Από τότε που ήμουν μικρό παιδάκι, το ποδόσφαιρο ήταν η μεγάλη μου αγάπη.
Μαζί με τους φίλους μου ήμασταν με μια μπάλα συνέχεια, όπως έκαναν τότε όλα τα παιδιά, όταν οι εποχές ήταν πιο αγνές και πηγαίναμε στο σχολείο και παίζαμε.
Κάποια στιγμή, γύρω στα 10 ήμουν, αποφάσισα με την παρότρυνση ενός φίλου μου να πάμε σε μια ακαδημία της γειτονιάς μας, τον Τοξότη Λάρισας, και κάπως έτσι ξεκίνησε η δική μου ιστορία στο ποδόσφαιρο.
Αν και μικρός, είχα πάει μόνος μου να κάνω την εγγραφή μου, δεν το είχα πει σε κανέναν, μετά πήγα στον πατέρα μου και του είπα «κοίτα, μπαμπά, έχω πάει στην ακαδημία, είναι κι ο φίλος μου μαζί, θα είμαι χαρούμενος εκεί» κι εκείνος με υποστήριξε αμέσως, ένθερμος υποστηρικτής του ποδοσφαίρου και ο ίδιος.
Το σχολείο του Τυρνάβου
Αφού έπαιξα αρκετά χρόνια στον Τοξότη Λάρισας και ανδρώθηκα, πήγα στον Τύρναβο, ο οποίος τότε αγωνιζόταν στη Δ’ Εθνική σε έναν πολύ δυνατό όμιλο, ήταν για παράδειγμα μέσα και τα Τρίκαλα, όταν ήταν Πρόεδρος ο κύριος Πλεξίδας, αλλά και άλλες δυνατές ομάδες με δυνατές έδρες.
Έχοντας πραγματοποιήσει μια μετάβαση από τον Τοξότη Λάρισας, μια ομάδα ερασιτεχνική, στον Τύρναβο κατάλαβα πώς είναι να παίζεις υπό πίεση, έχοντας κάποιες προσδοκίες και συμπαίκτες κάποιους πολύ έμπειρους ποδοσφαιριστές που είχαν παίξει αρκετά χρόνια στη Β’ και τη Γ’ Εθνική.
Η συνύπαρξη με τα παιδιά αυτά, με τα οποία πλέον είμαστε φίλοι, με βοήθησε πολύ να καταλάβω πώς είναι ο πρωταθλητισμός, πώς είναι να βρίσκεσαι υπό πίεση, πώς είναι να πρέπει να κερδίζεις, να έχεις έναν στόχο και να μην παίζεις απλώς για να το απολαύσεις.
Εκεί αγωνίστηκα έναν χρόνο και όλο αυτό αποτέλεσε ένα πολύ καλό τεστ για εμένα, ένα σχολείο, ένα σκαλοπάτι πριν τη νέα μου ομάδα και μάλιστα διακρίθηκα, γιατί εκτός των άλλων η ομάδα είχε κάνει τότε μια εξαιρετική πορεία, ανέλπιστα καλή.
Το όνειρο της Λάρισας, η οικογένεια των Ιωαννίνων
Το επόμενο βήμα ήταν η Λάρισα, στην οποία πήγα έτοιμος και “ψημένος”, και εκεί έγινα και επαγγελματίας.
Στη Λάρισα είμαστε τοπικιστές, υποστηρίζουμε πολύ την ομάδα μας, έτσι είμαι κι εγώ, πήγαινα στο Αλκαζάρ, και στη Γ’ Εθνική που μάζευε 15.000 κόσμο αλλά και όταν ανεβήκαμε στη Β’.
Για κάθε Λαρισαίο, για κάθε παιδί που μεγάλωνε στη Λάρισα, το όνειρο ήταν να αγωνιστεί στην ομάδα κι εγώ έτυχα σε μια πολύ καλή εποχή, επί Κώστα Πηλαδάκη, όταν η ομάδα ήταν οικονομικά δυνατή και με καινούργιο γήπεδο. Ήμουν από τους τυχερούς που μπήκα εκεί.
