Είχα την τύχη από μικρό παιδί, από 16 και κάτι, να γίνω επαγγελματίας σε μια πάρα πολύ μεγάλη ομάδα, όπως είναι η ΑΕΚ.
Σε μια ομάδα που έκανε πρωταθλητισμό και τα όνειρά της ήταν πάντοτε πολύ μεγάλα.
Σε μια ομάδα με παρόντες τον Δομάζο, τον Παπαϊωάννου, τον Βιέρα, τον Νικολούδη, τον Αρδίζογλου, τον Μαύρο, τον Μπάγεβιτς, τον Μουσούρη, τον Νικολάου, τον Χρηστίδη, τον Στεργιούδα, τον Ιντζόγλου κ.ά., δηλαδή κολοσσούς.
Μαζί με αυτό που μου συνέβαινε, που πραγματοποιούσα δηλαδή ένα όνειρο παιδικό, ένιωθα μια χαρά που δεν ξεχνιέται ποτέ.
Στο ποδόσφαιρο και την πορεία σου συναντάς δύσκολα πράγματα και καταστάσεις, γιατί αυτή είναι η ζωή του ποδοσφαιριστή, αυτή είναι η ζωή του ποδοσφαίρου.
Ευτυχώς για εμένα, οι χαρές των νικών ήταν μεγαλύτερες από τις πίκρες των ηττών. Και είχαμε περισσότερες νίκες από ό,τι ήττες.
Στον πρωταθλητισμό όμως πονάς κάθε μέρα, πρέπει να κάνεις θυσίες, πρέπει να κάνεις πράγματα που δεν μπορεί να τα καταλάβει ο απλός άνθρωπος και τα οποία σε αντιπροσωπεύουν τόσο ως προσωπικότητα όσο και ως αθλητή.
Στην ΑΕΚ λοιπόν έζησα μια στιγμή η οποία μπορεί να σβήσει όλες τις λύπες που μπορεί να είχα ως ποδοσφαιριστής της. Είμαι 20 χρόνων και ο Μαύρος αποφασίζει να δώσει το περιβραχιόνιο του αρχηγού της ΑΕΚ στον Βαγγέλη Βλάχο.
Λόγω ηλικίας αλλά και συμμετοχών, δεν το δικαιούμαι το περιβραχίονιο. Είμαι ένα παιδί που έχει ξεκινήσει τρία χρόνια να παίζει ποδόσφαιρο.
Ενώ παράλληλα υπήρχαν και άλλα παιδιά, όπως ο Αρδίζογλου ή ο Ραβούσης, που δικαιούνταν να έχουν αυτόν τον τίτλο του αρχηγού.
Έτσι λοιπόν, ο Θωμάς Μαύρος κάνει στον Βαγγέλη Βλάχο ένα δώρο το οποίο όχι απλώς είναι πολύτιμο αλλά και με έχει οδηγήσει σε όλη μου τη ζωή έως σήμερα. ο νεότερος αρχηγός στην ιστορία του ποδοσφαίρου, ο νεότερος αρχηγός στην ιστορία του ποδοσφαίρου που σήκωσε Κύπελλο και ο νεότερος που βάζει γκολ στο Ολυμπιακό Στάδιο.
Εκείνη λοιπόν η νύχτα του Ιουνίου έχει μια χαρά που δεν περιγράφεται.
Και όλο αυτό το μαγικό, το οποίο πρέπει μόνο ο Θεός να το ζωγράφισε και να το έγραψε, επίσης δεν περιγράφεται.
Φαντάσου δηλαδή έναν άνθρωπο στην ηλικία λίγο μετά τα 20 να είναι αρχηγός σε μια ομάδα όπως η ΑΕΚ, ο κόσμος να παραληρεί, να έχουμε πάρει το Κύπελλο, να είναι τα εγκαίνια του Ολυμπιακού Σταδίου, να έχει συμβεί αυτό που έχουμε πετύχει και όλοι μαζί και εγώ ατομικά.
Ε, αυτή η νύχτα η μαγική, όσες πίκρες ή στενοχώριες και αν είχα από τραυματισμούς, απογοητεύσεις, αποτυχίες, κακές εμφανίσεις, τα σκέπασε όλα.
Μαγικές νύχτες με τον Παναθηναϊκό
Η μεταγραφή μου στον Παναθηναϊκό γίνεται κάτω από συνθήκες τρομερές, δικαστήρια για να με κερδίσει η ΑΕΚ, ενώ ο Παναθηναϊκός με έχει ήδη εντάξει στο δυναμικό του.
