Τον Ιανουάριο του 2020 συμπλήρωσα 30 χρόνια παρουσίας στην Εθνική ομάδα της Επιτραπέζιας Αντισφαίρισης της Ελλάδας. 30 χρόνια! Δεν είναι και λίγα!
Πώς πέρασαν… Ούτε το κατάλαβα.
Μάλλον, γιατί ήταν πολύ ευχάριστα. Τόσο, ώστε, αν υπήρχε τρόπος, θα γυρνούσα τον χρόνο πίσω να τα ζήσω ξανά από την αρχή!
Αυτό, φυσικά, δεν σημαίνει πως δεν υπήρξαν και δύσκολες -αγωνιστικά- στιγμές.
Υπήρξαν και πολλές μάλιστα. Αμέτρητες, θα έλεγα.
Κάθε ήττα για μένα ήταν και μια δύσκολη στιγμή. Όμως, η ήττα είναι μέσα στο πρόγραμμα. Πρέπει να μάθεις να τη δέχεσαι. Χωρίς να σε “ρίξει κάτω”.
Αυτό συνέβαινε στη δική μου περίπτωση. Τη δεχόμουν, αλλά δεν με έριχνε κάτω! Δεν “έπεφτα”. Δεν τα παρατούσα.
Ίσως γιατί για μένα η ήττα δεν ήταν αποτυχία. Ήταν το κίνητρο, για να δουλεύω παραπάνω. Να γίνομαι καλύτερος και πιο δυνατός!
Το μόνο που δεν κατάφερα στα 30 χρόνια, κατά τα οποία φοράω τη φανέλα της Εθνικής ομάδας, ήταν να πάρω ένα Ολυμπιακό μετάλλιο.
Όχι γιατί δεν προσπάθησα. Ίσα-ίσα! Προσπάθησα και δούλεψα πολύ, πάρα πολύ. Κάθε καλοκαίρι, σε κάθε προετοιμασία. Με τους προπονητές, τους υπόλοιπους αθλητές, την ομοσπονδία.
Δεν ήρθε, γιατί δεν έτυχε… Έτσι απλά.
Στις μεγάλες διοργανώσεις, βλέπετε, τα αποτελέσματα δεν εξαρτώνται μόνο από την προετοιμασία, τη δουλειά ή την προσπάθεια που κάνεις. Εξαρτώνται και από την τύχη. Και στους Ολυμπιακούς Αγώνες, κάποιες φορές, η τύχη ίσως να έπαιξε τον ρόλο της.
Ξέρετε, όμως, κάτι; Δεν το ‘χω απωθημένο! Νιώθω απόλυτα ικανοποιημένος απ’ όλα, όσα έχω πετύχει μέχρι τώρα. Εξακολουθώ να έχω πάντα το ίδιο πάθος. Την ίδια όρεξη για δουλειά.
Από τότε, όταν στη Ρουμανία, παιδί ακόμα, βρέθηκα για πρώτη φορά μπροστά σ’ ένα αγωνιστικό τραπέζι του πινγκ πονγκ, έως σήμερα, οπότε παίζω με την βελγική Ντίεστ.
Το ξεκίνημα βέβαια στον αθλητισμό, δεν προμήνυε τίποτα απ’ όλα, όσα έχουν συμβεί μέχρι σήμερα.
Αρχικά, ήθελα να ασχοληθώ με την ενόργανη γυμναστική, μιας και στην Ρουμανία ήταν από τα πιο δημοφιλή αθλήματα και μεταξύ εκείνων που είχαν σημαντικές επιτυχίες στις διεθνείς διοργανώσεις.
Ξεκίνησα όταν ήμουν στο δημοτικό σχολείο. Έναν χρόνο μετά, όμως, τραυματίστηκα, έμεινα πίσω στις προπονήσεις και πολύ σύντομα αναζήτησα άλλους τρόπους, για να αθλούμαι, ώστε να περνάω ευχάριστα τον χρόνο μου.
