Ένας ψηλόλιγνος κύριος εισέρχεται στο ασανσέρ του ξενοδοχείου Marriott στο Ντένβερ. Σκυφτός, όπως συνήθως.
Το πέρασμά του δεν συνοδεύεται από τη «λάμψη» που, κανονικά, θα έπρεπε να φέρνουν μαζί τους οι (ως τότε) τέσσερις τίτλοι ΝΒΑ, τα τρία βραβεία MVP Τελικών του ΝΒΑ και τα δύο βραβεία του πολυτιμότερου παίκτη της σεζόν.
Είναι 2012 και ο Τιμ Ντάνκαν, ο κατά πολλούς κορυφαίος πάουερ φόργουορντ όλων των εποχών, παραμένει το ίδιο σεμνός όσο και ως ρούκι.
Έχει αποφασίσει, έπειτα από μπόλικο κόπο -για όποιον τον γνωρίζει από το 1997, που πάτησε για πρώτη φορά το πόδι του στη Λίγκα-, να παραχωρήσει συνέντευξη στον Κρις Μπάλαρντ του περιοδικού Sports Illustrated.
Σε ένα σημείο του κειμένου του, με τίτλο «21 Shades Of Grey» (=«21 Αποχρώσεις του Γκρίζου»), ο Μπάλαρντ αποκαλεί τον Ντάνκαν «Buzzkill».
Κοινώς, κάτι σαν… «ξενέρωτο».
Σε πιστή μετάφραση, ως «εκτελεστή» της… φανφάρας!
(Σ.σ.: Η λέξη φανφάρα προέρχεται από το ιταλικό «fanfara», που σημαίνει σάλπισμα.
Στη νεοελληνική γλώσσα χρησιμοποιείται κυριολεκτικά για να δηλώσει ένα σύντομο μουσικό κομμάτι που εκτελείται από χάλκινα πνευστά όργανα.
Ωστόσο, ευρεία είναι η μεταφορική χρήση της, που αποτυπώνει τον πομπώδη λόγο, τον κομπασμό και τον άτοπο στόμφο).
«Ο Ντάνκαν μπαίνει σκυφτός στο ασανσέρ του Marriott. Θα παραχωρήσει τη συνέντευξη και μάλιστα στο δωμάτιό του.
»Μερικά λεπτά αργότερα, μια τριμελής οικογένεια εισέρχεται στον ανελκυστήρα. Άντρας τύπου στέλεχος εταιρείας, καλοχτενισμένη σύζυγος, έφηβη κόρη.
»Η πόρτα κλείνει. Και ορίστε τι δεν κάνει ο σύζυγος. Δεν κοιτάει δυο φορές, δεν φαίνεται ν’ αναγνωρίζει ποιος είναι ο Ντάνκαν ούτε κάνει κάποιο σχόλιο για το χθεσινοβραδινό ματς, τα φετινά πλέι-οφ ή εκείνη τη φορά που ο Ντάνκαν έβγαλε μία απίστευτη φάση.
»Η σύζυγος δεν ανοιγοκλείνει τα μάτια, δεν στριφογυρίζει. Η κόρη δεν σκέφτεται κάτι σαν “δεν το πιστεύω! Δεν το πιστεύω!”, και δεν αρχίζει να στέλνει μηνύματα στο κινητό της σαν τρελή.
»Δεν πρόκειται για τον ΛεΜπρον ή τον Κόμπι. Ούτε καν για τον Καρμέλο.
»Η πόρτα ανοίγει, η οικογένεια απομακρύνεται χωρίς να κοιτάξει πίσω. Ο Ντάνκαν δείχνει ανακουφισμένος»…
Είναι 25 Ιουνίου 1997.
Η μεγαλύτερη μέρα της ζωής του. Μέχρι τις επόμενες.
Ή, μήπως, όχι;
Ο Τιμ Ντάνκαν ανεβαίνει για πρώτη φορά στη «σκηνή» του ΝΒΑ.