Και αρχίζει όλη αυτή η στενοχώρια, θα πάω-δεν θα πάω;
Κατέληξα λοιπόν στον Παναθηναϊκό και εκεί ξεκινάει ένα άλλο κεφάλαιο της ποδοσφαιρικής μου καριέρας, καθώς σε μια τέτοια ομάδα αρχίζεις και γνωρίζεις την καταξίωση.
Είσαι πλέον ένας ποδοσφαιριστής του Παναθηναϊκού, σε ξέρουν στην Ευρώπη και σε αντιμετωπίζουν ως ίσο, είσαι σε μια ομάδα με μεγάλες επιτυχίες, ανάμεσα σε όλους αυτούς τους μεγάλους ποδοσφαιριστές που παίρνουν Νταμπλ, Πρωταθλήματα και Κύπελλα.
Φοβερή νύχτα με τη Γιουβέντους, κατά την γνώμη μου έναν από τους μεγαλύτερους συλλόγους, μέσα στο Comunale να πανηγυρίζουμε την πρόκριση στο UEFA.
Τρομερή νύχτα όμως και ο αποκλεισμός της Χόνβεντ, όταν είχαμε χάσει 5-2 στην Ουγγαρία και ανατρέψαμε αυτό το αποτέλεσμα εντός έδρας, με δύο προσωπικά γκολ και με τον κόσμο να παραληρεί. Νομίζω ήταν ρεκόρ εισιτηρίων που σημείωσε ποτέ το Ολυμπιακό Στάδιο. Από τότε “έκοψαν” εισιτήρια, γιατί φοβήθηκαν ότι μπορεί να συμβεί κάποιο ατύχημα. Κουνιόταν η εξέδρα. Κοιτούσες επάνω στον πανηγυρισμό και νόμιζες ότι πέφτει η εξέδρα, έτσι ήταν ο κόσμος.
Νύχτες μαγικές, νύχτες που θα ήθελα να ζουν όλοι οι νέοι άνθρωποι όπως τις ζήσαμε εγώ και όλα τα παιδιά που ήμασταν παρεΐτσα, χαρές τεράστιες αλλά και συνάμα λύπες.
Στην καριέρα μου όμως, όπως είπα, οι χαρές ήταν περισσότερες από τις λύπες.
Κεφάλαιο Μύκονος
Επανήλθα πλεόν στο ποδόσφαιρο και ανέλαβα την Α.Ε. Μυκόνου, γιατί η Μύκονος είναι το αγαπημένο μου νησί και πηγαίνω από το 1979 ανελλιπώς, Πάσχα και καλοκαίρι.
Μπορώ να επισκεφθώ αυτό το μέρος για μια και μόνο μέρα και είμαι ικανοποιημένος, δεν θέλω άλλες διακοπές.
Μπόρεσα να νοικιάσω και ένα σπίτι για όλον τον χρόνο, πηγαινοερχόμουν, το επισκέφτηκα και χειμώνα, οπότε μου άρεσε η ιδέα να μπορέσω κάποια στιγμή να μείνω εκεί.
Τότε που μπορούσα να κάνω κάποια επένδυση εκεί και να είμαι ίσως και κάτοικος Μυκόνου, δεν το πέτυχα. Αυτό το όνειρο 30 χρόνων λοιπόν μου το πραγματοποιεί ο Πρόεδρος της ομάδας, ο Αλέκος Κουκάς, ο οποίος τυγχάνει να είναι και φίλος μου, καθώς και τα υπόλοιπα μέλη του ΔΣ της Μυκόνου.
Η επιστροφή μου λοιπόν μετά από τόσα χρόνια στο νησί που τόσο αγαπώ, το να ζήσω εκεί και τον χειμώνα, ενώ ταυτόχρονα και η είσοδός μου, η επιστροφή μου, από τον Αλέκο Κουκά στον χώρο που αποτελούσε όλη μου τη ζωή, έστω και ως σύμβουλος, τεχνικός διευθυντής, παράγοντας, προπονητής κ.ά., είναι ό,τι πιο ωραίο δώρο θα μπορούσε να μου κάνει ένας άνθρωπος.
Και μάλιστα σε μια κατηγορία που δεν έχει τις ευθύνες που είχα ζήσει από μικρό παιδάκι. είμαι από τους ελάχιστους ανθρώπους του ποδοσφαίρου, ίσως είμαι και ο μοναδικός, που, από τότε που γεννήθηκα ποδοσφαιρικά μέχρι και την παύση της προπονητικής μου καριέρας, είμαι στη Super League, στο υψηλότερο επίπεδο. Πήγα μόνο μία φορά στη Β’ Εθνική, επί Αγγελόπουλου στην Καλαμαριά. Ήταν λοιπόν τα στάνταρ μου πολύ υψηλά.