Μάλιστα, είχα παίξει το τελευταίο παιχνίδι στο Αλκαζάρ με τον Πανιώνιο, αν θυμάμαι καλά, και μετά αγωνιστήκαμε με τον ΠΑΟΚ στο καινούργιο γήπεδο, ήταν πολύ μεγάλη τιμή για εμένα.
Όμως τα όνειρά μου ήταν διαφορετικά σε σχέση με το πώς εξελίχθηκα στην πορεία, καθώς η ομάδα αντιμετώπισε κάποιες δυσκολίες στη συνέχεια, υποβιβαστήκαμε στη Β’ Εθνική, προσπαθήσαμε να ανέβουμε, αλλά δυστυχώς δεν τα καταφέραμε και έτσι ήρθε το πλήρωμα του χρόνου για εμένα.
Βλέπαμε τότε όλοι ότι η ομάδα στην ουσία πήγαινε σε αδιέξοδο, υπήρχαν πολύ μεγάλα οικονομικά προβλήματα, κάθισα, σκέφτηκα και αποφάσισα ότι, εάν ήθελα να εξελιχθώ, κάτι τέτοιο θα συνέβαινε μακριά από τη Λάρισα εκείνη τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο.
Όταν πήρα αυτήν την απόφαση, είχα ήδη κάποιες προτάσεις από τέσσερεις-πέντε ομάδες της Α’ Εθνικής.
Μάλιστα, με είχαν τότε πλησιάσει ο Πρόεδρος Γιώργος Χριστοβασίλης με τον προπονητή Γιάννη Χριστόπουλο και μου είχαν εξηγήσει το πλάνο τους, ότι δηλαδή σκόπευαν να κάνουν μια νεανική και υγιή ομάδα, με τον κόσμο να απολαμβάνει ποδόσφαιρο, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα για υψηλό μπάτζετ.
Ήταν και τα Γιάννινα μια ωραία και φιλόξενη πόλη, οπότε πήρα την απόφαση να μετακομίσω εκεί.
Τότε βέβαια δεν είχα μάνατζερ, είχα όμως τον αδερφό μου, ο οποίος δεν έχει καμία σχέση με το ποδόσφαιρο, αλλά είναι πολύ καλός στις διαπραγματεύσεις και βρίσκεται πλέον στον χώρο των επιχειρήσεων, πηγαίνοντάς τα πολύ καλά.
Αν όχι τα καλύτερα μου χρόνια, τότε σίγουρα κάποια από αυτά τα πέρασα στα Γιάννινα, όσον αφορά στο εξωγηπεδικό.
Βγαίναμε, για παράδειγμα, για καφέ 10 άτομα από την ομάδα, είχαμε γίνει μια οικογένεια, μια παρέα, κάθε μέρα ήμασταν μαζί, το κλίμα στα αποδυτήρια ήταν καταπληκτικό, πηγαίναμε στην προπόνηση και το ευχαριστιόμασταν, νιώθαμε μεγάλη χαρά, ήμασταν με τον Τάσο Πάντο, τον Χρήστο Πατσατζόγλου, τότε μάλιστα είχαμε κάνει και τη μεγάλη πορεία που είχαμε βγει στην Ευρώπη.
Οι μοναδικές στιγμές στην ΑΕΚ
Για τον επόμενο ποδοσφαιρικό μου σταθμό με είχαν πλησιάσει και άλλες δύο ομάδες εκτός από την ΑΕΚ.