Μια μέρα μπήκα σε μια αίθουσα που ήταν δίπλα στο σπίτι μου. Βρήκα ένα αγωνιστικό τραπέζι του πινγκ πονγκ, πλησίασα, έπαιξα ένα παιχνίδι κι από τότε… κόλλησα. Ένα “κόλλημα” που διαρκεί σχεδόν 40 χρόνια!
Ο σωματότυπός μου και το γυμνασμένο, από την ενόργανη γυμναστική, κορμί με βοήθησαν αρκετά να αποκτήσω καλή τεχνική από την αρχή.
Με σκληρή δουλειά, υπομονή και κυρίως επιμονή, εξελίχθηκα σε βαθμό τέτοιο, ώστε από την ηλικία των 9 ετών ήμουν πρώτος στην κατηγορία μου στα πρωταθλήματα της Ρουμανίας. Το κίνητρο, για να συνεχίσω να ασχολούμαι με το άθλημα, ήταν ήδη μεγάλο.
Μόνο που εκείνα τα χρόνια, η Ρουμανία βρισκόταν υπό το καθεστώς της πολιτικής του Τσαουσέσκου και η κατάσταση στο εσωτερικό της ήταν πολύ περίεργη… Για να είμαι ειλικρινής, δε θυμάμαι να είχε συμβεί κάποιο άσχημο περιστατικό σε μένα ή την οικογένειά μου. Θυμάμαι, όμως, τα προβλήματα που άρχισαν να δημιουργούνται, όταν μπήκα στην εφηβεία και διαπίστωσα ότι σ’ αυτήν τη χώρα δεν θα είχα μέλλον.
Όλα ξεκίνησαν από την ηλικία των 16 χρόνων και μετά. Όταν άρχισα να γίνομαι περιζήτητος στην Ευρώπη και διάφοροι σύλλογοι έδειξαν ενδιαφέρον να με πάρουν στις ομάδες τους.
Η προοπτική να αγωνιστώ εκτός Ρουμανίας ήταν πολύ μεγάλη, αλλά αυτό μάλλον δεν άρεσε πολύ στους ανθρώπους του καθεστώτος.
Σταδιακά, λοιπόν, άρχισαν να μου βάζουν εμπόδια.
Το μεγαλύτερο από όλα -κι αυτό που έβαλε σε σκέψεις εμένα και την οικογένειά μου για το μέλλον μου στο άθλημα- ήταν ότι “έκοψαν” τις συμμετοχές μου στις διεθνείς διοργανώσεις, αφαιρώντας μου το δικαίωμα να ταξιδεύω στο εξωτερικό.
Ειλικρινά, δεν ξέρω τι σκέψεις είχαν μέσα στο μυαλό τους…
Ίσως να σκέφτονταν ότι, αν πήγαινα σε κάποια άλλη χώρα της Ευρώπης, δεν θα γυρνούσα πίσω. Ή ότι το πινγκ πονγκ ήταν ένα άθλημα, το οποίο δεν είχε την προοπτική, όπως άλλα αθλήματα (π.χ η ενόργανη), να φέρει ένα μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες στη χώρα. Άρα, δεν υπήρχε κανένας λόγος να με στείλουν να αγωνιστώ.
Βλέπετε, στη Ρουμανία εκείνα χρόνια, προωθούνταν και στηρίζονταν μόνον οι αθλητές και τα αθλήματα που μπορούσαν να φέρουν χρυσά Ολυμπιακά μετάλλια.
Η ουσία ήταν πως δεν μπορούσα να αγωνιστώ σε καμία διοργάνωση εκτός χώρας. Ακόμα και σ’ εκείνες, στις οποίες όλα τα έξοδα του ταξιδιού και της διαμονής μου ήταν πληρωμένα από τους διοργανωτές.
