα αφύσικα δυνατά σουτ, τα ακραία άλματα, η ασύλληπτη ταχύτητα. Μα μέσα στα πλαίσια της φαντασίας, αυτή η φιλία δείχνει τόσο αληθινή.
Από παιδιά γίνονται έφηβοι και καλούνται να φορέσουν την επίσημη Μπλε των Σαμουράι, καλούνται και οι δυο στην Εθνική ομάδα για το Μουντιάλ Νέων. Και ανεβάζουν την Ιαπωνία στην κορυφή του κόσμου. Ιταλία, Αργεντινή, Γαλλία και Γερμανία. Όλες λυγίζουν μπροστά στις -κυριολεκτικά και μεταφορικά- υπερδυνάμεις των δύο κολλητών, οι οποίοι πανηγυρίζουν το Παγκόσμιο Κύπελλο, πριν καταλάβουν πως πλέον η πατρίδα τους δεν τους κρατά, πως μπορούν να κυνηγήσουν το όνειρό τους στο εξωτερικό. Ο Τσουμπάσα και ο Μισάκι φεύγουν, παίζουν στη Βραζιλία, την Ισπανία, την Ιταλία, τη Γερμανία.
Και μετά από χρόνια έρχεται εκείνη η στιγμή που καλούνται να φορέσουν ξανά τη φανέλα των Μπλε Σαμουράι, αυτή τη φορά σε ένα κανονικό Μουντιάλ. Η Ιαπωνία θα κληρωθεί σε έναν όμιλο-φωτιά. Έχει να αντιμετωπίσει την Ισπανία, τη Γερμανία και την Κόστα Ρίκα. Εντάξει, η τελευταία είναι βατή, αλλά κανείς δεν πιστεύει πως οι Σαμουράι μπορούν να κάνουν την έκπληξη και να πάρουν έστω και τη δεύτερη θέση. Μα σοκάρουν τη «Mannschaft» την πρώτη αγωνιστική, την νικούν με ανατροπή, προτού όμως ηττηθούν από την Κόστα Ρίκα.
Τα πάντα θα κριθούν στο μεγάλο παιχνίδι κόντρα στην Ισπανία, τα πάντα θα κριθούν σε μια ολόδική τους στιγμή. Η Ιαπωνία μένει πίσω στο σκορ στο ημίχρονο, αλλά ισοφαρίζει στην επανάληψη. Κι εκεί, τρία λεπτά μετά το 1-1… σκέτη μαγεία. Η μπάλα περνά ταχύτατα μπροστά από έναν όμιλο επιτιθέμενων και αμυνόμενων κορμιών. Βγαίνει άουτ. Ή μήπως όχι; Ένα ασύλληπτο σπριντ που αφήνει τους κεραυνούς του να πετάγονται ανάμεσα στα καρέ και μια προβολή-προσευχή με το αριστερό, πάνω ακριβώς στο χείλος του γκρεμού. Όλοι οι κοκκινοφορεμένοι σηκώνουν χαλαρά το χέρι τους στον ουρανό, πεπεισμένοι πως δεν υπάρχει φάση. Μα το τόπι βρίσκεται στην καρδιά της περιοχής και ο Μισάκι πετάγεται και σκοράρει με το γόνατο.
Οι μισοί πανηγυρίζουν, οι άλλοι μισοί προσπαθούν να καταλάβουν τι έχει συμβεί. Και η τεχνολογία απαντά, την ώρα που η κάμερα ξεγελά. Κανείς θα ορκιζόταν πως η μπάλα έχει περάσει τη γραμμή, πως είναι άουτ. Μα όχι. Για ένα ή δύο χιλιοστά είναι μέσα η άτιμη. Και η μάχη αρχίζει. Γκολ ή άουτ; Ένας λέει «γκολ», ο άλλος λέει «άουτ», δεν βγαίνει άκρη.
Αλλά δεν έχει και σημασία. Οι Ιάπωνες νικούν χάρη στη μαγική στιγμή της «Gōruden konbi» και παίρνουν μια απόλυτα απρόσμενη πρωτιά στον όμιλό τους, με τον πιο απόλυτα απρόσμενο τρόπο που θα μπορούσε να φανταστεί κανείς. Με ένα γκολ απίθανο, βγαλμένο από κάποια τρελή φαντασίωση των δύο αυτοκόλλητων φίλων. Τι σκέφτηκε ο Τακαχάσι…
Μα για μισό λεπτό. Παύση. Μπερδευτήκαμε. Ποιος Τακαχάσι, ποιος Τσουμπάσα και ποιος Μισάκι; Ποιο άνιμε και ποια φαντασία; Εδώ -στις τελευταίες παραγράφους δηλαδή- μιλάμε για πραγματικότητα. Απόλυτα τρελή, αλλά πραγματικότητα.
Την πραγματικότητα του Καορού Μιτόμα και του Άο Τανάκα. Των παιδιών που μεγάλωσαν παρακολουθώντας τις περιπέτειες του Κάπτεν Τσουμπάσα και του Τάρο Μισάκι, που μαγεύτηκαν από εκείνους τόσο πολύ ώστε βάλθηκαν να ξεθάψουν την πιο σπουδαία στιγμή της καριέρας τους μέσα από κάποιο επεισόδιο του περίφημου άνιμε. Δεν εξηγείται.
Οι δυο τους γνωρίστηκαν σε ένα Δημοτικό του Καβασάκι, ξεκίνησαν να παίζουν μπάλα στην ίδια ομάδα κι έγιναν αχώριστοι. Μεγάλωσαν παρέα, ονειρεύτηκαν παρέα. «Θέλω να παίξω για τη χώρα μου μαζί με τον Καορού», έγραψε ο Άο στο λεύκωμα αποφοίτησης από το Δημοτικό. «Θέλω να παίξω για τη χώρα μου και να γίνω ο καλύτερος παίκτης στον κόσμο μαζί με τον Άο», έγραψε ο Καορού. Ξεκίνησαν μαζί από την Καβασάκι και έπειτα χωρίστηκαν στο εξωτετικό, πριν βρεθούν ξανά μαζί στην Εθνική, όπως πάντα ήθελαν. Μα ίσως ούτε οι ίδιοι να είχαν φανταστεί τι θα ζούσαν παρέα.
Απόλυτοι πρωταγωνιστές σε μια από τις σπουδαιότερες στιγμές του ποδοσφαίρου της χώρας τους, σε εκείνο το απίθανο γκολ που θα μείνει ανεξίτηλα γραμμένο στην ιστορία του Μουντιάλ. Αδιαμφισβήτητοι ήρωες. Όχι σε κάποιο άνιμε, μα στην δική τους σουρεαλιστική πραγματικότητα. Σαν άλλοι Τσουμπάσα και Μισάκι. Δυο αχώριστοι κολλητοί, από την πρώτη στιγμή μέχρι και σήμερα. Αγκαλιασμένοι σφιχτά και ξαπλωμένοι στο χορτάρι στο σφύριγμα της λήξης. «Το ήξερα πως θα είσαι εκεί», του λέει ο Μιτόμα. «Το ήξερα πως θα πασάρεις εκεί», απαντάει ο Τανάκα.
Αυτή ήταν η ιστορία δύο μικρών αγοριών που ονειρεύονταν να γίνουν οι καλύτεροι παίκτες στον κόσμο. Επιστροφή στην πρώτη πρώτη ατάκα. Για χάρη του αληθινού Τσουμπάσα και του αληθινού Μισάκι. Των δυο παιδιών που μπορεί να μην έγιναν οι καλύτεροι παίκτες στον κόσμο, μα για μια στιγμή σόκαραν ολόκληρο τον πλανήτη.
Και σε αυτή τη στιγμή, όπως πάντα, ήταν αχώριστοι. Και την έζησαν μαζί. Σαν μια γροθιά, σαν μια «Gōruden konbi».
CHECK IT OUT: Αθλητισμός και Μιllenials: Όλα ή τίποτα. Αμέσως ή ποτέ.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
MUNDIAL 2022 | Faces: Τακούμα Ασάνο