Τότε η ομάδα ήταν στη Γ’ Εθνική, αλλά υπήρχε ο στόχος της ανόδου στη Β’, ξεκινούσε το “χτίσιμο” με Έλληνες παίκτες από το Πρωτάθλημα, Πρόεδρος ήταν ο κύριος Μελισσανίδης και, ακούγοντας το όνομα αυτό, κατάλαβα αμέσως ότι από πίσω υπήρχε κάτι δυνατό και σοβαρό, οπότε για εμένα όλο αυτό ήταν ελκυστικό.
Μου άρεσε πολύ το πλάνο τότε και με τον Νίκο Λυμπερόπουλο, ο οποίος μου έδειξε πολύ ζεστά το ενδιαφέρον του και κατάλαβα πόσο πολύ με θέλουν εκεί αλλά και πόσο καλά οργανωμένοι ήταν στην ομάδα.
Μάλιστα, μου παρέθεσαν πλάνο πενταετίας, οπότε θεώρησα ότι ήταν μια ιδανική επιλογή, αν και βέβαια θα έπρεπε να παίξουμε για έναν χρόνο στην Β’ κατηγορία.
Επρόκειτο όμως για την ΑΕΚ, για ένα μεγάλο όνομα, και δεν κρύβω ότι, όταν πήγα εκεί και είδα τις εγκαταστάσεις, την οργάνωση, τους ανθρώπους, τον κύκλο γύρω από την ομάδα, ένιωσα λες και ήμουν σε ευρωπαϊκό σύλλογο!
Όσον αφορά στους προπονητές με τους οποίους συνεργάστηκα στην ομάδα, για τον Στέλιο Μανωλά έχω να πω ότι αποτελεί ένα κεφάλαιο μόνος του όχι μόνο για την ΑΕΚ αλλά και για το Ελληνικό Πρωτάθλημα, ήταν μεγάλη μου τιμή η συνεργασία μας.
Ο Τραϊανός Δέλλας είχε εστιάσει στο να μας εξελίξει ως ποδοσφαιριστές, να μας βελτιώσει ως παίκτες και ανθρώπους, να πάρουμε τις σωστές αρχές, γιατί στην ουσία είχαμε βρεθεί εκεί από τις ομάδες μας κάπως “άγουροι” στο στοιχείο του πρωταθλητισμού, εγώ από τα Γιάννινα, ο Πέτρος Μάνταλος από την Ξάνθη, κάποια παιδιά από τον Πανιώνιο.
Με τον Γκουστάβο Πογέτ καταλάβαμε ότι παίζαμε συνεχώς για τη νίκη, ήταν ένας πολύ διψασμένος προπονητής, ο οποίος δεν στόχευε τόσο στην εξέλιξη των ποδοσφαιριστών, γιατί προφανώς περίμενε ότι ήμασταν έτοιμοι, απλώς ζητούσε αποτελέσματα, έτσι όπως δηλαδή συμβαίνει στις μεγάλες ομάδες.
Μοναδική στιγμή στην ΑΕΚ υπήρξε η κατάκτηση του Κυπέλλου Ελλάδος, απερίγραπτη η χαρά για όλους μας να καταφέρουμε κάτι τέτοιο, ενώ προερχόμασταν από τη Β’ Εθνική, ήμασταν πολύ διψασμένοι, ο κόσμος ήταν πολύ διψασμένος, όπως και όλος ο οργανισμός της ΑΕΚ.
Και παίζαμε εναντίον του Ολυμπιακού, ενός μεγάλου αντιπάλου, οπότε το χαρήκαμε όλοι μας πάρα πολύ, ενώ και για εμένα προσωπικά αποτέλεσε ένα ορόσημο για την καριέρα μου που έχω να το λέω.
Μέχρι τα ημιτελικά ήταν ο Πογέτ και στον Τελικό είχε κοουτσάρει ο Μανωλάς, πανηγύρια, χαρές, αγκαλιές με τον Στέλιο, ήταν κάτι το απίστευτο.
Υπήρχαν και Έλληνες και ξένοι παίκτες εξαιρετικοί στην ομάδα, καταλάβαινες πχ ότι ο Μάνταλος είχε ποιότητα, άσχετα αν ήταν αδούλευτος ή δουλεμένος, η ποιότητα σε έναν ποδοσφαιριστή φαίνεται αμέσως.
Αλλά αυτός που μου έκανε τρομερή εντύπωση για την απλότητά του ήταν ο Τσιγκρίνσκι, με τον οποίον είχα την τύχη να παίξω μαζί, πολύ απλός άνθρωπος, πολύ καλός παίκτης, εξαιρετική προσωπικότητα, διδάχτηκα πάρα πολλά από αυτόν.
Κάποια στιγμή αποφασίσαμε από κοινού με την ομάδα να μην συνεχίσουμε τη συνεργασία μας.
Ο αποχαιρετισμός μου, φορώντας και το περιβραχιόνιο του αρχηγού, ήταν πολύ ανθρώπινος, νομίζω παίζαμε με τον ΠΑΟΚ μέσα στο ΟΑΚΑ, ένα από τα τελευταία παιχνίδια της χρονιάς, και τότε είχε μαθευτεί ότι δεν θα συνέχιζα στην ομάδα.
Δεν θα ξεχάσω και την συγκινητική ομιλία του Χιμένεθ, όταν μαζευτήκαμε πριν από την προπόνηση και είπε στους παίκτες «σας ζητάω να παίξετε και για τον Δημήτρη, μια πολύ καλή προσωπικότητα που μας έχει διδάξει πολλά, τον αγαπάμε».
Το διαχρονικό φλερτ με τον Παναθηναϊκό
Εκείνα τα χρόνια ο Παναθηναϊκός ήταν η καλύτερη ομάδα του Πρωταθλήματος με διαφορά, με Κατσουράνη μέσα, με Σισέ, πετούσε φωτιές στην επίθεση.
Για έναν νέο αμυντικό ποδοσφαιριστή, όπως εγώ, ήταν μια πολύ μεγάλη πρόκληση να αντιμετωπίσω τέτοιας ποιότητας επιθετικούς και πόσο μάλλον τον Τζιμπρίλ Σισέ, τον οποίον μάλιστα, θυμάμαι, είχα να τον αντιμετωπίσω ως παίκτης της Λάρισας και ομολογουμένως πολλές φορές τα είχα πάει πολύ καλά.
Πάντα με τον Παναθηναϊκό υπήρχε μια συμπάθεια, οπότε, όταν τα πράγματα είχαν ξεκαθαρίσει με την ΑΕΚ, ο Παναθηναϊκός με προσέγγισε δείχνοντας άμεσα το ενδιαφέρον του και πήρα την απόφαση να συνεχίσω σε αυτόν τον πολύ μεγάλο σύλλογο.
Υπήρχε ενδιαφέρον και από άλλες ομάδες, μάλιστα και από το εξωτερικό, αλλά η μεταγραφή μου στον Παναθηναϊκό έγινε πολύ γρήγορα. από την ημέρα που αποφάσισα ότι δεν θα συνεχίσω στην ΑΕΚ, δεν είχα χρόνο να σκεφτώ κάτι άλλο πλην της πρότασης του Παναθηναϊκού, καθώς και ο τρόπος που με πλησίασαν οι άνθρωποι της ομάδας μού άρεσε πάρα πολύ.
Προπονητής τότε ήταν ο Μαρίνος Ουζουνίδης, στον οποίον είμαι ευγνώμων, γιατί αυτός μαζί με τον Νίκο Λυμπερόπουλο -και πάλι- ήταν εκείνοι που είχαν ζητήσει την απόκτησή μου και οι άνθρωποι που με πήγαν στον Παναθηναϊκό.
Μετά υπήρξε μια περίοδος δύσκολη, με τον Πρόεδρο τότε να έχει αποφασίσει για κάποιους λόγους να απομακρυνθεί κάπως από την ομάδα, υπήρχε ένα ερωτηματικό σχετικά με το μέλλον και περάσαμε πάρα πολλά.