Προκρινόμουν σε αγώνες, στους οποίους το μόνο που έπρεπε να κάνω ήταν να δώσω το παρών, και δεν μπορούσα να πάω. Δεν είχα καν το διαβατήριο, για να ταξιδέψω. Το κρατούσαν οι άνθρωποι του καθεστώτος. Όπως και πολλών άλλων πολιτών της χώρας, οι οποίοι έπρεπε να πάρουν ειδική άδεια για να ταξιδέψουν.
Ώσπου το καλοκαίρι του 1989, κι αφού είχαν προηγηθεί δύο φορές, στις οποίες είχε ακυρωθεί η συμμετοχή μου σε διεθνείς διοργανώσεις, αποφασίστηκε για κάποιον λόγο, τον οποίο δεν γνωρίζω, να μου δοθεί η άδεια να αγωνιστώ στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Νέων στο Λουξεμβούργο.
Τότε, η οικογένειά μου κι εγώ πήραμε την απόφαση να κάνουμε κάτι για το μέλλον μου. Αν έμενα στη Ρουμανία με τις συνθήκες που επικρατούσαν, δεν υπήρχε καμία περίπτωση να εξελιχθώ στο άθλημα, ενώ το ενδεχόμενο να σπουδάσω, δεν με ενθουσίαζε αρκετά.
Ήθελα να ασχοληθώ επαγγελματικά με το πινγκ πονγκ.
Κινήθηκα, λοιπόν, προς αυτήν την κατεύθυνση.
Ταξίδεψα για το Λουξεμβούργο και, όταν έφτασα στη χώρα, πήγα στην ελληνική πρεσβεία και ζήτησα πολιτικό άσυλο.
Γιατί στην ελληνική κι όχι σε κάποια άλλη;
Επειδή μεταξύ των συλλόγων που είχαν δείξει ενδιαφέρον εκείνη την εποχή, ήταν κι ένας από την Ελλάδα. Με είχε κερδίσει ο τρόπος, με τον οποίο με είχαν προσεγγίσει οι παράγοντές του, και είχα ήδη αποφασίσει να έρθω στη χώρα.
Τον Αύγουστο του ίδιου έτους, έφτασα στην Ελλάδα μαζί με τον πατέρα μου. Εκείνος είχε βγάλει βίζα για να πάει στη Γερμανία, αλλά στην ουσία ήθελε να έρθει μαζί μου.
Η μητέρα μου και η αδερφή μου έμειναν πίσω στη Ρουμανία. Πέρασαν δύσκολα για κάποιο διάστημα, αλλά το περιμέναμε. Ήμασταν προετοιμασμένοι. Γνωρίζαμε πως η φυγή μας θα είχε επιπτώσεις.
Η σοβαρότερη ήταν ότι η μητέρα μου, δασκάλα στο επάγγελμα, έχασε τη δουλειά της. Ευτυχώς, η κατάσταση αυτή δεν κράτησε πολύ. Η πτώση του καθεστώτος τον χειμώνα του 1989 άλλαξε το πολιτικό σκηνικό και τα πράγματα ηρέμησαν.
Λίγα χρόνια αργότερα, η αδερφή μου ακολούθησε τον σύζυγό της στην Αμερική και μαζί τους ακολούθησε και η μητέρα μας.
Εγώ παρέμεινα στην Ελλάδα μαζί με τον πατέρα μου, συνεχίζοντας, ήρεμος πλέον και πιο σίγουρος για τον εαυτό μου, αυτό που είχα ξεκινήσει, έχοντας δίπλα μου τον Α.Κ. Ζωγράφου και την ελληνική ομοσπονδία.
Τον Ιανουάριο του 1990 έκανα την πρώτη μου εμφάνιση με την Εθνική ομάδα της Ελλάδας. Ομολογώ πως ήμουν πολύ αγχωμένος…
Τότε, είχα πάει στο Λιντς, στην Αγγλία, για να παίξω με έναν από τους κορυφαίους αθλητές στην Ευρώπη, τον Ντέσμοντ Ντάγκλας. Ο αγώνας ήταν δύσκολος κι έχασα.
Το αποτέλεσμα με άγχωσε ακόμα περισσότερο. Θυμάμαι, σαν τώρα, όταν πήγα στον Πρόεδρο της ελληνικής ομοσπονδίας και τον ρώτησα: «Πρόεδρε, τώρα που έχασα, θα με στείλετε ξανά σε αγώνα»;
Έβαλε τα γέλια.
Εγώ, όμως, μιλούσα σοβαρά. Προερχόμουν από ένα καθεστώς που δεν επέτρεπε λάθη… Αν εκείνη την εποχή πήγαινες να παίξεις σ’ ένα ευρωπαϊκό πρωτάθλημα και δεν έπαιρνες κάποιο μετάλλιο, δεν σε έστελναν ξανά. Υπήρχε μεγάλη ψυχολογική πίεση.
Στην Ελλάδα, όμως, διαπίστωσα πως η κατάσταση ήταν εντελώς διαφορετική.
Η στήριξη των ανθρώπων της ομοσπονδίας και της ομάδας μου με βοήθησε να πατήσω γερά στα πόδια μου. Να ξεπεράσω το άγχος και σιγά-σιγά να έχω απόδοση σύμφωνα με τις πραγματικές μου δυνατότητες.
Την ίδια περίοδο, είχε ξεκινήσει και η ανάπτυξη του πινγκ πονγκ στην Ελλάδα. Μπορεί η εθνική ομάδα να μην ήταν σε πολύ υψηλό επίπεδο, ήταν όμως, σε πάρα πολύ καλό δρόμο.
Λειτουργούσε σωστά, με σωστές προπονήσεις και σωστή προετοιμασία, και είχε όλα τα εφόδια να πάει μπροστά. Όπως και πήγε.
Όλα είχαν μπει πια στον σωστό δρόμο.
Δυστυχώς, 6 χρόνια μετά την εγκατάστασή μου στην Ελλάδα, έχασα τον άνθρωπο που με είχε στηρίξει πρώτος απ’ όλους σε αυτήν τη διαδρομή: Τον πατέρα μου. Έτσι ξαφνικά… Τον Οκτώβριο του 1995.
Το πρωί της ημέρας, κατά την οποία τον “έχασα”, μιλούσαμε στο τηλέφωνο. Το απόγευμα θα έπαιζα με την Εθνική ομάδα, κόντρα στο Ισραήλ στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας σ’ ένα παιχνίδι για το Ευρωπαϊκό Λιγκ, και συζητούσαμε διάφορα για τον αγώνα.
Τον περίμενα στο γήπεδο. Κάποια στιγμή διαπίστωσα ότι δεν ήταν εκεί. Ήμουν σίγουρος ότι είχε συμβεί κάτι κακό. Ο πατέρας μου, μόνο αν ήταν νεκρός, θα απουσίαζε από κάποιον αγώνα μου.
Όταν τελείωσε το παιχνίδι, ζήτησα από δύο φίλους μου να πάμε παρέα στο σπίτι.
Τρόμαζα στη σκέψη και μόνο της εικόνας που μπορεί να αντίκριζα. Δεν ήθελα να είμαι μόνος. Πήγαμε στο σπίτι, ανοίξαμε την πόρτα και τον είδαμε πεσμένο στο πάτωμα…
Είχε “φύγει”…
Μετά από τόσα χρόνια, αυτό που σκέφτομαι είναι ότι τουλάχιστον ο πατέρας μου πρόλαβε να με δει να πετυχαίνω όλα, όσα ήθελα. Να εξελίσσομαι και να γίνομαι ένας καλός επαγγελματίας αθλητής του πινγκ πονγκ.
Οι περισσότεροι αναφέρονται στα 11 μετάλλια που έχω πάρει σε ευρωπαϊκά πρωταθλήματα, στο χάλκινο μετάλλιο το 2003 στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα στο Παρίσι ή στον τίτλο του TOP-12 που κέρδισα το 2011 στη Λιέγη, το οποίο για μένα ήταν και η κορυφαία στιγμή στην καριέρα μου.
Ελάχιστοι, όμως, γνωρίζουν πως κάθε ομάδα, στην οποία πήγαινα, κάθε πρωτάθλημα, στο οποίο αγωνιζόμουν, κάθε αγώνας, κάθε προετοιμασία ήταν κι ένας σημαντικός σταθμός για μένα.
Από την Ελλάδα μέχρι τη Γερμανία, το Βέλγιο, τη Γαλλία, την Αυστρία, την Ολλανδία.
Ακόμα και την Ιαπωνία, όπου για 6 χρόνια συμμετείχα σε μία κλειστή λίγκα, στην οποία έπαιζαν οι 16 καλύτεροι αθλητές του κόσμου και οι 16 καλύτεροι αθλητές της χώρας. Ήταν σπουδαίο μάθημα για μένα.
Όπως ελάχιστοι γνωρίζουν ότι έχω κατακτήσει το πρωτάθλημα με τις περισσότερες ομάδες, στις οποίες αγωνίστηκα.
Τέσσερα στην Ελλάδα με τον Α.Κ. Ζωγράφου, δύο στο Βέλγιο με τη Σαρλερουά, τέσσερα στη Γαλλία με την Ενεμπόν, ένα στην Αυστρία με τη Χορνστέιν, ένα στη Γερμανία με την Οξενχάουζεν.
Το τελευταίο ήταν και το δυσκολότερο, γιατί το γερμανικό πρωτάθλημα είναι το πιο δυνατό και ανταγωνιστικό στην Ευρώπη.
Αν με ρωτήσετε γιατί, ενώ είχα πολύ καλές προτάσεις κι αγωνιζόμουν σε ευρωπαϊκούς συλλόγους, η βάση μου ήταν πάντα η Ελλάδα, η απάντηση είναι απλή: Γιατί η Ελλάδα ήταν και είναι το σπίτι μου. Γιατί εδώ ήταν η Εθνική ομάδα και δεν ήθελα ποτέ να την αφήσω. Ήθελα να είμαι πάντα κοντά της.
Προτιμούσα να χάσω χρήματα από τα συμβόλαια που μου πρόσφεραν στους ευρωπαϊκούς συλλόγους, παρά να χάσω την προπόνηση ή την προετοιμασία μου με την Εθνική ομάδα. Η Εθνική ήταν η οικογένειά μου και το ΣΕΦ το σπίτι μου.
Αυτό, για το οποίο χαίρομαι, είναι ότι το πινγκ πονγκ στην Ελλάδα συνεχίζει να είναι στο ίδιο καλό επίπεδο. Έχει παρόν και μέλλον. Αθλητές με ταλέντο και όρεξη για δουλειά.
Όπως για παράδειγμα, ο Γιάννης Σγουρόπουλος. Αυτό το παιδί έχει όλα τα προσόντα που απαιτούνται, για να γίνει σπουδαίος αθλητής. Στα 20 του, ο Γιάννης έχει ήδη κατακτήσει το πρωτάθλημα Ευρώπης στην κατηγορία των Νέων και παίζει στο γερμανικό πρωτάθλημα με την Γκρενζάου.
Επομένως, αν συνεχίσει να δουλεύει σκληρά, όλοι οι δρόμοι μπροστά του θα είναι ανοιχτοί.
Όσο για τη δική μου πορεία; Αυτή θα συνεχιστεί με μικρότερη ίσως ταχύτητα αλλά με το ίδιο πάθος και την ίδια θέληση.
Το πινγκ πονγκ, άλλωστε, ήταν και είναι η ζωή μου.
Όσο αντέχει το μυαλό και το σώμα, θα συνεχίζω να παίζω!
Επιμέλεια κειμένου: Έλενα Βογιατζή
Photo Credits: Ανδρέας Παπακωνσταντίνου
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: