Τρεις άντρες, ο συγγραφέας, ο καθηγητής και ο ιχνηλάτης τους, διεισδύουν σε ένα απαγορευμένο μέρος. Στη Ζώνη, όπου σε ένα δωμάτιό της εκπληρώνονται οι επιθυμίες των ανθρώπων.
Μοιρασμένο ανάμεσα στη σέπια και το έγχρωμο, το «Stalker» του Αντρέι Ταρκόφσκι είναι μια από τις σπουδαιότερες ταινίες φαντασίας μεν, δίχως εφέ δε -και οφείλει ένα μέρος της μαγείας της στα γυρίσματα που έλαβαν χώρα στην εσθονική επαρχία. Ο οδηγός της μικρής παρέας, ο Στάλκερ, κινείται αργά, προσεκτικά. Δεν έχει ίσως τις γνώσεις των άλλων, έχει όμως την υπομονή. Τον δικό του τρόπο να (ξε)περνάει τα εμπόδια.
Ο Τίιτ Σοκ δεν είχε το ταλέντο των εξέχοντων μελών εκείνης της τρομερής σοβιετικής παρέας στα τέλη των ’80s. Μοναδικός Εσθονός της, εξελίχθηκε και στον οδηγό της. Ο πλέι μέικερ με τα δυσεύρετα χαρακτηριστικά της υπομονής, της επιμονής στο προπονητικό σχέδιο, που έβαζε σε τάξη και καθιστούσε λειτουργικό το αλέγκρο παιχνίδι του Βάλτερς, το πολυδιάστατο του Τιχονένκο, το μοναδικό (από κάθε άποψη) του Σαμπόνις.
Εκπλήρωσε την επιθυμία της Ολυμπιακής κορυφής, πάτησε σε βάθρο κάθε διοργάνωσης. Μοιρασμένος χρωματικά ανάμεσα στο κόκκινο της ΕΣΣΔ και το λευκό με μπλε λεπτομέρειες της νεοσύστατης Εσθονίας, πάτησε και το πόδι του στα μέρη μας. Έλαβε και γαλανόλευκο επώνυμο αναγκαστικά (για να παίξει ως Έλληνας), το οποίο δεν θέλησε να οικειοποιηθεί.
Ήρθε στον Παναθηναϊκό, μένοντας στο περιθώριο της ευρωπαϊκής γιγάντωσής του, δεδομένου ότι δεν έπαιζε στο Πρωταθλητριών. Πέρασε και απ’ τον Άρη, μένοντας στο περιθώριο της κούπας του 1998, δεδομένου ότι είχε αποχωρήσει μερικές εβδομάδες νωρίτερα.
Ένας σοβαρός, μετρημένος αλλά και ποιοτικότατος πόιντ γκαρντ. Μακρύ (εντάξει, και βαρύ, όταν μεγάλωσε) κορμί, καλός αμυντικός και δημιουργός, ακόμα καλύτερος σουτέρ θέσης. Ιδανικός ως συμπλήρωμα διάφορων σούπερ σταρ της εποχής του. Ανάμεσά τους, ο κορυφαίος περιφερειακός σκόρερ και ο πιο ταλαντούχος ψηλός.
Ο ίδιος λιγομίλητος έως αμίλητος. Να κάνει με συνέπεια τη δουλειά του, να βγαίνει και μπροστά στις ελάχιστες -μα τόσο κομβικές- φορές που χρειάστηκε να ενδυθεί τον μανδύα του πρωταγωνιστή. Αμέσως μετά, επέστρεφε στη γνώριμη θέση του πολύτιμου ρολίστα. Στο περιθώριο των κατορθωμάτων του Άρβιντας Σαμπόνις, του Νίκου Γκάλη, των υπόλοιπων παικταράδων με τους οποίους συγχρωτίστηκε και πανηγύρισε τίτλους.
Στο περιθώριο της Ιστορίας. Κάθε ιστορίας.
Διαβόλου κάλτσα στη Θεσσαλονίκη
«Sokk», όπως λέμε «κάλτσα» στα εσθονικά. Και όπως λέμε Αούγκουστ Σοκ. Ο πατέρας του, πασίγνωστη φυσιογνωμία στον μπασκετικό χώρο. Γκαρντ της Κάλεβ Ταλίν, η οποία έπαιζε στην πρώτη κατηγορία επί ΕΣΣΔ. Μετέπειτα προπονητής με τίτλους στη συγκεκριμένη σοβιετική δημοκρατία.
Ο Τίιτ γεννήθηκε στις 15 Νοεμβρίου 1964. Στο Τάρτου, το πολιτιστικό και πνευματικό κέντρο της Εσθονίας. Οι αθλητικές καταβολές εντοπίζονταν και στη μαμά, Λιάνα, που είχε λάβει μέρος σε διεθνείς διοργανώσεις ρυθμικής γυμναστικής, στη δική της μητέρα, την Όλγκα Μάσινγκ, σκιέρ και προπονήτρια τένις (!), ακόμα και στην προγιαγιά του Τίιτ, Βέιρα Κακ.
Τετραπέρατος ο μικρός, τα έπιανε όλα με την πρώτη. Και στο σχολείο, φτάνοντας να σπουδάσει οικονομικά, και στο γήπεδο. Του μπάσκετ, εννοείται.
Ίνδαλμά του ο Αλεξέι Τάμιστε. Ένας γκαρντ, Χρυσός στο Ευρωμπάσκετ ’71 με τη Σοβιετική Ένωση. Μπασκετικός μέντορας του Τάμιστε; Ο πατήρ Σοκ.
Ο Αουγκούστοβιτς (δηλαδή ο γιος του Αούγκουστ) δεν άργησε να φτιάξει το δικό του όνομα. Ντεμπούταρε στην πρώτη ομάδα της Κάλεβ μόλις στα 15 του. Από τα 17 του είχε τα ηνία της μέσα στις τέσσερεις γραμμές. Έφτασε τα 193 εκατοστά, άρχισε να καλείται στα εθνικά κλιμάκια.
Το 1981 πρωτόρθε στην Ελλάδα. Ευρωμπάσκετ Παίδων, σε Κατερίνη και Θεσσαλονίκη. Μάρκαρε πρώτη φορά τον Ντράζεν Πέτροβιτς, γνωρίστηκε με τον πολύ αργότερα συμπαίκτη του, Στόγιαν Βράνκοβιτς, πέρασε και το πρώτο του Χρυσό μετάλλιο στον λαιμό. Έπαιζε λίγο, ως ρεζέρβα του Ίγκορ Μίγκλινιεκς. Έπαιζαν όμως πολύ, κάποιοι… Άρβιντας Σαμπόνις και Βαλέρι Τιχονένκο. Back up του πρώτου ήταν ένας ψηλός που θα ξαναρχόταν και θα ρίζωνε στη Θεσσαλονίκη. Ο Μιχαήλ Μισούνοφ.
Δύο χρόνια αργότερα, πορεία μέχρι τον Τελικό του Παγκοσμίου U-19. Στα ισπανικά γήπεδα οι μέσοι όροι του Σοκ υπερδιπλασιάστηκαν (7.1 π.) και ήταν πια φανερό ότι θα χτυπούσε την πόρτα της Εθνικής Ανδρών.
Πριν όμως τον Αλεξάντερ Γκομέλσκι, είχε Γεβγκένι. Τον μικρό αδερφό του «Papa» του σοβιετικού μπάσκετ. Η στρατιωτική θητεία του Σοκ τον έφερε το 1984 στη Μόσχα και στην προπονητική αγκάλη του λιγότερου γνωστού Γκομέλσκι, στη Ντινάμο. Ο μικρός αντεπεξήλθε και στις αυξημένες απαιτήσεις στην πρωτεύουσα, μακριά από το προστατευμένο του περιβάλλον.
Το ραπόρτο του «Ευγένιου» στον… μεγάλο ήταν θετικό. Όλα, ως προς την εθνική παρουσία τουλάχιστον του Σοκ, είχαν πάρει τον δρόμο τους.
Η αξία της μοναδικότητας στην καταγωγή
Παρά τον τεράστιο εσωτερικό ανταγωνισμό, μία θέση στη δωδεκάδα της Eθνικής για το Μουντομπάσκετ ’86 ήταν δική του. Σημαντικό στέλεχος της περιφερειακής γραμμής, νίκησε την Ελλάδα τού (πρώτου σκόρερ της διοργάνωσης) Γκάλη στη β’ φάση. Ηταν παρών και στο τέλος της παράτασης του ημιτελικού με τη Γιουγκοσλαβία. Στην ιστορική ανατροπή από το -9, στο τελευταίο λεπτό της κανονικής διάρκειας…
Κατά σύμπτωση, διαδέχθηκε στη δωδεκάδα, ακόμα και στο νούμερο της φανέλας (το «5»), τον επίσης Εσθονό Χέικο Έντεν. Φόρεσε Αργυρό μετάλλιο στη Μαδρίτη, πριν το Χρυσό στους Ολυμπιακούς του ’88. Ενδιάμεσα, όχι, δεν μας είχε επισκεφτεί. Ανάμεσα στους απόντες του δικού μας “χρυσού” Ευρωμπάσκετ, στην επιστροφή του Αλεξάντερ Γκομέλσκι στον σοβιετικό πάγκο, ήταν κι ο Σοκ.
Στη Σεούλ η συνεργασία τους ήταν άψογη –κι ας εκτιμούσε (και) ο Εσθονός περισσότερο την ψυχολογική/πνευματική διαχείριση του προπονητή του στα παιχνίδια παρά την τακτική του προσέγγιση.
Πρώτος σκόρερ στο εναρκτήριο ματς με 20άρα στην Γιουγκοσλαβία, άλλες δυο διψήφιες εμφανίσεις, πάντα εκεί στο δημιουργικό και ανασταλτικό κομμάτι. Ρεβάνς στον ημιτελικό από τους Αμερικανούς για την ήττα στο καλάθι δύο χρόνια νωρίτερα, ρεβάνς και από τους Γιούγκους για την ήττα στο ξεκίνημα του τουρνουά.
Μεγαλεία! Συνεχίστηκαν μάλιστα, με την επιστροφή του στην ιδιαίτερη πατρίδα. Για τους Ρώσους συμπαίκτες του, το δώρο που τους περίμενε στη Μόσχα ήταν από ένα… γαρύφαλλο, ένα ρολόι και ένα ζευγάρι κυάλια. Λιθουανοί και λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις όλο και κάτι παραπάνω θα τσέπωσαν. Σαν τον μονάκριβο Εσθονό δεν είχε.
Τον Χρυσό Ολυμπιονίκη παρέλαβε ιππήλατο άρμα και τον γύριζε στους δρόμους του Ταλίν, με χιλιάδες κόσμο να τον αποθεώνει. Άλλοι είχαν ανέβει σε δέντρα, άλλοι κρέμονταν από μπαλκόνια. Στα τελευταία μέτρα, πριν την τελετή στην κεντρική πλατεία, είχαν στρωθεί ροδοπέταλα.
Ροδάλιζαν και τα μαγουλάκια του συνεσταλμένου αθλητή –ιδίως όταν άκουσε ότι το δικό του έπαθλο από τις τοπικές Αρχές ήταν μια πανάκριβη έπαυλη. Χρόνια αργότερα την νοίκιασε σε Αμερικανούς αξιωματούχους, οι οποίοι εγκατέστησαν εκεί την Πρεσβεία τους!
Ποιο Ολυμπιακό Χρυσό; Το Πρωτάθλημα!
Είμαστε όμως ακόμη επί ΕΣΣΔ. Ο Σοκ ανέβηκε και στο βάθρο του Ευρωμπάσκετ 1989 και του Μουντομπάσκετ 1990, με προπονητή πια τον Βλάντας Γκαράστας. Στο Ζάγκρεμπ ξέρανε την παρέα του ο Φάνης Χριστοδούλου με την τριποντάρα του ημιτελικού, στο Μπουένος Άιρες έφτασε μέχρι το τέλος του δρόμου και υπέκυψε στην ανωτερότητα της Γιουγκοσλαβίας στον Τελικό.
Προτού τον φέρουν οι καλοί αέρηδες στα μέρη μας για μόνιμη εγκατάσταση, κατέκτησε την κούπα που θεωρεί την πιο σημαντική στην καριέρα του: το Πρωτάθλημα μιας Σοβιετικής Ένωσης που έπνεε τα λοίσθια το 1991. Είναι δυνατόν; Είναι, αν μιλάμε για έναν περήφανο Εσθονό που ένιωθε ως βάρος την ανάγκη να ανταποδώσει τις τιμές προς το πρόσωπό του.
Οι Λιθουανοί είχαν ήδη αποσκιρτήσει μπασκετικά από τη λίγκα, τα αστέρια της ΤΣΣΚΑ είχαν φύγει για άλλες πολιτείες, μα και πάλι… Η Σπαρτάκ Λένινγκραντ είχε τους καλύτερους παίκτες της εποχής. Ολόκληρο τον κορμό της Εθνικής Ρωσίας που θα πρωταγωνιστούσε τα αμέσως επόμενα χρόνια: Καράσεφ (ή Καρασιόφ, όπως είναι η σωστή προφορά), Πασούτιν, Κισούριν… Από πίσω τους ανέβαιναν στην πρώτη ομάδα και έπαιρναν χρόνο ο Μιχαήλοφ, ο Φετίσοφ, ο Πανόφ.
Αυτούς κέρδισε στους τελικούς ο μυστακοφόρος γκαρντ, με τη συνδρομή του γνωστού μας από το Ευρωμπάσκετ 1987 ψηλού, Σεργκέι Μπαμπένκο, και των προσθηκών του καλοκαιριού του ’90. Δηλαδή του νέου αστεριού της Εσθονίας, Γκερτ Κουλαμάε, και ενός τρελο-σουτέρ που άκουγε στο όνομα Άιβαρ Κούουσμα.
Μαζί με τον ξανθομάλλη… στρουμπουλό σούτινγκ γκαρντ, εκείνο ακριβώς το καλοκαίρι πριν τη μεγαλειώδη πορεία προς τον (τελευταίο, μια και το 1992 διεξήχθη ως Πρωτάθλημα Κοινοπολιτείας) σοβιετικό τίτλο, είχε λάβει μέρος στο WBL. Το World Basketball League ήταν μια αμερικανική λίγκα με ιστορία όλων κι όλων τεσσάρων ετών, στην οποία επιτρεπόταν η συμμετοχή μονάχα σε παίκτες από 1.93μ. και κάτω στο ύψος!
Ο Σοκ οριακά, για χιλιοστά, μπόρεσε να παίξει και να κυνηγήσει το όνειρο του ΝΒΑ. Δεν το έκαναν πραγματικότητα ούτε αυτός ούτε ο Κούουσμα. Το κοινό τους μέλλον θα γραφόταν στην Ελλάδα, με πράσινη φανέλα.
Ο κύριος Γιαννόπουλος ακούει;
Πρώτος, το 1992, ήρθε ο μπασκετμπολίστας με το μουστακάκι α λα Βαζέχα. Στον Παναθηναϊκό κι αυτός. Όχι για να γίνει το πρώτο όνομα, όπως εξελίχθηκε ο σπουδαίος σέντερ φορ, αλλά για να πλαισιώσει τα απίθανα αποκτήματα εκείνου του θέρους.
Το αφεντικό Παύλος Γιαννακόπουλος τρελάθηκε και έφερε από Νίκο Γκάλη και Άριαν Κόμαζετς μέχρι Στόικο Βράνκοβιτς. O Σοκ και το… δέος. Δίπλα στον Έλληνα θεό και τον έτερο σούπερ περιφερειακό σκόρερ από την Κροατία, ο Εσθονός έπρεπε να πιάνει τον καλύτερο αμυντικό γκαρντ και να μοιράζει την μπάλα (όταν δεν την κατέβαζε ο «γκάνγκστερ»), χωρίς να αφήνει κανέναν παραπονεμένο.
Το δικό του παράπονο ήταν το όνομα. Το δικό του νέο όνομα. Με τη φάμπρικα των ελληνοποιήσεων να ανθεί και τον… Μποσμάν να αργεί ακόμη, για να βρει χώρο στον “πράσινο” γαλαξία, στριμώχτηκε ως Γιαννόπουλος –και ο Κούουσμα, ένα καλοκαίρι αργότερα, ως (μα πόσο ταιριαστό!) Μαγουλάς.
Ο εγκεφαλικός “άσος” δεν γούσταρε να αποκαλείται, ούτε καν να γράφεται, έτσι. Το είχε πει και σε μια συνέντευξη στον «Ελεύθερο Τύπο». Του πέρασε. Έπρεπε όμως να παραμένει ανενεργός στο Κύπελλο Πρωταθλητριών. Να συμβιβάζεται με τους αγώνες τού (έστω ακμάζοντος και με τρομερούς ξένους σε κάθε ομάδα) Ελληνικού Πρωταθλήματος. Και του Κυπέλλου, το οποίο κατέκτησε το 1993 και το 1996.
Ενίοτε έβγαινε από το περιθώριο και μόστραρε την πληθωρική παρουσία του στο κέντρο της σελίδας. Όπως εκείνη την αποφράδα μέρα για το ελληνικό μπάσκετ, όταν ο Γκάλης σηκώθηκε κι έφυγε από το κλειστό του Μετς, επειδή ο Κώστας Πολίτης δεν τον ξεκίνησε –και δεν γύρισε ποτέ πίσω.
Οι Αμπελόκηποι του σεσημασμένου σκόρερ, Τζανή Σταυρακόπουλου, βρέθηκαν μπροστά λίγο πριν το τέλος. Βγήκε μπροστά και ο Σοκ: 17 πόντοι με μόλις εννιά προσπάθειες και δίχως βολές (χώρια τα 4 ριμπάουντ και τα άλλα τόσα κλεψίματα), αποτράπηκε η γκέλα. Στην πρώτη του σεζόν έβαζε 12.3 πόντους, στις τέσσερεις με το «Τριφύλλι» στο στήθος δεν έπεσε ποτέ κάτω από το 40% στα τρίποντα. Βασικά, μόνο σε μία είχε κάτω από 47%!
Το 1995 είχε την ευκαιρία να σπάσει την κυριαρχία του Ολυμπιακού, μια και η μπάλα βρέθηκε στα χέρια του μετά το άστοχο τρίποντο του Νίκου Οικονόμου στον πέμπτο τελικό, 4’’ πριν τη λήξη. Υπό την πίεση του Γιώργου Σιγάλα, έπεσε και έχασε την μπάλα. Το “ερυθρόλευκο” 45-44 δεν άλλαξε…
Ιδιαίτερες φιλίες, πέραν του Κούουσμα, δεν είχε μέσα στην ομάδα. Στην off-season του 1995 άδειασε το σπίτι του και γύρισε στην Εσθονία, για να επιστρέψει με τα πολλά και να δει την ομάδα του να στέφεται Πρωταθλήτρια Ευρώπης, σε μια σεζόν κατά την οποία περιορίστηκε και εντός των τειχών σε συμπληρωματικό ρόλο.
Το “κομπιούτερ” χρειαζόταν αναβάθμιση και την αναζήτησε στο δροσερό περιβάλλον του Ταλίν. Μια χρονιά στην αγαπημένη του Κάλεβ και τον Ιούλιο του 1997 πάλι εδώ. Στη Θεσσαλονίκη, για τον Άρη. Για χάρη και του Ευθύμη Κιουμουρτζόγλου, προπονητή με τον οποίον είχε αγαστή συνεργασία στον Παναθηναϊκό.
Στην επική κατάκτηση του Κυπέλλου από τους… απλήρωτους, λίγους μήνες αργότερα, δεν ήταν κανένας τους παρών. Ο ένας είχε αποτελέσει παρελθόν από την τεχνική ηγεσία και η υπέρβαση στο Final 4 έγινε με τον Χρήστο Μαγκώτσιο, ο άλλος την είχε κοπανήσει μεσούσης της περιόδου.
Στα 33 του δεν είχε κάτι άλλο να δώσει μέσα στις τέσσερεις γραμμές. Έξω από αυτές, έφτιαξε ένα επιτυχημένο αθλητικό σχολείο και έγινε προπονητής σε συλλόγους της πατρίδας του -και στην Εθνική της. Το 2015 επανέφερε την Εσθονία σε Ευρωμπάσκετ μετά από 15 ολόκληρα χρόνια. Οι έξι από τους 12 εκλεκτούς του είχαν περάσει από την ακαδημία του!
Οι δε γκαρντ εκείνης της Εθνικής ήταν οι Τάνελ και Στεν Σοκ. Οι γιοι του. Ο δεύτερος, ο μικρότερος, ο οποίος γεννήθηκε το 1989 και μεγάλωσε στην Ελλάδα, στέριωσε στη δύση της καριέρας του εδώ. Το 2018 υπέγραψε ως γηγενής στον Ηρακλή της Α2 (όταν επιτρεπόταν ένας και μόνο κοινοτικός), επειδή ο πατέρας του είχε -κρατήσει το- ελληνικό διαβατήριο. Πέρασε από το Μεσολόγγι για τον Χαρίλαο Τρικούπη, ξαναπήγε στο Ιβανώφειο.
Στην τελευταίο σκηνή του «Stalker», η κόρη του ομώνυμου πρωταγωνιστή φαίνεται να μετακινεί με τη δύναμη του μυαλού της μερικά αντικείμενα πάνω σε ένα τραπέζι –για να ακουστεί λίγο αργότερα το τρένο που περνούσε δίπλα από το σπίτι και να καταστεί σαφές (;) ότι τα βάζα έπεσαν από τη σχετική δόνηση που προκλήθηκε.
Με το μυαλό του ταρακούνησε τα πράγματα σε σοβιετικό, ευρωπαϊκό και παγκόσμιο, Ολυμπιακό επίπεδο ο περιορισμένων αθλητικών προσόντων Σοκ. Κι ας δόθηκε η σημαντικότερη ώθηση από τους Σαμπόνηδες και τους Γκάληδες (sic) αυτού του κόσμου…
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Αλεξάντερ Γκομέλσκι: Το χρυσάφι στα γυαλιά του