Τότε είχα μεταξύ άλλων συμπαίκτες τον Μολέντο, έναν πολύ καλό και ικανό ποδοσφαιριστή, με δυνατή προσωπικότητα και εντός και εκτός αγωνιστικού χώρου, τον Ζέκα για κάποιους μήνες, ο οποίος ήταν αρχηγός τότε, ένα καταπληκτικό παιδί, τον Άντονι Μουνιέ, έναν Γάλλο με πολλές παραστάσεις που ήρθε στην πορεία.
Γενικότερα, είχα δίπλα μου προσωπικότητες που έχουν μείνει στο μυαλό μου και με επηρέασαν.
Με τον Γιώργο Δώνη η ομάδα έπαιξε πολύ καλό ποδόσφαιρο, το καλύτερο, θεωρώ, τα τελευταία χρόνια στον Παναθηναϊκό, κάτι που φάνηκε και στο γήπεδο, είχαμε τότε αρκετά νέα παιδιά, και από τις ακαδημίες, και ο Δώνης δούλεψε πάρα πολύ καλά την ομάδα σε ποιοτικό επίπεδο, με τον κόσμο να απολαμβάνει το αποτέλεσμα. δυστυχώς δεν καταφέραμε να συνεχίσουμε μαζί του για πολλούς λόγους, τους οποίους δεν γνωρίζω, αποχώρησε και συνέχισε η ομάδα με άλλον προπονητή.
Κάποια στιγμή σκέφτηκα ότι τότε ήταν η ώρα να ζήσω κάτι που δεν είχα ζήσει.
Το άγνωστο της Τουρκίας
Δεν είχα καθόλου εικόνα για το Τουρκικό Πρωτάθλημα, σίγουρα γνώριζα κάποιες από τις μεγάλες ομάδες, κάποια πράγματα για αυτές, αλλά δεν ήξερα για την Καϊσέρισπορ αρκετά, από την οποία προέκυψε και το ενδιαφέρον.
Μπήκα, έψαξα, μίλησα με τον μάνατζέρ μου, με τον Πασχάλη Τουντούρη και τον Ανδρέα Κυριακόπουλο και αποφασίσαμε από κοινού ότι είναι μια καλή εμπειρία να το ζήσω για να δω κι εγώ τι μπορώ να κάνω στο εξωτερικό.
Πηγαίνοντας στην Τουρκία, ήμουν αποφασισμένος για κάποια πράγματα, να δώσω το μέγιστο των δυνατοτήτων μου και να πετύχω. Πέρα όμως από αυτήν την αποφασιστικότητα, είχα και την απορία για το τι “κλίμα” μπορεί να συναντούσα σε μια νέα χώρα, σε μια μουσουλμανική πόλη της Ανατολίας, όντας Έλληνας ποδοσφαιριστής.
Αλλά από την πρώτη ημέρα, από την πρώτη στιγμή, δεν με ξένισε τίποτα, οι άνθρωποι μού έδειξαν τη φιλοξενία τους, την αγάπη τους, τον σεβασμό τους, πράγμα που βοήθησε σε μεγάλο βαθμό τη γρήγορη προσαρμογή μου και την άμεση απόδοσή μου.
Η πρώτη χρονιά ήταν δύσκολη για την ομάδα, παλεύαμε για την παραμονή μας στην κατηγορία, είχαμε μάλιστα αλλάξει πέντε προπονητές, υπήρχε πολύ άγχος, παίζαμε κάθε παιχνίδι με το μαχαίρι στον λαιμό, μια περίεργη σεζόν. οι επόμενες κύλησαν πιο ομαλά, απόλαυσα πολύ περισσότερο τις στιγμές, οπότε πήγαν όλα καλά.