Βέβαια, όταν είσαι υπεύθυνος άνθρωπος, έχεις μάθει να υπηρετείς τον χώρο με αφοσίωση και επαγγελματισμό, είσαι κάτοχος διπλώματος UEFA PRO, έχεις μοχθήσει και συνεχίζεις στην ελληνική σχολή, κάνεις σεμινάρια κ.ά., καθώς αναλαμβάνεις συμβουλευτικό ρόλο για τους παίκτες της Μυκόνου, σε παρασύρουν η αγάπη, το πάθος και η μοναδική προσπάθεια αυτών των παιδιών, χωρίς να παίρνουν τα λεφτά που παίρνουν σε άλλες κατηγορίες. Τους θαυμάζω!
Προπονώ, αλλά μέχρι εκεί, δεν είμαι ο άνθρωπος που έπαιρνε την ευθύνη ως προπονητής, όπως συνέβαινε στις άλλες κατηγορίες. Κάνω τα πάντα με μεγάλη αγάπη, ενθουσιασμό και επαγγελματισμό, αλλά έως εκεί.
Το ποδοσφαιρικό μου πάθος έχει μείνει ανεξίτηλο και το διαπιστώνω κάθε μέρα.
Είμαι βραχνιασμένος συνέχεια, φωνάζω συνέχεια, πραγματικά με πιάνω σε στιγμές που λέω «ή τρελαίνομαι ή κάτι συμβαίνει». Γράφω όλη μέρα, διαβάζω όλη μέρα, ό,τι γνώσεις έχω, ό,τι μπορώ να προσφέρω από την εμπειρία όλων αυτών των χρόνω, θα το δώσω σε αυτά τα παιδιά, κι ας είναι σε αυτήν την κατηγορία. Αν μπορέσω και τους βοηθήσω έστω και σε ένα ποσοστό 10% και τους προσφέρω κάτι από όλα αυτά που έχω ζήσει, θα είναι μια τεράστια επιτυχία για εμένα.
Πλέον θέλω να δημιουργήσω, να φτιάξω πράγματα, θέλω να βλέπω αυτό για το οποίο παλεύω να γίνεται όμορφο.
Η χαρά μου θα είναι να περπατήσω στο νησί και να δω τον Αλέκο, τα υπόλοιπα μέλη και τους ανθρώπους της ομάδας αυτής ευχαριστημένους, γιατί η ομάδα πετυχαίνει έναν στόχο, παίζει καλά, κερδίζει, έχει επιτυχίες.
Σε αυτήν την εικόνα λοιπόν θέλω να έχω βάλει ένα λιθαράκι, να έχω συμβάλει κι εγώ.
Σαν ταινία παλιά
Είναι σαν χθες που πρωτοέβαλα τη φανέλα της ΑΕΚ, παιδί 17 ετών.
Με πιάνω τώρα να έχω πολλές αναμνήσεις, κάτι που δεν έκανα ποτέ, τώρα ίσως φταίει δυστυχώς το θέμα της ηλικίας.
Οι αναμνήσεις είναι τόσο κοντινές, θυμάμαι τόσα πράγματα για να τα διηγηθώ, γιατί η ζωή μου ήταν παραμυθένια, και, όταν το κάνω, οι άνθρωποι με ακούν με μεγάλη προσοχή και στόμα ανοιχτό.
Είχα πάει καλεσμένος στην Ρούλα Κορομηλά, όταν είχε ακόμη την εκπομπή στην ΕΡΤ, και είχα πει για το Κύπελλο που σήκωσα επί του ΠΑΟΚ «εύχομαι σε όλα τα νέα παιδιά της ηλικίας μου να ζήσουν αυτό που ζω εγώ σήμερα».
Έτρεχα στις εκκλησίες να ανάβω κερί καθημερινά, γιατί φοβόμουν μη συμβεί κάτι σε εμένα ή την οικογένειά μου, γιατί έλεγα «δεν μπορεί να συμβαίνουν όλα τόσο ωραία σε εμένα» .
Έκλεινα τα μάτια μου, ονειρευόμουν και αυτό γινόταν… χθες.
Ήταν τόσο ωραία στρωμένα από την τύχη, από τον Θεό, απ’ ό,τι μπορώ να φανταστώ ότι μπορεί να γίνεται σε αυτήν την ζωή, ώστε φοβόμουν μην μας συμβεί κάτι.
Και τώρα πάω εκκλησία, όχι όπως πήγαινα, όμως μες στην εβδομάδα δεν υπάρχει περίπτωση κάποια στιγμή, Σάββατο ή Κυριακή, να μην την επισκεφθώ, να μην καθίσω λίγο, να μην ανάψω το κεράκι μου για εκείνους που έχουν φύγει κι αυτούς που αγαπώ και θέλω να είναι καλά.
Η οικογένειά μου δεν ήταν εύπορη, ζούσαμε στη Νέα Αρτάκη, είχαμε μια ψαροταβέρνα, ο πατέρας μου ήταν ψαράς, η μάνα μου δούλευε στο μαγαζί, έφυγα πολύ μικρός, νομίζω ήμουν 15.5, όταν ξεκίνησα μόνος μου και ήρθα στην Αθήνα.
Τότε με πήρε η ΑΕΚ, με είχαν δει στο Κορωπί να παίζουμε με την Αρτάκη, με κάλεσε η προ-Εθνική Νέων. Αμέσως έμαθαν ότι υπάρχει ένα παιδί που έχει κάποιο ταλέντο και λίγο μετά τα 15 ήρθα στην Αθήνα.
Ήμουν ολομόναχος και ζούσα σε ένα σπιτάκι μαζί με μια γριούλα, την κυρία Βαρβάρα, δεν ζει πια, ο Θεός να τη συγχωρέσει, η οποία μου μαγείρευε.
Πήγαινα λοιπόν στο σχολείο, γυρνούσα, πήγαινα στην προπόνησή μου και σε έναν χρόνο είχα την τύχη να παίζω και στους Έφηβους και στους Ερασιτέχνες. Οι Ερασιτέχνες ήταν σε πιο μεγάλη ηλικία, εγώ μικρούλης.
Πριν τα ματς τότε, πριν το ΑΕΚ-Ολυμπιακός για παράδειγμα, έπαιζαν τα εφηβικά, οι πιτσιρικάδες των δύο ομάδων. Οπότε εμείς είχαμε τη μεγάλη τύχη να είναι γεμάτα τα γήπεδα, να έχουμε κόσμο και να μας βλέπουν συνέχεια. Έτσι, από μικροί είχαμε μάθει να ελέγχουμε αυτήν τη βαβούρα, τον κόσμο στις εξέδρες και την πίεση που μπορεί να ασκήσουν οι φίλαθλοι.
Σε έναν χρόνο έγινα επαγγελματίας και έπαιξα με τον Μίμη Δομάζο.
Κοιμήθηκα μάλιστα στο ίδιο δωμάτιο με τον «Στρατηγό» και δεν έκλεισα μάτι, για να μην κουνάω το κρεβάτι και τον ξυπνάω. Με ρώτησε το πρωί «μικρέ, πώς κοιμήθηκες;» και λέω «πάρα πολύ καλά!». Πού να ήξερε ότι δεν είχα κλείσει μάτι όλη νύχτα.
Ήμουν με Μαύρο, Παπαϊωάννου, Μπάγεβιτς, Αρδίζογλου, άνθρωποι που, και μόνο που τους σκέφτομαι, ανατριχιάζω.
Οι γονείς μου δεν μπορούσαν να έρθουν να με δουν να παίζω, γιατί δούλευαν Σαββατοκύριακα. Αργότερα δειλά-δειλά ο πατέρας μου άφηνε τη μάνα μου στο μαγαζί και ερχόταν να δει κάποια ματς, αλλά όχι συχνά.
Τη μάνα μου την έχασα στα 56 της, όταν έπαιζα στον Παναθηναϊκό.
Πάλι σε ένα ματς Παναθηναϊκός-Καλλονή, με ενημέρωσαν ότι ο πατέρας μου πέθανε. Δεν τους είπα τίποτα, έγινε το ματς και μετά τους είπα ότι θα φύγω να πάω στην Αρτάκη, για να χαιρετίσω τον πατέρα μου.
ΑΕΚ, το μεγαλύτερο λάθος μου
Η ΑΕΚ είναι η ζωή μου, αλλά αποτέλεσε το μεγαλύτερό μου λάθος ως επαγγελματία, όταν την ανέλαβα σε μια δύσκολη περίοδο. Μετανιώνω, γιατί δεν έπρεπε να πω «έρχομαι στην ΑΕΚ προπονητής».
Δεν σκέφτηκα επαγγελματικά, σκέφτηκα με το συναίσθημα και παράλληλα την πρόταση μού την είχε κάνει ένας άνθρωπος που αποτελούσε ίνδαλμα για εμένα, ο Θωμάς Μαύρος.
Εάν μου την είχε κάνει ο “χ” παλιός ποδοσφαιριστής της ΑΕΚ, δεν θα τη δεχόμουν. Θα ευχαριστούσα, αλλά, γνωρίζοντας τα προβλήματα, πώς ήταν η ομάδα εκείνη την εποχή, θα έλεγα ότι δεν μπορώ να βοηθήσω.
Στην πρόταση του Μαύρου όμως ένιωσα μέσα μου κάτι περίεργο, χαρά, και δούλεψε μέσα μου το συναίσθημα, όχι ο επαγγελματισμός.
Είχα πρόβλημα και στη συνέχεια, γιατί εκτέθηκα με τις δηλώσεις μου σε όλον τον υπόλοιπο ποδοσφαιρικό κόσμο και κατάλαβαν ποια ήταν η σχέση μου με την ΑΕΚ και τι σημαίνει για εμένα.
Αν και έμεινα περισσότερα χρόνια στον Παναθηναϊκό και πέρασα περισσότερα ωραία χρόνια εκεί απ’ ό,τι στην ΑΕΚ, είμαι από μικρό παιδάκι ΑΕΚτσής και αυτό δεν αλλάζει, όλα μπορούμε να τα αλλάξουμε στη ζωή μας εκτός από την ομάδα που ήμασταν παιδάκια.
Αγαπώ πολύ τον Παναθηναϊκό, γιατί έζησα μοναδικές στιγμές, μεγάλες χαρές, μεγάλες επιτυχίες, και θεωρώ ότι αυτές οι δύο ομάδες πρέπει να βρίσκονται εκεί όπου ανήκουν. στην Ευρώπη να παίζουν μπάλα, να έχουν μεγάλες κληρώσεις και μεγάλα αποτελέσματα.
Πάντως, μόνο ο ΑΕΚτσής γεννιέται, δεν γίνεται, διότι η ΑΕΚ είναι πιο οικογενειακή ομάδα από τις υπόλοιπες που είναι πιο απρόσωπες. Οι φίλαθλοι άλλων ομάδων αγαπούν την ομάδα τους όπως την αγαπάει και ο ΑΕΚτσής, αλλά αυτός είναι Μικρασιάτης και οι Μικρασιάτες έχουν κάτι άλλο, πιο θερμό, πιο οικογενειακό, πιο ανθρώπινο, θα έλεγα. Αγαπούν πιο πολύ την ομάδα και αυτό που η ίδια αντιπροσωπεύει, την ιστορία, τους παίκτες.
Δεν θα αλλάξω ποτέ
Ως προπονητής, συνέχισα να είμαι ένας άνθρωπος που, ενώ έκανα μαθήματα πολλών ωρών στη διπλωματία, ήμουν ο χειρότερος διπλωμάτης που υπήρχε. Λίγο διπλωμάτης να ήμουν, θα βρισκόμουν σε πολύ υψηλό επίπεδο.
Νερό στο κρασί μου δεν έβαλα ποτέ και προκαλώ ανοιχτά οποιονδήποτε ποδοσφαιριστή ή παράγοντα που μπορεί να πει ότι μου επέβαλε την γνώμη του να βγει και να πει «εγώ επέβαλα την γνώμη μου στον Βλάχο».
Πάντα έκανα αυτό που πίστευα ότι ήταν σωστό για την ομάδα, στηριζόμενος σε τρεις παραμέτρους.
Πρώτον, όλη η ομάδα (το ποδοσφαιρικό team, η διοίκηση και ο κόσμος) πρέπει να έχει έναν κοινό στόχο.
Δεύτερον, πρέπει να είμαστε όλοι αγαπημένοι σαν οικογένεια.
Τρίτον, το σημαντικότερο, η ομάδα πρέπει να είναι πάνω απ’ όλους.
Άρα, αυτό που έβλεπα εγώ ότι είναι σωστό για την ομάδα, αυτό έκανα.
Όποια και αν ήταν η πίεση, όποιο και αν ήταν το «βάλε και αυτόν να παίξει», δεν το έκανα. Το πλήρωσα, αλλά δεν το έκανα. Δεν μπορεί κανείς να μου καταλογίσει το παραμικρό.
Και το κυριότερο, το λέω με μεγάλη υπερηφάνεια, δεν έχω συνεργαστεί με κανέναν μάνατζερ. Δεν με πήρε κανένας μάνατζερ πουθενά, δεν έχω πάρει παίκτη από κανέναν μάνατζερ, χωρίς να ρωτήσω την έγκριση του Προέδρου, αν δηλαδή τον εγκρίνει οικονομικά. Εάν δεν τον ενέκριναν, όποιος και αν ήταν αυτός, πήγαινα παρακάτω.
Ο επαγγελματικός μου εγωισμός παραμένει άκαμπτος, δεν αλλάζει με τίποτα. Είναι ένα από τα μεγαλύτερά μου ελαττώματα που είχα και ως παίκτης και ως προπονητής.
Ο Πανόπουλος το διαπίστωσε στη δεύτερή μου θητεία στην Ξάνθη, σε μια σπουδαία ομάδα με προοπτικές, με γήπεδο κ.ά.
Ο πανέξυπνος λοιπόν Πανόπουλος, σε ένα ματς όπου συμπεριφέρθηκα ανάλογα, μου είπε στο ξενοδοχείο κάτι που δεν θα ξεχάσω ποτέ, «Από το να είσαι εγωιστής δεν υπάρχει ωραιότερο πράγμα. Έτσι είμαι κι εγώ, όπως είσαι εσύ και χειρότερος. Το να είσαι μαλάκας εγωιστής θα σου κάνει κακό».
Μέχρι σήμερα θυμάμαι τον Πανόπουλο. Και μέχρι αύριο θα τον θυμάμαι, αλλά είμαι ο Βαγγέλης Βλάχος και δεν θα αλλάξω ποτέ.
Πέρα από αυτά, δόξα τω Θεώ, χρήματα από το ποδόσφαιρο έβγαλα.
Έφυγα από την ΑΕΚ, ενώ είχα πάρει όλα τα χρήματα την πενταετία που είχα κλείσει, σε ηλικία 21 ετών από ένα λάθος καθαρά της διοίκησης του Ζαφειρόπουλου.
Καταλήγοντας στον Παναθηναϊκό, μέσα σε ένα χρόνο πήρα και πάλι λεφτά.
Σε μια χρονιά λοιπόν παίρνω δύο φορές χρήματα και, δόξα τω Θεώ, πάρα πολλά για την εποχή.
Όταν παίζεις στην ΑΕΚ, τον Ολυμπιακό, τον Παναθηναϊκό και οι νίκες είναι περισσότερες από τις ήττες, οι επιτυχίες στην Ευρώπη είναι περισσότερες από αυτές που θα κάνουν άλλες ομάδες, σίγουρα έχεις κάποια οφέλη που δεν μπορεί να τα έχουν κάποιοι άλλοι που αγωνίζονται σε μικρότερες ομάδες.
Παράλληλα, είχα την τύχη να πέσω σε έναν Πρόεδρο, όταν γεννήθηκα ποδοσφαιρικά στην ΑΕΚ, τον Μπάρλο, και μετά στην οικογένεια Βαρδινογιάννη, εποχές κατά τις οποίες όχι μόνο έρεε το χρήμα αλλά είχαμε και άλλα οφέλη, ήταν ανοιχτές όλες οι πόρτες, ό,τι θέλαμε ως παίκτες του Παναθηναϊκού ή της ΑΕΚ, το είχαμε.
Προπονητική, τέλος.
Ποδοσφαιρική απογοήτευση έζησα με τον τρόπο που σταμάτησα. Σταμάτησα μικρός, δεν φρόντιζα τον εαυτό μου και ήμουν τεμπέλης γενικά.
Ενώ είχα ταλέντο πολύ μεγάλο, δεν έφτασα ποτέ εκεί όπου μου άξιζε. Δεν δούλευα, πίστευα μόνο στο ταλέντο μου. Μάλιστα, αυτό λέω σε όλες τις ομάδες όπου έχω δουλέψει, στα νέα παιδιά, ότι το χειρότερο παράδειγμα, το παράδειγμα προς αποφυγή, είναι αυτό που βλέπουν μπροστά τους, ο προπονητής τους. Και τους παροτρύνω να κάνουν πράγματα τα οποία είναι προς όφελός τους.
Αντίθετα, στην προπονητική με πιάνω να έχω τρομερή τρέλα, όλη μέρα ασχολούμαι με αυτό το πράγμα, σκέφτομαι κάτι, σηκώνομαι και το γράφω. Και επαναλαμβάνεται αυτό συνέχεια.
Κοιμάμαι ελάχιστες ώρες, ο προπονητής δεν κοιμάται ποτέ. Όταν το είχα πρωτοδιαβάσει αυτό, δεν είχα καταλάβει τι εννοούν, αλλά πραγματικά ο προπονητής δεν κοιμάται ποτέ.
Αγαπώ πολύ την προπονητική, αλλά δεν θα ξανασχοληθώ ποτέ. Έκανα δήλωση, όταν αποφάσισα να σταματήσω, και τιμώ τον λόγο μου.
Στη Μύκονο βρίσκομαι, έχοντας μεγάλη αγάπη τόσο για τους ανθρώπους που με έφεραν εδώ όσο και για το ίδιο το νησί. Εάν όμως αύριο έρθει, για παράδειγμα, ο Ολυμπιακός και μου κάνει πρόταση να αναλάβω προπονητής, ο Βαγγέλης Βλάχος θα μείνει στη Μύκονο, τελείωσε η προπονητική, δεν ξανασχολούμαι με αυτό το θέμα.
Ενημερώνομαι βέβαια από την προπονητική σχολή στην Ιταλία, απ’ όπου μου στέλνουν αναλυτικά κάθε μήνα το περιοδικό και ό,τι βγαίνει. Ξέρω ό,τι και αν γίνεται, γνωρίζω νωρίτερα από τον οποιονδήποτε τις προπονητικές τάσεις του ποδοσφαίρου.