Και μάλιστα ανεβαίνει πρώτος.
Οι Σαν Αντόνιο Σπερς τον επιλέγουν στο Νο1 του ντραφτ.
Ο τότε κομισάριος, Ντέιβιντ Στερν, αν και πάντα άτεγκτος, όπως είναι και η μετάφραση του επωνύμου του, «σκάει» ένα χαμόγελο μεγαλύτερο από του «TD».
Για τον Ντάνκαν, είναι απλώς μία ακόμη ημέρα.
Το χαμόγελο σχεδόν βγαίνει με το ζόρι.
Κοινό και Τύπος απορούν πρόωρα αν αυτός ο τύπος από τις Παρθένες Νήσους είναι, με απλές λέξεις, «βαρετός».
Το πλήρες όνομά του, το Τίμοθι Θίοντορ Ντάνκαν, μοιάζει βαρετό.
Τα πρώτα δείγματά του, είναι σαν να παρακολουθείς το ίδιο παιχνίδι σε διαφορετική ημέρα.
Ένα «ξενέρωτο» σουτ με ταμπλό. Εκνευριστικά εύστοχο.
Τα πόδια να κλίνουν προς τα μέσα.
Το άλμα να μην ξεπερνά μερικούς πόντους.
Αλλά και δεκάδες μικρά πράγματα στο παρκέ που εκτελεί στην εντέλεια και θα έπρεπε τα επόμενα χρόνια να αποθεώσει ο προπονητής του, Γκρεγκ Πόποβιτς, για να γίνουν τελείως αντιληπτά.
Ακρίβεια στην πάσα σαν γκαρντ. Εξαιρετική ατομική και, κυρίως, ομαδική άμυνα.
«Διάβασμα» του αντιπάλου και άριστα σε γνώση όλων των συστημάτων του κόουτς «Pop», για… κάθε συμπαίκτη του.
Η αναγνώριση έρχεται.
Πρώτος τίτλος το 1999, κόντρα στους Νικς.
Τα δύο πρώτα βραβεία MVP της σεζόν, το 2002 και 2003, τον κατατάσσουν ήδη στην ελίτ.
Όμως εκείνος ο περίπου ράθυμος και για πολλούς παράξενος τυπάκος, δεν αλλάζει συνήθειες.
Παραλαμβάνει τα βραβεία φορώντας τζιν και μπλουζάκι.
Πάνω-κάτω στο γήπεδο με το ίδιο βήμα. Σπάνια ένας μορφασμός «ξεπηδά» από το ανέκφραστο πρόσωπό του.
Για τον ίδιο δεν μετρά τίποτα άλλο πέρα από το μπάσκετμπολ.
Δεν διαβάζει τι γράφουν για εκείνον.
Δεν ακούει τις ζητωκραυγές του κοινού στο Σαν Αντόνιο.
Δεν «βλέπει» πόσο και πώς οι αντίπαλοί του επιχειρούν μάταια να τον εκνευρίσουν, χωρίς αποτέλεσμα…
Προτού βρεθεί στο ΝΒΑ, είχε ολοκληρώσει τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο Ουέικ Φόρεστ.
Κάτι σπάνιο για τους σύγχρονους σταρ της Λίγκας, που αφήνουν το κολέγιο μετά τον πρώτο ή τον δεύτερο χρόνο φοίτησης.
Έλαβε πτυχίο ψυχολογίας.
Κάθισε στη σχολή και τα τέσσερα χρόνια, όπως είχε υποσχεθεί στη μητέρα του πριν την χάσει, στα 14 του, από καρκίνο στο στήθος…
Η ψυχολογία τον βοήθησε και στο παρκέ.
Στις ημέρες δόξας του trash-talking στο ΝΒΑ, ο Ντάνκαν παρέμενε old-school.
«Αν δείξω εκνευρισμό από τα λόγια αντιπάλου, αυτός θα το εκλάβει ως αδυναμία και θα το εκμεταλλευτεί», εξηγούσε.