Η Καισάρεια είναι μια μουσουλμανική πόλη και λειτουργεί με βάση αυτό, απαγορεύεται το αλκοόλ, υπάρχουν μόνο δύο μέρη όπου μπορείς να πας και να ξεφύγεις λίγο, είναι μια πλούσια περιοχή, η τρίτη μεγαλύτερη βιομηχανική πόλη της Τουρκίας, με τη βιομηχανία να είναι σε πολύ υψηλό επίπεδο, εκεί μάλιστα εδρεύει και η Istikbal, χορηγός της ομάδας μας.
Ο δείκτης ζωής είναι πολύ καλός, όπως και η ποιότητα ζωής, μου έκαναν μάλιστα εντύπωση οι δρόμοι, η ποιότητά τους, τα πάρκα, το πώς φροντίζουν οι άνθρωποι την πόλη τους, το γεγονός ότι, αν και χιονίζει πάρα πολύ κατά τη διάρκεια του χειμώνα, δεν κλείνουν ποτέ οι δρόμοι, τα μηχανήματα, ο Δήμος και οι τοπικές Αρχές δουλεύουν πυρετωδώς, ώστε να εξυπηρετείται όλος ο κόσμος.
Η σχέση ζωής με την Καϊσέρισπορ
Έμαθα Τουρκικά, μπορώ να συνεννοηθώ, αλλά να μιλήσω σε ροή μού είναι δύσκολο, βέβαια καταλαβαίνω καλά το θέμα για το οποίο μιλάμε και μπορώ και εγώ να μιλήσω ικανοποιητικά.
Η κουλτούρα είναι λίγο ανατολίτικη, δεν έχουν τον ευρωπαϊκό τρόπο ζωής και σκέψης, είναι άνθρωποι που ζουν στην Ανατολία πάρα πολλά χρόνια, χωρίς τις υποδομές που μπορούμε να συναντήσουμε στην Κωνσταντινούπολη, δεν υπάρχει και η δυνατότητα επαφής με πολλούς τουρίστες, ώστε να μιλήσουν οι άνθρωποι αγγλικά και να αναπτύξουν και κάποιες άλλες δυνατότητες επικοινωνίας.
Χριστιανικοί ναοί σε λειτουργία δεν υπάρχουν, αλλά μπορείς να επισκεφθείς την Καππαδοκία, η οποία απέχει μισή ώρα, και εκεί υπάρχουν πολλά μοναστήρια επισκέψιμα, χωρίς ωστόσο να λειτουργούν. η Καππαδοκία είναι ένα ιστορικό μέρος, ειδικά για εμάς τους Έλληνες, μάλιστα η πρώτη φορά που είχα πάει ήταν πολύ συγκινητική, βλέποντας τις υπέροχες αγιογραφίες σε εξαιρετική κατάσταση, καθώς οι Αρχές έχουν φροντίσει πολύ το μέρος, ώστε να το απολαμβάνουν οι τουρίστες.
Όσον αφορά στη σχέση μου με τους φιλάθλους της Καϊσέρισπορ, νομίζω ότι καταλαβαίνουν πως, όταν παίζω, δίνω το 100% του εαυτού μου, αγωνίζομαι για την ομάδα, δεν είμαι από τους παίκτες που θα παραπονεθώ εύκολα, που στα δύσκολα θα κάνω πίσω, το εκτιμούν και τους ευχαριστώ, τους εκτιμώ κι εγώ, κάτι που το γνωρίζουν πολλά χρόνια.
Με άλλους Έλληνες που αγωνίζονται σε τουρκικούς συλλόγους είμαστε μαζί και κάνουμε παρέα, πριν τα μεταξύ μας παιχνίδια μάλιστα αλλά και μετά από αυτά βρισκόμαστε κι ανταλλάζουμε δώρα, έχουμε και αυτές τις παραδόσεις. με τον Μπακασέτα που ήμασταν συμπαίκτες στην ΑΕΚ, με τον Κουρμπέλη που ήμασταν μαζί στον Παναθηναϊκό, με τον Χαρίση και τον Πούγγουρα που επίσης υπήρξαμε συμπαίκτες, με όλους είμαστε καλοί φίλοι.