Αλλά δεν με νοιάζει πλέον το ποδόσφαιρο, δεν με ενδιαφέρει η προπονητική.
Οι άνθρωποί μου
Στη διαδρομή της καριέρας μου, πολλοί παίκτες, προπονητές και παράγοντες έπαιξαν ρόλο στο ποιος έγινα.
Ο Θωμάς Μαύρος μού έκανε ένα δώρο στη ζωή μου που με ακολουθεί όπου κι αν πάω. ό,τι κι αν υποστηρίζουν οι άνθρωποι, θα με χαιρετήσουν με σεβασμό κι αγάπη και θα θυμηθούν ότι ήμουν ο νεότερος αρχηγός στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Ο Θωμάς είναι λοιπόν κάτι ιδιαίτερο για εμένα. Εκτός όμως από αυτό, ήταν και ένας άνθρωπος που με έπαιρνε, όταν ήμουν μικρούλης, με το αυτοκίνητο και με κατέβαζε στη Νέα Χαλκηδόνα όπου έμενα, με συμβούλευε, μου έδινε πράγματα.
Αλλά δεν ήταν και ο μόνος, γιατί είχα την μεγάλη τύχη, αντίθετα με πάρα πολλά παιδιά που ξεκινούν τώρα, να έχω δίπλα μου τεράστιες προσωπικότητες.
Η ΑΕΚ τότε ήταν μια τεράστια ομάδα που αποτελούνταν από μεγάλους παίκτες με κύρος και προσωπικότητα, οι οποίοι δεν έβλεπαν αν ο Βλάχος μπορεί να παίξει, δεν τους ένοιαζε.
Έδινε μια συμβουλή ο Μίμης Παπαϊωάννου και νόμιζες ότι μιλάει ο Θεός. Μια συμβουλή του Δομάζου και χανόταν ο κόσμος κάτω απ’ τα πόδια μου. Ήταν οι άνθρωποι με τους οποίους μεγάλωσα.
Ο Μίλτον Βιέρα είχε τραυματιστεί και με βάζουν να παίξω man to man τον μεγάλο Κούδα στην Τούμπα. Και μου εξηγούσε ο Βιέρα τι πρέπει να κάνω με εκείνο το “ζαρκάδι”, το “ελάφι”, τον παικταρά τον Κούδα, για να μην τρώω ντρίμπλες εύκολα, για να μην με περνάει εύκολα.
Τρομερά πράγματα.
Από προπονητές, στην ΑΕΚ είχαμε τον Αυστριακό Σενέκοβιτς, φοβερός τεχνικός.
Στον Παναθηναϊκό οι μορφές που ξεχώρισα ήταν ο Βασίλης Δανιήλ και ο Τόμισλαβ Ίβιτς. Ο πρώτος ήταν ένας Έλληνας που θα μπορούσε να πετύχει πολλά περισσότερα πράγματα από αυτά που κατάφερε, όπως γίνεται πάντα στην Ελλάδα. Ο δεύτερος έφυγε πολύ νωρίς από τον Παναθηναϊκό κι έδειξε την αξία του στην Πόρτο, κατακτώντας το τότε Κύπελλο Πρωταθλητριών και μετά το Διηπειρωτικό, μια τρομερή μορφή.
Στην καριέρα μου όμως συνάντησα και φοβερούς ποδοσφαιριστές. από ξένους ο κορυφαίος όλων στην Ελλάδα ήταν ο Ζάετς.
Από Έλληνες ήταν πολλοί, ο Δομάζος ήταν «Στρατηγός», ο Κούδας ήταν ανεπανάληπτος, ο Παπαϊωάννου… Είμαι τυχερός που πρόλαβα τους πρώτους δύο, τον Παπαϊωάννου τον έζησα λιγότερο, γιατί αποχώρησε. Αυτές οι τρεις μορφές ήταν παίκτες του κέντρου, μου άρεσαν πάντα παίκτες του κέντρου, γιατί εκεί έπαιζα κι εγώ. Αυτοί δεν θα ξαναβγούν ποτέ στο ελληνικό ποδόσφαιρο.
Ο καλύτερος φίλος μου μέσα από το ποδόσφαιρο, επειδή μας συνέδεσαν πολλά πράγματα από τότε που γεννηθήκαμε ποδοσφαιρικά, είναι ο «Κόκος» ο Γεωργαμλής. Είμαστε από παιδάκια μαζί στην ΑΕΚ, πήγαμε μαζί στην Αεροπορία, υπήρξαν συμπτώσεις, ήρθε στον Παναθηναϊκό. Δεν βλεπόμαστε εδώ και πολλά χρόνια, θα τηλεφωνηθούμε όμως, θα μιλήσουμε, θα πούμε πολλά.
Έχω καλές σχέσεις με όλους, τον Σαραβάκο, τον Βαμβακούλα, τον Μπατσινίλα, τον Μαύρο, τον οποίον και βλέπω συχνά.
Αλλά γενικότερα έχω καλές σχέσεις, δεν ήμουν/είμαι παιδί αποστασιοποιημένο από τους συναδέλφους μου. Συναντώ κάποιον και, στα δευτερόλεπτα που θα χαιρετηθούμε, είναι σαν να ζούμε κοινές στιγμές.
Όλα αυτά τα χρόνια από την οικογένειά μου μόνο αγάπη έχω πάρει και πάντοτε υπήρχαν άνθρωποι πίσω μου που πραγματικά με στήριζαν.
Αν και απουσίαζαν από δίπλα μου, όταν ξεκινούσα μικρό παιδάκι, οι άνθρωποι που ήθελα να είναι κοντά μου, η μαμά μου και ο πατέρας μου, επειδή δούλευαν σκληρά και δεν μπορούσαν να είναι κοντά μου, θεωρώ ότι τους έδωσα τόσες χαρές που θα είναι πολύ ευχαριστημένοι για εμένα, ακόμα και εκεί όπου είναι τώρα, αν υπάρχει κάτι άλλο παραπάνω.
Πλέον έχω μια οικογένεια, μια κόρη, τη Ραφαέλα, και έναν γιο μικρούλη, τον Άγγελο.
Όλοι μαζί, μαζί και η πρώην γυναίκα μου, μαζί και η προ-πρώην, γιατί έχω “βιογραφικό” μεγάλο, όλοι στήριζαν την προσπάθειά μου, θα με κάψει ο Θεός, αν πω ότι έχω παράπονο.
Και η καινούργια μου σύντροφος, η Αναστασία Κωστάκη, είναι η πρώτη Ελληνίδα που έπαιξε WNBA, οπότε ξέρει από αθλητισμό, καταλαβαίνει τι περνάει κάποιος προπονητής, ποδοσφαιριστής ή μπασκετμπολίστας.
Με τον μικρούλη δεν ξέρω τι γίνεται, με μάνα μπασκετμπολίστρια και πατέρα ποδοσφαιριστή, ψαχνόμαστε, τίποτα μέχρι στιγμής. Του βάζω την μπάλα να την κλωτσήσει και πηδάει από πάνω!
Όσον αφορά στο κομμάτι της ηλικίας, δεν περίμενα ποτέ ότι θα φτάσω 60 χρόνων, όταν συνειδητοποιώ ότι έγινα 60, αν και φαίνομαι νεότερος, στενοχωριέμαι πάρα πολύ, δεν το κρύβω.
Φυσικά, αθλούμαι και προσέχω τη ζωή μου.
Τώρα πια θα κάνω και χειμερινά μπάνια στη Μύκονο. Εδώ και πολλά χρόνια προτιμώ να ξεκινάω τα μπάνια μου 15 Οκτωβρίου και να τα τελειώνω περίπου 15 Μαΐου. Εάν δεν βρεθώ σε ένα νησί όπως η Μύκονος, με το νερό να είναι λίγο δροσερό, δεν μπαίνω, προτιμώ να κάνω ντους. Στη Μύκονο δηλαδή, όπου τέτοια περίοδο είναι “πάγος”, είναι η καλύτερή μου.
Αλλά δεν φανταζόμουν ποτέ ότι θα φτάσω σε αυτήν την ηλικία. Περνάει πολύ γρήγορα η ζωή δυστυχώς…
Ο Βαγγέλης Βλάχος είναι πρώην διεθνής ποδοσφαιριστής.
Επιμέλεια κειμένου: Ζέτα Θεοδωρακοπούλου
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Παντελής Νικολάου: Οι Χήρες των Σ.Κ. / «Θα έρχεσαι για μένα στο γήπεδο» / Μια Άγνωστη Ιστορία
Νίκος Σαργκάνης: Φάντομ / Αντώνης Μήνου: Φύλακας Εστίας / Ηλίας Ατματσίδης: Τεμέτερον
Δημήτρης Μπουρουτζήκας: 33 χρόνια, μία ανάσα
Κώστας Γιαννακίδης: Γιώργος Κούδας, ο πρώτος σούπερ ήρωας
Θ. Χειμωνάς – Zastro – Α. Καρπετόπουλος: Η σημασία του να είσαι ο Νίκος Αναστόπουλος
Βάσω Ε. Μώραλη: Οι «ηρωικές» εποχές των μεταδόσεων ποδοσφαίρου