Ο πάντα «ομιλητικός» Σακίλ Ο’Νιλ είχε δηλώσει στις αρχές της δεκαετίας του 2000 για τις αναμετρήσεις του με τον σταρ των Σπερς ότι «δεν κατόρθωνα ποτέ να σου σπάσω τα νεύρα.
»Δεν φοβόμουν να “την πω” στον Πάτρικ Γιούινγκ. Έμπαινα μπροστά στο πρόσωπο του Αλόνζο Μούρνινγκ και του Ντέιβιντ Ρόμπινσον.
»Όμως, όταν μιλούσα “βρώμικα” στον Τιμ, με κοιτούσε λες και είχε απέναντί του εξωγήινο! Δεν καταλάβαινα αν βαριέται».
Ο Γκρεγκ Πόποβιτς δεν αναρωτήθηκε ποτέ για το τελευταίο.
Στις αρχές Ιουλίου του 1997, επισκέφθηκε τη γενέτειρα του Ντάνκαν, το Σεν Κρουά στις Παρθένες Νήσους, για να γνωρίσει από κοντά τον νέο παίκτη που επέλεξε στο Νο1.
Είναι περιβόητες οι συζητήσεις του Πόποβιτς με τους νέους παίκτες του, στις οποίες αφιερώνει ώρες για μιλά μαζί τους για οτιδήποτε άλλο εκτός από μπάσκετμπολ.
Τόπος καταγωγής, πολιτική, φιλοσοφία, ζωή, είναι τα θέματα που προτιμά.
Σ’ εκείνη την πρώτη συνάντηση, όμως, ο 21 ετών Τιμ δεν είχε όρεξη για κουβέντα, αλλά για… κολύμβηση.
Ο Ντάνκαν μεγάλωσε στο Σεν Κρουά, με όνειρο να γίνει κολυμβητής.
Στα 13 του, όμως, το 1989, ο τυφώνας Hugo πέρασε με μανία από τις Παρθένες Νήσους και άφησε πίσω του δύο νεκρούς, ογδόντα τραυματίες και το 90% των κτιρίων κατεστραμμένο…
Ο Τίμι, οι αδερφές και η μητέρα του σώθηκαν καταφεύγοντας στο μπάνιο του σπιτιού, όσο ο πατέρας του, Ουίλιαμ, οικοδόμος που είχε χτίσει το σπίτι, έμεινε στο σαλόνι.
Η οικία Ντάνκαν έμεινε όρθια. Όχι, όμως, και η πισίνα της περιοχής.
Οι προπονήσεις μεταφέρθηκαν στη θάλασσα, αλλά ο Ντάνκαν δεν νίκησε ποτέ τον φόβο του για τους καρχαρίες και παράτησε την κολύμβηση.
Τον Ιούλιο του 1997, όμως, ήθελε να δείξει στον Πόποβιτς πως δεν φοβάται.
Ο μύθος λέει ότι στην πρώτη συνάντηση των δύο ανδρών, ο Τιμ πήγε τον νέο προπονητή του για κολύμπι.
Ο νεαρός ψηλός, πάντα γεμάτος αυτοπεποίθηση στο νερό.
Ο Αμερικανός προπονητής έκανε απότομες κινήσεις για να ακολουθήσει τον ρυθμό του πιτσιρικά.
Η βραχώδης παραλία χάθηκε από το βλέμμα τους. Ο Πόποβιτς σκέφτηκε ότι απομακρύνθηκαν πολύ. Ωστόσο, συνέχισε, προκειμένου να μη δείξει αδυναμία.
Αυτό επαναλήφθηκε τις επόμενες ημέρες.
Αλλά ο Πόποβιτς ήταν πιο αποφασιστικός και ήρεμος στις πολύωρες -πάντα εκτός μπάσκετμπολ- συζητήσεις τους, τις επόμενες ημέρες, μαζί με καλό κρασί.
«Μου λείπουν αυτές οι μέρες», τόνισε ο βετεράνος κόουτς στις 19 Δεκεμβρίου 2016, όταν οι Σπερς απέσυραν το Νο21 του Ντάνκαν.
«Είμαστε σαν αδελφές ψυχές, περισσότερο στη ζωή και λιγότερο στο μπάσκετμπολ», πρόσθεσε.
Η ιστοσελίδα «SBNation» είχε γράψει λίγους μήνες νωρίτερα, όταν ο Ντάνκαν αποχώρησε από την ενεργό δράση, ότι «εκείνος και ο Πόποβιτς ήταν φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλον».
Στον Ντάνκαν «χρέωναν» ότι δεν θέλει να διαφημίζει τον εαυτό του.
Το 1998 κατέκτησε το βραβείο του κορυφαίου πρωτοεμφανιζόμενου της σεζόν.
Στο παρθενικό παιχνίδι του στα πλέι οφς, εναντίον των Σανς στο Φίνιξ, σκόραρε 32 πόντους και μάζεψε δέκα ριμπάουντς!
Μία πρώτη ένδειξη ότι ήταν ξεχωριστός.
Ο ίδιος, όμως, δεν αισθανόταν έτσι.
Το φθινόπωρο του 2003, λίγες εβδομάδες από τη μοναδική σκέψη του ν’ αφήσει τους Σπερς, για το Ορλάντο, τα «Σπιρούνια» άρχισαν προετοιμασία, ως πρωταθλητές.
Οι παίκτες, πλην των βετεράνων Στιβ Κερ και Ντάνι Φέρι, διέμεναν σε ξενοδοχείο.
Οι δύο παραπάνω δεν ήθελαν να αφήσουν το σπίτι και τα παιδιά τους.
Την τρίτη μέρα της προετοιμασίας, οι Κερ και Φέρι έφτασαν με τα αυτοκίνητά τους στο προπονητικό κέντρο, ταυτόχρονα με την άφιξη του πούλμαν της ομάδας.
Ο Ντάνκαν κατέβηκε από το λεωφορείο και κοιτώντας τους δύο συμπαίκτες του, ρώτησε:«Δηλαδή εσείς κοιμάστε στα σπίτια σας;».
Η κατάφαση των Κερ και Φέρι παραξένεψε τον Ντάνκαν, που είχε και συμπληρωματική απορία: «Επιτρέπεται αυτό;»
Ο Φέρι τού απάντησε κοφτά! «Τιμ, είσαι ο MVP του ΝΒΑ. Μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις!».
Ο Ντάνκαν επέμενε πως «ακούγεται αλαζονικό, αλλά δεν θέλω στ’ αλήθεια ν’ αλλάξω. Μ’ αρέσει το πώς είμαι, το πώς δουλεύω. Προσπαθώ απλώς να είμαι ο εαυτός μου».
Ο Τύπος απορούσε αν ο «TD» θα ήταν ο ίδιος αν είχε γίνει ντραφτ από ομάδα μεγάλης αγοράς, όπως η Νέα Υόρκη.
«Κι εκεί καταπληκτικός θα ήταν», δηλώνει βέβαιος ο Πόποβιτς.
Ο νυν κόουτς των Γκόλντεν Στέιτ Ουόριορς και άλλοτε συμπαίκτης του, Στιβ Κερ, θεωρεί ότι «θα άντεχε τη δημοσιότητα και την πίεση του Τύπου.
»Θα προσαρμοζόταν. Οι ρεπόρτερ θα τον κυνηγούσαν για ένα-δύο χρόνια και… θα τα παρατούσαν».
Ο ίδιος ο Ντάνκαν, πάντως, ομολόγησε ότι «μάλλον θα ήταν μαρτύριο. Προφανώς δεν θ’ άντεχα για πολύ εκεί»…
Στη συνέντευξη του 2012 στο Sports Illustrated, ο Μπάλαρντ είχε ρωτήσει τον Ντανκαν: «Δεν σε ενδιαφέρει πώς σε βλέπουν, πώς θα σε θυμούνται;».
«Δεν έχω κανένα έλεγχο πάνω σ’ αυτό. Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να παίζω, και να προσπαθώ να παίζω καλά», αποκρίθηκε.
«Η νίκη θα έπρεπε να είναι το μόνο που μετράει. Δεν μπορώ να χειριστώ το πώς με βλέπει ο κόσμος».
»Φαντάζομαι ότι θα μπορούσα να είμαι πιο προσιτός και να είμαι ο αγαπημένος όλων. Θα μπορούσα να μιλάω για τη ζωή μου και να έχω πιο πολλές χορηγίες και να είμαι εκεί έξω και να είμαι ο αγαπημένος των οπαδών. Αλλά γιατί θα βοηθούσε αυτό;
»Γιατί θα έπρεπε να βοηθάει;
»Με τα Μ.Μ.Ε., μένω στα βασικά, στην επιφάνεια, στο θέμα μας. Είμαστε εδώ για να μιλήσουμε για μπάσκετμπολ. Θα σου δώσω αυτό που θες και μετά θα πάει καθένας σπίτι του. Δεν με νοιάζει καθόλου αν θα με γνωρίσει κάποιος ή αν θα μπει στη ζωή μου».
Ο επί χρόνια ατζέντης του Ντάνκαν (και μετέπειτα πρόεδρος των Φίνιξ Σανς, Λον Μπάμπι, είχε δηλώσει πως «ο Τιμ απέρριπτε σχεδόν όλες τις προτάσεις για χορηγικές συμφωνίες.
»Έλεγε ότι απλώς δεν είναι τόσο σημαντικές για εκείνον, για την οικογένειά του και το προφίλ του. Έπρεπε να διασφαλίσω ότι θα έκανα αυτό που επιθυμούσε εκείνος και όχι αυτό που ήθελα εγώ».
Επικεντρώθηκε στο μπάσκετ.
Είναι ο μοναδικός παίκτης στην ιστορία του ΝΒΑ με 1.000+ νίκες με την ίδια ομάδα.
Το ποσοστό νικών 70,2% των Σπερς στα 19 χρόνια που αγωνίστηκε στο Σαν Αντόνιο είναι το υψηλότερο στην ιστορία και των τεσσάρων επαγγελματικών σπορ των Η.Π.Α.!
Για εκείνον μετρά ότι από «Mr. Spock», όπως ήταν το παρωνύμιο του στο κολέγιο, από τον χαρακτήρα του Star Trek, έγινε ο «The Big Fundamental», για την άριστη γνώση των βασικών του μπάσκετμπολ.
Παρά το συνήθως στωικό ύφος του, αντιμετώπισε με χιούμορ το αστείο του κόουτς Πόποβιτς, όταν σε αγώνα που δεν τον χρησιμοποίησε σε αγώνα τον Μάρτιο του 2012 και ζήτησε από τη στατιστική υπηρεσία να γράψει δίπλα στο όνομά του: «DNP–Old» (= «Δεν αγωνίστηκε-Γέρος»)!
Τον πείραζε λίγο περισσότερο όταν αντιμετώπιζε νεαρούς παίκτες και εκείνοι του έλεγαν πως «μεγαλώνοντας, σε παρακολουθούσα να αγωνίζεσαι».
Ίσως να χαμογελούσε αμήχανα.
Ενδεχομένως και να το απέφευγε, καθώς ο συνήθως ανέκφραστος Ντάνκαν αποβλήθηκε μία φορά από τον διαιτητή Τζόι Κρόφορντ επειδή… γελούσε!
Το 2007, μετά το sweep επί των Καβαλίερς στους Τελικούς, συνάντησε τον 23χρονο τότε ΛεΜπρον Τζέιμς και του είπε χαριτολογώντας: «Σε λίγο καιρό, αυτή η Λίγκα θα είναι δική σου. Σ’ ευχαριστώ που μας άφησες να κατακτήσουμε το φετινό τρόπαιο!!!».
Το περιοδικό «GQ» τον αποκάλεσε «διασκεδαστικό μπαμπά» .
Η πατρική φιγούρα του Τίμι δεν περιορίστηκε στο σπίτι του.
Για χρόνια, ο -επίσης διασκεδαστικός- Γκρεγκ Πόποβιτς στηριζόταν πάνω του.
Όχι μόνο στα τάιμ-άουτ.
Αγαπημένη συνήθεια του «Pop» ήταν να απομακρύνεται και να αφήνει έναν εκ των Ντάνκαν, Πάρκερ ή Τζινόμπιλι να δίνει οδηγίες.
Στο τέλος, ρωτούσε τον Ντάνκαν κι εκείνος απαντούσε απλώς: «Το κατάλαβαν».
Ο Ντάνκαν ήταν εκείνος που είχε «σώσει» τη νύχτα του Τζινόμπιλι, όταν ο Αργεντινός είχε μία άσχημη βραδιά στα πλέι οφς και δεν ήθελε να μιλήσει σε κανέναν.
Ο αρχηγός του επέμεινε και τον κάλεσε για δείπνο, συζητώντας μαζί του για αυτοκίνητα, υπολογιστές και οτιδήποτε άλλο εκτός από μπάσκετμπολ.
Ο Ντάνκαν ήταν εκείνος που ηρεμούσε και τον «εκρηκτικό» Στίβεν Τζάκσον.
Ο δεύτερος γινόταν έξαλλος όταν έβγαινε από το παρκέ, όμως ο «TD» έλεγε του κόουτς: «Άσε… Το(ν) έχω».
Μιλούσε στον Τζάκσον, πήγαιναν μαζί για paintball (έπειτα από προτροπή του Πόποβιτς) και όπως έχει σημειώσει ο άλλοτε «Spur», Σον Έλιοτ, «ο Στίβεν ηρεμούσε όταν έβλεπε τον κόουτς να βρίζει σε κάθε προπόνηση τον Τιμ, τον καλύτερο παίκτη του!».
Το να είσαι MVP και να «τ’ ακούς» κάθε μέρα από τον προπονητή σου δεν ήταν συνηθισμένο.
Αλλά και ο Τιμ Ντάνκαν δεν ήταν συνηθισμένος.
Ήθελε απλά να γίνεται καλύτερος.
Ήταν ένα μάθημα από και μία υποχρέωση προς τη μητέρα του, Άιονι.
Εκείνη του τραγουδούσε κάθε βράδυ, όπως και στις δύο κόρες της, το παιδικό άσμα «Good, better, best. Never let it rest. Until your good is better, and your better is your best».
Κοινώς, «καλός, πιο καλός, ο καλύτερος. Ποτέ μην σταματάς. Μέχρι το καλό σου να είναι πιο καλό και το πιο καλό να είναι το καλύτερό σου».
Μία ημέρα πριν από τα 14α γενέθλια του Τιμ, η οικογένεια Ντάνκαν δεν γιόρταζε.
Δεν ετοίμαζε τούρτες.
Η Άιονι έχασε τη «μάχη» με τον καρκίνο στο στήθος…
Ο κανακάρης της σοκαρίστηκε, όμως θέλησε να βγει πιο δυνατός από αυτό.
«Ο θάνατος της μαμάς μου με έκανε να συνειδητοποιήσω από νωρίς τι είναι η ζωή, τι είναι ο θάνατος και όλα όσα συμβαίνουν ανάμεσά τους», είχε σχολιάσει μερικά χρόνια αργότερα.
«Σε κάνει να αντιληφθείς τη θνητότητά σου, αλλά κι εκείνη των ανθρώπων γύρω σου. Καταλαβαίνεις ότι δε θα ζεις για πάντα και πως δεν είσαι άτρωτος», πρόσθεσε.
Στη μνήμη της, συγκέντρωσε εκατοντάδες χιλιάδες δολάρια για τον αγώνα κατά του καρκίνου του μαστού.
Ενώ το ίδρυμα που φέρει το όνομά του στηρίζει την εκπαίδευση νέων στο Σαν Αντόνιο, στο Ουίνστον-Σέιλεμ, έδρα του Ουέικ Φόρεστ και στο Σεν Κρουά, τον τόπο όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε.
Έκανε το χατίρι της μητέρας του να ολοκληρώσει τις σπουδές του, πριν παίξει επαγγελματικά.
Από μικρός, άλλωστε, ήταν χαρισματικός και στα οκτώ του, τον έβαλαν στην τάξη του σχολείου των εννιάχρονων, για λόγους ευφυΐας.
Έδινε την εντύπωση ότι βαριέται ή είναι απρόσεκτος, όμως άκουγε τα πάντα.
Ο προπονητής του στο πανεπιστήμιο Ουέικ Φόρεστ, Ντέιβ Όντομ, ακόμη διηγείται τη συνάντησή τους στο πατρικό του Τιμ, στην προσπάθειά του να τον «στρατολογήσει».
«Εγώ συζητούσα με τον πατέρα του για τον μικρό και αυτός καθόταν κολλημένος στην τηλεόραση και έμοιαζε να μην είχε καμία επαφή με το περιβάλλον», εξιστόρησε ο Όντομ.
«Αναγκάστηκα να πάω δίπλα στην τηλεόραση και να του ζητήσω να την κλείσει, ώστε να με ακούσει.
»Αποκρίθηκε ότι είχε ακούσει τα πάντα και μου ανέφερε λέξη προς λέξη ό,τι είχα πει! Έμεινα έκπληκτος.
»Είχε αυτή την απίστευτη ικανότητα να μοιάζει ότι βρίσκεται αλλού, όμως ταυτόχρονα να αντιλαμβάνεται ό,τι συμβαίνει γύρω του».
Ο Όντομ θυμάται επίσης πως όταν ο Ντάνκαν έφτασε στο Ουέικ Φόρεστ, οι συμμαθητές του τον πείραζαν για την καταγωγή του, ρωτώντας επιδεικτικά: «Στις Παρθένες Νήσους φοράτε ρούχα;».
Η απόκριση του μετέπειτα σταρ του ΝΒΑ ήταν χιουμοριστική: «Όχι, όσα φοράω τα αγόρασα τώρα που ήρθα στις Η.Π.Α.!».
Αυτός ο για πολλούς «βαρετός» τύπος είχε μία διασκεδαστική πλευρά.
Όμως, δεν επιθυμούσε να την δείχνει συχνά δημοσίως.
Όταν πλήρωνες εισιτήριο για να τον παρακολουθήσεις, δεν θα τον έβλεπες να καρφώνει πάνω από τους αντιπάλους του, σαν τον Κέβιν Γκαρνέτ.
Δεν θα του ζητούσες, θαρρεί κανείς, να «περάσει μέσα από τοίχο», σαν τον Καρλ Μαλόουν.
Όμως είχε τον δικό του τρόπο, με ένα μοναδικό… σύνηθες.
Όπως έγραψε ο Κρις Μπάλαρντ, τέσσερα χρόνια πριν την αποχώρηση του Ντάνκαν, «όταν θα αποσυρθεί, θα συνειδητοποιήσουμε άραγε ξαφνικά πόσο μας λείπει;
»Θα συνειδητοποιήσουμε πόσο μοναδική υπήρξε η σπουδαία καριέρα του; Θ’ αρχίσουμε να τον εκτιμάμε όχι μόνο για όλα όσα ήταν αλλά και για όλα όσα δεν ήταν;».
Ο Τιμ Ντάνκαν ήταν η επιτομή του να είσαι ξεχωριστός, δίχως να προσπαθείς να δείχνεις ξεχωριστός.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ:
Το μεγαλείο του Ντέιβιντ Ρόμπινσον δεν καθορίστηκε από τα (κάθε λογής) «γαλόνια» του