Ολυμπιακοί Αγώνες του Μόντρεαλ, πολλά χρόνια πίσω, σε μια άλλη πραγματικότητα πολύ μακριά από κάθε δεδομένο του σήμερα.
Σε λίγες κινήσεις, σε ελάχιστα λεπτά, ένα κορίτσι από τη Ρουμανία ξαναγράφει την ιστορία της ενόργανης γυμναστικής, αναποδογυρίζει σταθερές δεκαετιών στον αθλητισμό.
Το κορίτσι είναι 14 ετών και 8 μηνών. Φαίνεται ακόμα πιο νεαρό, παιδί κανονικό. Είναι η Νάντια Ελένα Κομανέτσι, τέκνο ενός ιδιότυπου κομμουνισμού του Τσαουσέσκου και η προσωποποίηση μιας μεταφυσικής τέχνης που μέχρι τότε δεν είχε θαυμάσει κανείς.
Ο πλανήτης μένει με το στόμα ανοικτό.
Το πρόγραμμα της λιλιπούτειας αθλήτριας από την «περιφρονημένη» Ρουμανία στους ασύμμετρους ζυγούς, επιφέρει τη μεγαλύτερη βαθμολογία όλων των εποχών.
Δεν προβλέπετο μέχρι τότε το «άριστα», δεν υπήρχε καν η τεχνική υποδομή. Κι όμως οι κριτές δεν είχαν επιλογή.
10. Άριστα δέκα.
Η ύπαρξη αυτού του παιδιού ξεπέρασε τα στενά όπως αποδείχτηκαν, όρια ενός άψογου προγράμματος ή μιας άριστης αξιολόγησης.
Μια διαδρομή στο δρόμο της Αρετής και της Κακίας, να αμφιταλαντεύεται στο καλύτερο και στο χειρότερο, μια ζωή στην αναζήτηση της δεύτερης ευκαιρίας, των κατάλληλων συνθηκών για το περίφημο pursuit of happiness.
Όταν η ρουμάνικη ομάδα μπήκε στο Forum de Montreal για τους επίσημους αγώνες του 1976, η αντίδραση του κοινού περιορίζετο στο πόσο «χαριτωμένες» είναι οι αθλήτριες.
Δεν υπήρχε πιθανότητα στο μυαλό όλων να υπάρξουν άλλες νικήτριες πλην των Σοβιετικών αθλητριών, προεξέχουσας τότε της 21χρονης Όλγκα Κόρμπουτ, του «στρουθίου του Μινσκ».
Όταν οι Ρουμάνες έβγαλαν τις όχι και τόσο φαντεζί φόρμες, τίποτε το «χαριτωμένο» δεν αιωρείτο στο κλειστό. Οι Ρουμάνες είναι πολεμικές μηχανές και οδηγός τους είναι μια Νάντια χάρμα οφθαλμών. Απίστευτα ελαφριά, αλλά προσηλωμένη. Καθαρό στυλ, ενεργητικό, με εκρήξεις αλλά χωρίς φρενίτιδα. Ακριβής, αλάνθαστη. Όταν εκτελεί στους ασύμμετρους ζυγούς το κοινό και οι κριτές μεταφέρονται στο χωροχρόνο, σε ένα σύμπαν πιο εξελιγμένο, με τον άνθρωπο ικανό για πολλά περισσότερα πράγματα.
Οι ψήφοι των κριτών καθυστερούν, στα «κονκλάβια» κυριαρχεί αμηχανία.
Ο φωτεινός πίνακας της Omega ξαφνικά φωτίζεται πλάι στο όνομα της Κομανέτσι: «1.00».
Τί συμβαίνει;
Είναι δυνατόν ένα τέτοιο διαστημικό πρόγραμμα να βαθμολογείται με άσσο;
Από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1932 στο Λος Άντζελες, ο σχεδιασμός των πινάκων αποτελεσμάτων είχε ανατεθεί στην ελβετική Omega.
Λίγο πριν τους Αγώνες στο Μόντρεαλ ο οίκος ζήτησε από τη ΔΟΕ τη δυνατότητα μετατροπής των πινάκων ώστε να καθίσταται εφικτή η αποτύπωση της μέγιστης βαθμολογίας. Του «10».
Η ΔΟΕ απαντά σχεδόν ενοχλημένη. «Δεν είναι δυνατόν για οποιονδήποτε αθλητή να λάβει αυτή τη βαθμολογία. Δεν υπάρχει ο τέλειος αθλητής, συνεπώς δεν υπάρχει ανάγκη να αλλάξουμε και τους πίνακες».
Η Νάντια στις 18 Ιουλίου του 1976 διέψευσε τη ΔΟΕ, «ακύρωσε» τους σοφούς, τους «αθάνατους».
Η αμηχανία οφείλετο στην αναγκαστική λύση του «1.00». Η εγγενής δύναμη του απόλυτου.
Τις επόμενες ημέρες μετά το θαύμα της νύμφης, ήταν σαν πυρετός. Στο κλειστό είχε 18 χιλιάδες κόσμο, όλοι για να δουν το «10», όλοι για να αγγίξουν το τέλειο, να έχουν κάτι να διηγούνται στα παιδιά τους.
Η ανάδειξη του ανθρώπου μέσω του αθλητισμού ήταν πάντοτε ένας υγιής και εύσχημος τρόπος να ξεφύγει από το συνηθισμένο, από τη νόρμα. Σε ορισμένες πραγματικότητες, σε ορισμένα αθλήματα, οι ευκαιρίες που παρουσιάζονται είναι περισσότερες, αλλά και απείρως πιο δύσκολες / επίπονες συνάμα.
Η Νάντια από την τρυφερή ηλικία των 6 ετών μπήκε στο γυμναστήριο, ήρθε σε επαφή με τον τάπητα. Παρά τις δύσκολες προπονήσεις, παρά τις ανείπωτες στερήσεις, το κορίτσι άντεξε, έμεινε ανεπηρέαστο. Αυτό που εντυπωσιάζει περισσότερο προπονητές και επαΐοντες είναι ότι το κορίτσι δεν διαμαρτύρεται ποτέ.
Το πρόσωπό της δεν προδίδει ποτέ κόπωση, στα μάτια της δεν υπάρχει απογοήτευση, παραμένει πάντοτε ανέκφραστη. Δεν είναι ζήτημα προδιαγεγραμμένης μοίρας, σε ορισμένες πολύ σπάνιες περιπτώσεις στην καμπύλη της ζωής, η τύχη δεν είναι τύχη. Είναι ριζικό.
Μια φθινοπωρινή μέρα του 1967 ένα κοριτσάκι είναι στην αυλή ενός σχολείου στο Ονέστι, την κωμόπολη που γεννήθηκε και ζει. Παίζει «ρόδα» τη στιγμή που ένας περαστικός περνά από το δρόμο μαζί με τη γυναίκα του. Οι κινήσεις του κοριτσιού είναι πλαστικές, αποπνέουν μια έμφυτη τελειότητα. Ο περαστικός είναι ο Μπέλα Κάρολι, φημισμένος προπονητής ρυθμικής και ενόργανης γυμναστικής.
Γνέφει στη γυναίκα του την Μάρτα να τον περιμένει, πλησιάζει το παιδάκι και του μιλάει, το ρωτά αν θέλει να ασχοληθεί με τη γυμναστική. Το κορίτσι απαντά καταφατικά, δεν διστάζει ούτε όταν ακούει για προπονήσεις τεσσάρων και έξι ωρών επί πέντε και έξι ημέρες την εβδομάδα.
Η διαδικασία είναι ακόμη πιο επίπονη γιατί όσο το παιδί μεγαλώνει, το ομοσπονδιακό σχολείο είναι πολύ σκληρό, πολύ επιλεκτικό. Το παιδί όμως δεν είναι όπως όλα τ’ άλλα. Στα 8 του δεν έχει πρόβλημα να φύγει από το σπίτι του, πηγαίνει στο σχολείο, αλλά ζει και ακολουθεί κανόνες αθλήτριας.
Εκεί που οι άλλοι αποτυγχάνουν, η Νάντια διεκπεραιώνει. Τα υπόλοιπα παιδιά δεν την καταλαβαίνουν, ακόμα και οι προπονητές έχουν την αίσθηση ότι έχουν απέναντί τους ένα ρομπότ. Μια μηχανή προγραμματισμένη μόνο να κερδίζει και να πρωτεύει.
Ο Μπέλα είναι σκληρός, στα όρια του βάναυσου. Οι μέθοδοί του είναι άκρως συζητήσιμες, σίγουρα στις μέρες μας δεν θα «περνούσαν». Όλοι του οι αθλητές και οι αθλήτριες περνούσαν από τη διαδικασία «βασανιστηρίων» του Κάρολι. Οι περισσότεροι λύγιζαν, η Νάντια άντεχε περισσότερο απ’ όλες και όλους.
Εάν σήμερα έχουμε τη δυνατότητα να ορίσουμε το τέλειο, αν υπάρχει ένας λόγος να φέρνουμε στη μνήμη τους Αγώνες του ’76 στον Καναδά, το οφείλουμε σε εκείνο το παιδί. Με το ρωσικό όνομα και το ρουμάνικο επώνυμο. Ένα κορίτσι που από πολύ μικρό έγινε σύμβολο.
Από τα 15 της με το παράσημο του «ήρωα της σοσιαλιστικής εργασίας». Από την εφηβεία με ελεύθερη είσοδο στο «παλάτι» του Τσαουσέσκου στο Βουκουρέστι, παρούσα σε επίσημους δείπνους, διεθνή συμπόσια και συναντήσεις με υψηλόβαθμους ξένους αξιωματούχους.
Αισθανόταν ίσως ότι επρόκειτο να γίνει βορά του Λεβιάθαν, αλλά δεν πτοείτο.
Αγωνιζόταν και κέρδιζε. Προπονείτο και ξανακέρδιζε. Η ζωή της ήταν ένα διαρκές δυστυχισμένο προνόμιο, εκείνο του «10». Φαινομενική ευζωία σε μια χώρα με ελάχιστους κατέχοντες, αλλά με μόνιμο, απόλυτο καθήκον να διατηρεί την ύψιστη απόδοση και να κερδίζει. Να φέρνει χρυσά μετάλλια.
Όλοι λόγιζαν τη ζωή της, την ύπαρξή της, χρυσή σαν τα μετάλλιά της. Μπορεί να ήταν όντως χρυσή, δεν ήταν όμως ελεύθερη.
Μπήκε στη ζωή της ο Νίκου Τσαουσέσκου. Ο γιος του Ηγεμόνα, ο εκλεκτός διάδοχος του βασιλέα. Ο «κόκκινος ήλιος» όπως αποκαλείτο στη Ρουμανία, ο τέλειος γιος για την τέλεια αθλήτρια.
Όλα μια απάτη, μια φενάκη. Ο εμφανιζόμενος ως «τέλειος» κληρονόμος εικάζεται ότι έπασχε από σοβαρότατα ψυχολογικά προβλήματα. Μεγαλομανής, αλκοολικός, ακραιφνής τζογαδόρος, με κατηγορίες για σειρά βιασμών.
Στο Βουκουρέστι αρχίζει να κυκλοφορεί ότι ο Νίκου της συμπεριφέρεται σαν αντικείμενο. Τους χώριζαν δέκα χρόνια αλλά δεν δίσταζε να τη χτυπάει, να ασκεί επανειλημμένα σωματική και ψυχική βία επάνω της.
Οι λεπτομέρειες που παρέχουν ορισμένες πηγές είναι ανατριχιαστικές. Κάνουν λόγο ότι μερικές φορές τη βίαζε, κάποιες άλλες τη «μοιραζόταν» με τους φίλους του για την τιμωρήσει.
Υπήρχε ένα διάστημα που τον «εκλεκτό» δεν μπορούσε να τον σταματήσει ούτε ο ίδιος ο παντοδύναμος πατέρας του. Η σχέση του Νίκου με τη Νάντια συνεχίζεται για χρόνια. Με την ανοχή της γυναίκας του «Πρίγκηπα».
Αυτή η σχέση λύγισε τη Νάντια. Τότε ξεκίνησαν τα σκαμπανεβάσματα στην απόδοσή της.
Μόλις μια τριετία μετά το «απόλυτο 10» το καθεστώς διέρρεε ότι το λουλούδι μαράθηκε γιατί έπαψε να είναι συνεπές. Υποβάλλεται σε εξαντλητικές δίαιτες, εντάσσεται στην πλήρη τεχνική αναδιάρθρωση ad personam.
Το 1979 στο Παγκόσμιο του Έσσεν κερδίζει τρία χρυσά και ένα χάλκινο μετάλλιο, αλλά το βλέμμα της είναι κρύο, χαμένο, δυστυχισμένο. Το χαμόγελο στο βάθρο είναι «θεσμικό», υποχρεωτικό, εξαναγκαστικό. Είτε κερδίζει είτε χάνει δεν αντιδρά.
Το 1980 στους Ολυμπιακούς της Μόσχας ισοβαθμεί με την Νταβίντοβα και χάνει το χρυσό μετά από ατέρμονες διαβουλεύσεις των κριτών. Ευθεία γραμμή, ακριβώς η ίδια του ολυμπιακού τίτλου κόντρα στην Κιμ στο ελεύθερο πρόγραμμα.
Δεν ήταν απλώς δυστυχισμένη. Ήταν εγκλωβισμένη, κατακερματισμένη ψυχολογικά, άδεια. Τελευταία φορά που ήταν ο εαυτός της στο ταπί ήταν το 1981 στην Πανεπιστημιάδα. Έκτοτε χάθηκε στο λαβύρινθο της ζωής που άλλοι διαμόρφωσαν για εκείνη.
Αποσύρθηκε επίσημα λίγο πριν τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λος Άντζελες το 1984. Η σχέση με τον Νίκου την είχε καταστρέψει, δεν είχε χυμούς για οτιδήποτε. Στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’80 εξαφανίστηκε, σχεδόν αφαιρέθηκε, διαγράφηκε από την κοινή μνήμη.
Έχει μεγαλώσει δίχως να προλάβει να νιώσει παιδί, χωρίς την εφηβεία της. Αρνήθηκε τη νιότη της, υπέβαλε εαυτόν σε μια απίστευτη ταλαιπωρία που κρύφτηκε πίσω από τη βιτρίνα των μεταλλίων που κέρδισε για το καθεστώς. Μόνο ένα κέρδισε για τον εαυτό της. Το «τέλειο», το «ανέφικτο» 1.00.
Είναι χρόνια σκοτεινά, πιθανόν ξεχασμένα, αλλά αφορούν στιγμές κατά τις οποίες προσωπική και συλλογική ιστορία προχωρούν παράλληλα και ταξιδεύουν με την ίδια ταχύτητα χωρίς να γίνεται αντιληπτό.
Τον Νοέμβριο του ’89, σε ένα πάρτι στο Βουκουρέστι, την πλησιάζει ένας ευχάριστος άνδρας. Ο Παναΐτ. Οι τρόποι του φιλικοί, διακριτικοί. Του ανοίγεται, εκείνος της υπόσχεται να τη βοηθήσει να δραπετεύσει. Θα χρειαστούν 5 χιλιάδες δολάρια. Δεκατρείς ημέρες μετά τα γενέθλιά της συναντιούνται στη μέση της νύχτας.
Οδηγούν δίχως να κοιτάξουν πίσω μέχρι τα σύνορα με την Ουγγαρία. Συνεχίζουν με τα πόδια και κατορθώνουν να μπουν στο τραίνο για τη Βιέννη. Ζητούν πολιτικό άσυλο στην αμερικάνικη Πρεσβεία.
Όλα μοιάζουν ιδανικά, πιο ιδανικά κι απ’ το ιδεατό. Εξασφαλίζεται η πολυπόθητη πτήση για τη Νέα Υόρκη.
Στις Η.Π.Α. ο Παναΐτ πετάει το φιλικό προσωπείο και την εκβιάζει κρατώντας την κλειδωμένη σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου. Δεν έχει μόνο τα ταξιδιωτικά της έγγραφα στη κατοχή του, η Νάντια του είχε εμπιστευθεί τα πάντα. Από τη διαχείριση των οικονομικών της, μέχρι την εκμετάλλευση της εικόνας και του ονόματός της.
Πίσω στην Ευρώπη, η πτώση του τείχους στο Βερολίνο έχει φέρει αλυσιδωτές αντιδράσεις που «ανατινάζουν» και το status quo στα Βαλκάνια. Ο Τσαουσέσκου είναι αδύνατον να διαχειριστεί το ποτάμι της οργής στη Ρουμανία και το καθεστώς του καταλύεται. Το πρωινό των Χριστουγέννων εκτελείται μαζί με τη γυναίκα του μετά από μια συνοπτική δίκη σε ζωντανή μετάδοση.
Εάν η Νάντια έκανε υπομονή έναν μήνα, τριάντα μόλις ημέρες ακόμα, δεν θα είχε ανάγκη τον επόμενο βασανιστή της ζωής της, ίσως να μην εγκατέλειπε ποτέ την πατρίδα της.
Στις αρχές του ’90 ανακοινώνεται πως θα συμμετάσχει σε τηλεοπτική εκπομπή. Ο Αμερικανός αθλητής Μπαρτ Κόνερ που απαθανατίστηκε να φιλάει τη Νάντια στο «τέλειο» Μόντρεαλ, διάβασε την είδηση και παίρνει την πρώτη πτήση για Λος Άντζελες. Κατευθύνεται στα στούντιο του CBS, ως έμπειρος αθλητικός σχολιαστής δεν δυσκολεύεται να εξασφαλίσει τη συμμετοχή του στο πρόγραμμα.
Μπαίνει στο πλατό κρατώντας ένα μπουκέτο κόκκινα τριαντάφυλλα, της τα προσφέρει αναμένοντας απλώς ένα σκίρτημα. Διαβάζει στο βλέμμα της τον τρόμο και συνειδητοποιεί ότι αυτή η γυναίκα χρειάζεται βοήθεια, αλλά δεν μπορεί να το φωνάξει.
Στο τέλος της εκπομπής της δίνει την κάρτα του και την προσκαλεί να μη διστάσει να του τηλεφωνήσει. Η Νάντια κάνει ότι δεν καταλαβαίνει, προσποιείται την ενοχλημένη, ο σπόρος όμως είχε ευδοκιμήσει.
Ο Παναΐτ εξαφανίζεται αφού την έχει ξαφρίσει. Υπολογίζεται ότι απομύζησε περίπου 100 χιλιάδες δολάρια, συν ένα αυτοκίνητο. Χάθηκε σαν αέρας, δεν ξανάκουσε ποτέ νέα του.
Η Νάντια ήταν απένταρη, αλλά για πρώτη φορά στη ζωή της ελεύθερη. Με τον Κόνερ απέκτησε ξανά ενδιαφέρον και για τη γυμναστική, στάθηκε ξανά στα πόδια της, βρήκε το σύντροφο της ζωής και παντρεύτηκαν τον Απρίλιο του 1996.
Λίγους μήνες μετά, γίνεται γνωστό ότι ο «Πρίγκηπας», ο «εκλεκτός» Νίκου Τσαουσέσκου, μετά από παρατεταμένη νοσηλεία για κίρρωση του ήπατος και καρκίνο του οισοφάγου, αφήνει την τελευταία του πνοή μετά από αποτυχημένη μεταμόσχευση ήπατος.
Η Νάντια ρωτήθηκε, απάντησε ότι όλα όσα κυκλοφορούσαν για τη σχέση τους ήταν φήμες, θρύλοι και ιστορίες από την κρύπτη του καθεστώτος. Τα άφησε, τα κλείδωσε όλα πίσω, μόνο στην ψυχή της ξέρει ποια είναι η σωστή, η αληθινή version της ιστορίας.
Στα 44 της έγινε μητέρα. Αυτό ήταν το δώρο της νέας της ζωής και όχι η Ακαδημία Γυμναστικής στο Norman, μια κωμόπολη 40 λεπτά από την Οκλαχόμα.
Μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας στην Ρουμανία, ανακηρύχθηκε επίτιμη πρόεδρος της Ομοσπονδίας και επίτιμη πρέσβειρα αθλητισμού.
Έχει αναγνωριστεί από τη Διεθνή Ολυμπιακή Επιτροπή, η ιστορία της έχει ταξιδέψει απ’ άκρη σ’ άκρη σε όλη την υφήλιο.
Το τέλειο το πέτυχε στα 14 και το ξαναβρήκε τριάντα χρόνια αργότερα.
Η ευτυχία και η επιτυχία δεν ορίζονται ως διαρκή συναισθήματα. Ευτυχία είναι μια στιγμή κορύφωσης, ένα φευγαλέο πέπλο πληρότητας, η αίσθηση της ανόδου στην κορυφή του κόσμου.
Τίποτα όμως δεν συγκρίνεται με μια ειλικρινή δεύτερη ευκαιρία.
Γιατί μερικές φορές, το 2 είναι πιο τέλειο από το 1.00.
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Χαρά Καρυάμη: Λάιζα και Λουίτζι
Ειρήνη Αϊνδιλή: Για την Άννα / Τρεις ζωές / Μία ημέρα στη φυλακή
Δημοσθένης Ταμπάκος: Το νου σου στο παιδί