Μάλιστα, όπως και στην ΑΕΚ, όπως και στον Παναθηναϊκό, έτσι και στην Καϊσέρισπορ φοράω το περιβραχιόνιο του αρχηγού.
Νομίζω ότι είναι η επιρροή και ο χαρακτήρας που δείχνεις για την ομάδα, ίσως αυτό βλέπουν οι παράγοντες και προκρίνουν εμένα να εκπροσωπώ τους ποδοσφαιριστές στο ανώτατο επίπεδο, θεωρώ ότι είναι η προσωπικότητα που έχει ο παίκτης και, σε ό,τι αφορά σε εμένα, στα δύσκολα δεν θα κάνω πίσω, νοιάζομαι για τον συμπαίκτη μου και αυτό εκτιμάται.
Νιώθω πολύ άνετα στην Τουρκία, αισθάνομαι αγαπητός, όπως κι εγώ βέβαια αγαπάω αυτόν τον τόπο, βλέπω την Καισάρεια ως το σπίτι μου και νομίζω ότι για τον ποδοσφαιριστή αυτό είναι και το πιο σημαντικό, να βρίσκεται δηλαδή σε μια πόλη και μια ομάδα που αισθάνεται οικεία, που εισπράττει αγάπη, ώστε να μπορέσει και ο ίδιος να αποδώσει εντός και εκτός αγωνιστικού χώρου.
Απ’ την άλλη, αν σκεφτώ τι αποτελεί για εμένα ανεκπλήρωτο πόθο, ίσως να υπάρξουν πολλές σκέψεις, οπότε το αφήνω λίγο παραπέρα και πορεύομαι έτσι.
Κάποια στιγμή επισκεφθήκαμε ένα σχολείο που βρίσκεται σε υποβαθμισμένη περιοχή της πόλης και δώσαμε στα παιδιά τσάντες γεμάτες με μπουφάν, παπούτσια και φόρμες.
Γνωρίζω ότι δημοσιοποιήθηκε αρκετά αυτή μου η κίνηση, να γιορτάσω δηλαδή τα γενέθλιά μου προσφέροντας βασικά αγαθά σε παιδιά που το έχουν ανάγκη, απόφαση την οποία πήρα με τη βοήθεια της ομάδας φυσικά, ώστε να δώσω σε αυτά λίγη έστω χαρά, αλλά αυτή η πόλη μού έδειξε από την πρώτη στιγμή τη φιλοξενία και την αγάπη της, οπότε κι εγώ ένιωσα την ανάγκη να κάνω κάτι εκτός αγωνιστικού χώρου και να ανταποδώσω στο ελάχιστο όλο αυτό που έχω εισπράξει.
Έβλεπα την κατάσταση σε κάποιες γειτονιές της πόλης, με τους ανθρώπους να ζουν κάπως δύσκολα και να μην έχουν πολλές δυνατότητες, οπότε προχώρησα σε αυτήν την ενέργεια, με την οποία τα παιδάκια χάρηκαν πολύ.
Ακολουθούμε και με την ομάδα μάλιστα ένα πρόγραμμα και κάθε εβδομάδα πηγαίνουμε κάποιοι ποδοσφαιριστές σε σχολεία της περιοχής, επισκέψεις που γεμίζουν τα παιδιά με χαμόγελα. είναι κάποιες στιγμές που τους τις οφείλουμε, γιατί οι εποχές είναι δύσκολες.
Από την Καισάρεια στο Ρίο με τερματικό τη Λάρισα
Εμπειρία που θα έχω να θυμάμαι από την Τουρκία είναι και η επίσκεψή μου… στη Βραζιλία. ήμασταν συμπαίκτες με τον Γκουστάβο Καμπανιάρο, από τους καλύτερους φίλους που έχω κάνει στον χώρο του ποδοσφαίρου, και πήρα την απόφαση να πάω στη Βραζιλία με τη διακοπή των υποχρεώσεων της ομάδας μας και να τον επισκεφθώ για ένα δεκαήμερο.
Ήταν ένα ταξίδι ζωής, εκεί βλέπεις μια διαφορετική κουλτούρα, δεν πηγαίνεις στην Αργεντινή, για παράδειγμα, όπου έχει περισσότερη εισροή ο δυτικός πολιτισμός, αλλά σε μια περιοχή που έχει κρατήσει τις παραδόσεις της, μια πανέμορφη χώρα με χαμογελαστούς ανθρώπους.
Μπήκα και στο καλύτερο γήπεδο του κόσμου, το Maracanã, και ήμουν τυχερός, γιατί τότε υπήρχε ένα ντέρμπι της Β’ Εθνικής, Βάσκο Ντα Γκάμα-Κρουζέιρο.
Στο γήπεδο παρακολουθούσαν 80.000 κόσμος, η ατμόσφαιρα φανταστική, μας είχε αφήσει το ταξί 300μ. μακριά και περπατούσαμε μαζί με τους οπαδούς της Βάσκο Ντα Γκάμα, χοροπηδώντας κι εμείς, μάλιστα είχαμε πάρει και φανέλες και, έτσι όπως ήμασταν λευκοί και όχι στα χρώματά τους, ξεχωρίζαμε, ήταν μια γιορτή πραγματικά, οι Βραζιλιάνοι, όπως λέει όλος ο κόσμος, το είδαμε κι εμείς, βλέπουν το ποδόσφαιρο ως μια γιορτή.
Όπου και να πηγαίνω όμως, στη Λάρισα θα επιστρέφω, εκεί είναι το σπίτι μου, η οικογένειά μου, οι φίλοι μου, ο κύκλος μου, η καρδιά μου, το μυαλό μου, εκεί είναι τα πάντα!
Σκέφτομαι μάλιστα, όταν θα γυρίσω στην πόλη μου, να κατασκευάσω ένα αθλητικό κέντρο στο οποίο τα παιδιά θα μαθαίνουν να αθλούνται, εστιάζοντας όχι μόνο στο ποδόσφαιρο αλλά σε ένα σφαιρικό πλαίσιο για τον αθλητισμό, γιατί αυτός αποτελεί πηγή έμπνευσης για την κοινωνία μας.
Τα παιδιά πρέπει να ξεκινούν από μικρά, για το σώμα τους, για την υγεία τους αλλά και για να πάρουν κάποιες αξίες μέσα από τον αθλητισμό, ώστε να πορευτούν αργότερα στη ζωή τους. αλίμονο, δεν θα γίνουν όλοι επαγγελματίες ποδοσφαιριστές ούτε επαγγελματίες μπασκετμπολίστες, αλλά τουλάχιστον μπορούν να εμποτιστούν με κάποιες αρχές και ήθος, ώστε να προχωρήσουν ως σωστοί άνθρωποι στην κοινωνία.
Τέλος, όσον αφορά στην οικογένειά μου, θεωρώ ότι είναι περήφανη για εμένα, έχω θυσιάσει αρκετά πράγματα, το ξέρουν, το βλέπουν ότι λείπω αρκετά χρόνια, προσπαθώ όμως κι εγώ από τη μεριά μου όσο το δυνατόν να βοηθάω, να τους στηρίζω σε κάθε δυσκολία που θα υπάρξει, να είμαι κοντά τους σε κάθε προβληματισμό.
Ο Δημήτρης Κολοβέτσιος είναι επαγγελματίας ποδοσφαιριστής.
Επιμέλεια κειμένου: Ζέτα Θεοδωρακοπούλου
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: