Τα πρώτα μου βήματα στο ποδόσφαιρο τα έκανα σε μια ακαδημία ποδοσφαίρου 5×5, όταν ήμουν πέντε ετών, αλλά τότε ακόμη δεν έπαιζα τερματοφύλακας, αγωνιζόμουν “μέσα”.
Εκείνη την εποχή ακόμη παίζαμε, δεν ήταν όπως τώρα που στις αντίστοιχες ηλικίες τα παιδιά κάνουν ασκησούλες, είχαμε μόνο παιχνίδι με την μπάλα.
Το μπόι μου το πήρα από τον μπαμπά μου, είναι 1.89, αλλά και η μαμά μου είναι ψηλή για γυναίκα, 1.72.
Ο πατέρας μου έπαιζε τερματοφύλακας στην ομάδα της Τρίπολης, στον Παναρκαδικό για πολλά χρόνια, έχει συμμετοχές και στη Β’ και στη Γ’ Εθνική.
Ήταν προπονητής τερματοφυλάκων στον Αστέρα Τρίπολης, όταν η ομάδα έπαιζε στην Γ’ Εθνική, και αποχώρησε, όταν πήγε στη Β’ κατηγορία.
Τότε οι ακαδημίες δεν ήταν όπως οι σημερινές και, όποτε μπορούσε, ερχόταν ο μπαμπάς μου και μας έκανε προπόνηση.
Επειδή λοιπόν είχα το “προνόμιο”, ανέβαινα κάποιες φορές στην Α’ ομάδα (σε ηλικία 11 ετών εγώ) για προπόνηση, με έπαιρνε ο μπαμπάς μου, «έλα να κάνουμε και μαζί μισή ώρα», και μετά ξεκινούσαμε κι εμείς στην ακαδημία την αντίστοιχη δική μας.
Στη θέση του τερματοφύλακα ξεκίνησα στα 12 μου, ήταν σε έναν αγώνα 5×5, στο ημίχρονο είχε χτυπήσει ο τερματοφύλακας και μου είπε ο προπονητής «θέλεις να παίξει τέρμα;». Έτσι ξεκίνησα και μάλιστα μικρός δεν είχα ινδάλματα τερματοφύλακες, θαύμαζα μεν πχ τον Μπουφόν, αλλά είχα αφίσες του Κακά, του Φερνάντο Τόρες, του Ροναλντίνιο.
Τότε κάναμε κάποιες προπονήσεις, ο Τζέρι Ούγκεν μάς προπονούσε δύο φορές την εβδομάδα, κυρίως όμως παίζαμε πολύ, ήμασταν λίγο πιο ελεύθεροι, ενώ σήμερα τα παιδιά δουλεύουν με προπονητές και γυμναστές.
Φυσικά, έπαιζα ποδόσφαιρο και εκτός Αστέρα, στο σχολείο, με τους φίλους, και συνήθως “μέσα”, όχι τέρμα, οπότε μπορεί καθημερινά να είχα και 10 ώρες επαφή με την μπάλα!
Γεύσεις από Αγγλία
Είμαι στα 16 και έρχεται ένας ατζέντης στον Αστέρα που ζητούσε τερματοφύλακα για την Μπλάκμπερν.
Με επέλεξαν να κάνω ένα δοκιμαστικό 12 ημερών και πήγαμε Αγγλία με τον μπαμπά μου!
Ακόμη και τώρα δεν μπορώ να συνειδητοποιήσω πού βρέθηκα!
Το προηγούμενο βράδυ ήμασταν με τους φίλους μου έξω και διασκεδάζαμε και το πρωί της επομένης φεύγαμε με τον μπαμπά μου για Αγγλία.
Εκεί είδα φοβερά πράγματα, η ακαδημία είχε 12 γήπεδα, η ομάδα είχε οχτώ, γυμναστήρια, σπίτια που μέναμε.
Ξυπνούσαμε 07:30, πλενόμασταν, τρώγαμε πρωινό και καθόμασταν με τους γονείς ή σε αίθουσα με παιχνίδια, μετά πηγαίναμε γυμναστήριο, κάναμε προθέρμανση, προπόνηση, τρώγαμε, ξεκουραζόμασταν δύο ώρες, πάλι γυμναστήριο και μετά τις 19:00 φεύγαμε.
Είχαμε παίξει και φιλικό με την Κ19 της Κόβεντρι στο γήπεδο της Μπλάκμπερν, κατά τη διάρκεια του οποίου έκανα μια δύσκολη επέμβαση σε μια εκτέλεση φάουλ και, όπως σηκώνομαι, βλέπω τον προτζέκτορα του γηπέδου να δείχνει σε επανάληψη τη φάση μου. τρελάθηκα, λέω «βρε μπαμπά, είδα το ριπλέι αυτού που έκανα, πού ζούμε!», τα ‘χαμε χάσει και οι δυο μας!
Επέτρεψα Ελλάδα και περιμέναμε, ήμασταν τέσσερεις τερματοφύλακες που κρινόμασταν, ένας από τη Γουέστ Xαμ, ένας από τη Φούλαμ, ένας από την Μπαρτσελόνα κι εγώ.
Μετά από 20 μέρες μάς τηλεφώνησαν και μας είπαν ότι ήθελαν να με δουν σωματομετρικά και από πλευρά μετρήσεων, μας κλείνουν εισιτήρια από την ομάδα και φεύγουμε πάλι.
Ήμουν τρεις μέρες εκεί, ενώ έκανα και μια προπόνηση με τις “ρεζέρβες” της ομάδας. έπαιξα με την Κ21 που κάθε Πέμπτη έδινε φιλικό με την Α’ ομάδα της Μπλάκμπερν, ενώ προπονητής ήταν ο Αλαρντάις, ο οποίος ήταν και εκείνος που είχε δώσει το “ok” για να πάω εκεί, καθώς σε τέτοια παιχνίδια σού δινόταν η ευκαιρία να δείξεις την αξία σου.
Στα ιατρικό κομμάτι, έκανα 12 ώρες μαγνητικές σε αστραγάλους, γόνατα, μέση, αυχένα, οστά, έκανα λιπομέτρηση, μου έγινε ένα φουλ σκανάρισμα.
Μας είπαν ότι ήταν πολύ πιθανό να ξεκινήσω από εκείνο το καλοκαίρι κιόλας με την ομάδα.
Αρχές Ιουνίου μάς τηλεφωνούν και πάλι και μας ενημερώνουν ότι θα έρθουν στην Ελλάδα Τεχνικός Διευθυντής της ομάδας με τον Άγγλο μάνατζερ και τον Έλληνα μεσολαβητή.
Ήρθαν, συζητήσαμε τους όρους, υπογράψαμε, πήγα, έκανα κανονικά προετοιμασία, αλλά δυστυχώς δεν μπόρεσα να αντεπεξέλθω, να μείνω νοητικά εκεί, μου είχαν έρθει όλα πολύ γρήγορα, σε τρεις μήνες είχαμε πάει και έρθει τέσσερεις φορές Αγγλία, δεν ήμουν ακόμη έτοιμος και δυνατός, δεν είχαμε προετοιμαστεί και ως οικογένεια για όλο αυτό το πράγμα.
Δύο «αχ», ένα για Γερμανία, ένα για Ιταλία
Γύρισα στον Αστέρα και κάποια στιγμή πήγαμε με τον μπαμπά μου να δοκιμαστώ στην Γκλάντμπαχ.
Εκεί ήθελαν τερματοφύλακα για την Β’ ομάδα, γιατί είχε τραυματιστεί ο δικός τους, ο Τερ Στέγκεν, αλλά ζητούσαν κάποια χρήματα από τον Αστέρα, οι καταστάσεις ήταν διαφορετικές τότε, και δεν ευοδώθηκε η προσπάθεια, ενώ με ήθελαν.
Είχα παίξει και με την Μικτή Αρκαδίας, ξεκίνησαν να με καλούν και στην Εθνική Παίδων, το ψάχναμε συνεχώς με τον μπαμπά μου και προκύπτει η επαφή με την Ουντινέζε.
Κάποιο βράδυ μάς τηλεφωνεί ο Αντώνης Αποστολόπουλος, ο μετέπειτα μάνατζέρ μου, και με ρωτάει αν θα με ενδιέφερε να πάω Ιταλία, καθώς με είδε ξανά και ξανά σε κάποια παιχνίδια με τον Αστέρα ο σκάουτερ της ιταλικής ομάδας, είπα «ναι» και υπογράψαμε. το περίεργο μάλιστα ήταν ότι είχα ξεκινήσει ήδη δύο χρόνια, από δική μου επιθυμία, να μαθαίνω ιταλικά!
Το συμβόλαιό μου ήταν για ενάμιση χρόνο και έπαιξα έναν καλό εκεί, 20 παιχνίδια στη Β’ ομάδα και κάποια φιλικά με την Α’.
Πλέον εκεί ήμουν μόνος μου, έρχονταν μόνο κάποιες φορές επίσκεψη οι γονείς μου, αλλά η Ουντινέζε ήταν ένα μεγάλο σχολείο.
Πλήρωνε το φαγητό, το νερό, το σπίτι, το αυτοκίνητο, πηγαίναμε στις εγκαταστάσεις της απ’ το πρωί έως τις 19:00, όλα πληρωμένα.
Ξεκινάω προετοιμασία με την Β’ ομάδα, αλλά τότε αλλάζει ένας νόμος στην Ιταλία. μέχρι τότε έπαιζαν οι γεννηθέντες το ’92 και το ’93 και, ενώ εγώ παίζω, αυτό αλλάζει και πλέον θα αγωνίζονται οι γεννηθέντες το ’94 και το ’95, με αποτέλεσμα να μην με παίρνει πια.
Πάντα ευγνώμων στον Πανιώνιο
Ο Δημήτρης Ελευθερόπουλος, με τον οποίον είχαμε μια πολύ καλή σχέση, είχαμε και τον ίδιο ατζέντη, επιχείρησε τότε να με πάρει δανεικό στον Πανιώνιο.
Από την πρώτη μέρα εκεί βρήκα τρομερούς ανθρώπους, τους αγάπησα, με αγάπησαν και με βοήθησαν, παίκτες όπως ο Γουνδουλάκης, ο Ανδράλας, ο Κουλοχέρης, ο Ρόβας, ο Βασίλης Λαμπρόπουλος, με τον οποίον ήμασταν μαζί στην Τρίπολη.
Γενικά το κλίμα ήταν πολύ καλό και κάπου εκεί ξεκίνησε να ακούγεται το όνομά μου στην Ελλάδα. Ο Πανιώνιος αποτέλεσε σταθμό στην καριέρα μου, ήταν η πρώτη μου επαγγελματική συμμετοχή στην Α’ Εθνική και εκεί ουσιαστικά κέρδισα τα πρώτα μου χρήματα ως επαγγελματίας.
Μπορεί και στην Ουντινέζε να πήρα κάποια χρήματα, αλλά πλέον είχα εντελώς αυτονομηθεί, πλήρωνα μόνος μου το σπίτι μου, το ρεύμα μου.
Είχα πολλές κλήσεις και στην Εθνική ομάδα, το όνομά μου έπαιζε σε Ελλάδα και Ευρώπη, το 2013 βγήκα στην 11άδα με τους καλύτερους τερματοφύλακες στον κόσμο Κ20. θα είμαι πάντα ευγνώμων λοιπόν στον Πανιώνιο!
Φορώντας τα χρώματα του Πανιωνίου, έκανα μάλιστα πολύ καλές εμφανίσεις ενάντια στον Παναθηναϊκό, την επόμενη ομάδα μου. θυμάμαι χαρακτηριστικά ένα παιχνίδι στο ΟΑΚΑ στο οποίο ο Παναθηναϊκός πρέπει να είχε 35-40 φάσεις κι εγώ, όπως συνηθίζουμε να λέμε, «είχα κατεβάσει τα ρολά», μπροστά μου ήταν ο Φιγκερόα και ο Ζέκα, αργότερα συμπαίκτης μου, και είχα κάνει μια τρομερή επέμβαση στο 65′ κόντρα στον δεύτερο, σε φάση που η μπάλα είχε αλλάξει πορεία, μια από τις καλύτερες επεμβάσεις στην καριέρα μου.
Την δεύτερή μου χρονιά στον Πανιώνιο υπήρχε ενδιαφέρον και πρόταση από τον ΠΑΟΚ, αλλά την Πρωτοχρονιά του 2014 χτύπησα το πόδι μου κι είχα πρόβλημα στον μηνίσκο, οπότε τα πράγματα άλλαξαν.
Ενδιαφέρον είχε δείξει και η ΑΕΚ, αλλά δεν υπήρξε συνέχεια.
Με δάκρυα χαράς στον Παναθηναϊκό
Τελειώνει το συμβόλαιό μου με τον Πανιώνιο και μου γίνεται μια πάρα πολύ καλή πρόταση από τα Γιάννινα.
Ο ΠΑΣ έκανε τα πάντα για να με πάρει, ο αείμνηστος Πρόεδρος, Γιώργος Χριστοβασίλης, μου είχε κλείσει ραντεβού να πάω, αλλά για κάποιον λόγο δεν ήθελα, δεν ξέρω γιατί.
Ξαφνικά ήρθε η πρόταση από τον Παναθηναϊκό, είχα τον Τάσο Παπαδόπουλο μάνατζερ και έγινε η πρόταση μέσω του Λεωνίδα Βόκολου και του Τάκη Φύσσα που ήταν Τεχνικοί Διευθυντές, ενώ προπονητής τότε ήταν ο Γιάννης Αναστασίου.
Όταν έμαθα ότι με ήθελαν, τρελάθηκα, η μητέρα μου μάλιστα είναι Παναθηναϊκός και, με το που το άκουσε, μόνο τα κλάματα δεν έβαλε.
Πήγα λοιπόν Κορωπί, το οποίο είχα προλάβει μια χρονιά και με τον Πανιώνιο, και οι άνθρωποι εκεί με αντιμετώπισαν λες και ήμουν μεγάλος παίκτης, δεν υπήρχε διαφορά παρά τα 23 μου χρόνια, οι φροντιστές, ο Γιάννης, ο Νεκτάριος, οι μάγειρες, όλοι τους.
Η ομάδα είχε φοβερούς παίκτες, όπως ο Μπεργκ, ο Εσιέν, ο Πέτριτς, ο Ταυλαρίδης, ο Σάντσεζ, ο οποίος είχε έρθει τότε από τη Μάλαγα, ενώ τερματοφύλακες ήταν ο Στιλ και ο Κοτσόλης και η συμφωνία ήταν να πλαισιώσω την τριάδα.
Ξεκίνησα πολύ καλά στις προπονήσεις, αλλά, κάθε φορά που τελείωνε η προπόνηση, είχα μια τρέλα και το έλεγα και στον μπαμπά μου, δεν μπορούσα να πιάσω σουτ του Μπεργκ, μπορεί να έπιανα σουτ από όλους, του Μπεργκ με τίποτα, όπου με έβρισκε με “παστέλωνε”!
Πολύ κοντά μου είχε έρθει ο Πέτριτς, ήμασταν και μαζί στο δωμάτιο τον πρώτο καιρό, μαζί και με τον Χουχούμη, τον Τριανταφυλλόπουλο, τον Λαγό, παιδιά με τα οποία ήμασταν μαζί και στην Εθνική, μια πολύ καλή φουρνιά ποδοσφαιριστών τότε στον Παναθηναϊκό.
Παίξαμε ένα φιλικό με τη Ρεάλ Σοσιεδάδ, μπήκα αλλαγή και φάγαμε τρία γκολ τότε, χωρίς ωστόσο να έχω κάποια ευθύνη, αλλά σε οποιαδήποτε περίπτωση σίγουρα δεν ξεκίνησα και με το δεξί τη χρονιά.
Υπήρχε και η κακή συγκυρία τότε ότι είχαμε αποκλειστεί κι από την Καμπάλα για το Europa League και η πίεση πλέον ήταν μεγάλη από τους φιλάθλους, «αν δεν κερδίζουμε τουλάχιστον με 3-0, δεν πανηγυρίζουμε».
Μετά άλλαξε ο προπονητής, ήρθε ο Στραματσόνι, μιλάγαμε ιταλικά, με ήξερε από την Ουντινέζε και μου είχε πει ότι θα μου δώσει ευκαιρία, μάλιστα για ένα διάστημα πήγαινα πολύ καλά, αλλά… έφυγα το καλοκαίρι, ενώ θα μπορούσα να έχω μείνει.
«Να πάω κάπου να παίξω»
Έφυγε από την ομάδα ο Οδυσσέας Βλαχοδήμος, ο τέταρτος τερματοφύλακας τότε, αλλά το καλοκαίρι μού είπαν ότι είχαν άλλες προτεραιότητες, μπορούσα να μείνω ως τρίτος, αλλά εγώ ήθελα να πάω κάπου να παίξω.
Θεωρώ ότι δεν με εμπιστεύτηκαν όσο θα έπρεπε και μετά από έναν χρόνο πήγα δανεικός στην Κύπρο, όπου έκανα εξαιρετικό Πρωτάθλημα με τον Άρη Λεμεσού.
Όταν γύρισα στον Παναθηναϊκό, έμαθα ότι δεν θα με έπαιρναν προετοιμασία και με τον μάνατζέρ μου προσπαθούσαμε να κάνω μια ανανέωση και να πάω δανεικός στην Κέρκυρα, στην οποία εν τέλει πήγα ελεύθερος και έκανα μια εξαιρετική χρονιά, με προπονητή και πάλι τον Δημήτρη Ελευθερόπουλο.
Σε ένα παιχνίδι κόντρα στον Παναθηναϊκό μάλιστα, στο οποίο είχαμε κερδίσει 1-0, είχα κάνει μια τρομερή εμφάνιση, έγραφαν οι εφημερίδες την άλλη μέρα «τόσο καλός, γιατί έφυγε;», εννοείται ότι είχα υπερβεί εαυτόν, γιατί ήθελα να αποδείξω την αξία μου και ότι έφυγα άδικα.
Στη συνέχεια πήγα σε ένα πολύ ωραίο πρότζεκτ, εκείνο του Παναιτωλικού, ο οποίος μου είχε κάνει την καλύτερη πρόταση.
Εκεί είχαμε έναν τρομερό προπονητή, έναν θρύλο, τον Τραϊανό Δέλλα, έλεγα «δεν είναι δυνατόν να μην πάω καλά στην προπόνηση, με προπονητή αυτόν τον άνθρωπο», μας είχε όλους στην ομάδα σαν οικογένεια, όσοι δεν ξεκινούσαμε ή όσοι δεν παίζαμε θέλαμε περισσότερο τη νίκη από αυτούς που έπαιζαν, έλεγες «ωχ, ο Δέλλας είναι, πρέπει να τα δώσω όλα», φοβερές ομιλίες, τρομερή προσωπικότητα.
Η πρώτη χρονιά ήταν καλή, είχα κάνει 14 παιχνίδια, υπήρχε ο Δημήτρης Κυριακίδης εκεί που ήταν δυνατός, είχα έναν ακόμα χρόνο συμβόλαιο, αλλά έγιναν πολλές αλλαγές, έφυγε ο Δέλλας, έφεραν πολλούς ξένους παίκτες και, όπως συμβαίνει συνήθως στην Ελλάδα, έπρεπε να παίζουν.
Πήγα στον Απόλλωνα Σμύρνης αργά, στο τέλος των μεταγραφών, τον Οκτώβριο, μετά την τρίτη αγωνιστική, οπότε δεν πήρα τις ευκαιρίες που μπορούσα και δικαιούμουν, ήδη ο τερματοφύλακας πήγαινε καλά και σε αυτές τις περιπτώσεις δεν τον αλλάζεις, όσο καλός και αν είναι ο δεύτερος.
Εκ Μολδαβίας ορμώμενο “λαχείο”
Και μετά ήρθε… το κενό.
Είμαι εγωιστής μέσα μου και δεν ήθελα να πάω Β’ Εθνική, αν και είχα πολλές προτάσεις από εκεί, μέχρι και τελευταία μέρα των μεταγραφών με ήθελαν στον Ηρακλή, αλλά επέλεξα να μην πάω, αναμένοντας κάτι καλό από το εξωτερικό, παρότι δεν είχα κάποια αξιόλογη πρόταση εν τέλει.
Ήταν μια χρονιά χωρίς ποδόσφαιρο, επέστρεψα στην Τρίπολη, βρέθηκα ξαφνικά στο πατρικό μου, χωρίς ομάδα, ήμουν πολύ στενοχωρημένος, με πολλές σκέψεις να περνούν από το μυαλό μου.
Αφιερώθηκα τελικά στις σπουδές μου για να πάρω το πτυχίο μου από το ΤΕΦΑΑ, οπότε όλη εκείνη τη χρονιά διάβαζα και έκανα τις προπονήσεις μου.
Και μετά ήρθε η Ζίμπρου από τη Μολδαβία. Όταν ήρθε η πρόταση, είπα στους γονείς μου ότι θα πάω και ό,τι γίνει. Δεν είχα στο μυαλό μου δηλαδή ότι θα είναι όλα ωραία και ρόδινα, πάω και… βλέποντας και κάνοντας. Τελικά έπιασα λαχείο!
Το Κισινάου είναι μια όμορφη πόλη με πολύ πράσινο, δεν υπάρχει πολλή ζωή-έξω, είναι μια πόλη για να παίξεις ποδόσφαιρο, όλα είναι αφιερωμένα στη μπάλα!
Στη Ζίμπρου συνάντησα πολύ καλούς ανθρώπους, είχα προπονητή τερματοφυλάκων έναν εξαιρετικό άνθρωπο που με βοήθησε πολύ, το σημαντικό ήταν ότι είχαμε παιχνίδια συνεχόμενα και ότι ήταν όλα οργανωμένα, γήπεδο-ξενοδοχείο σε μια βάση μαζί.
Υπήρχαν βέβαια κάποια θέματα, αλλάξαμε προπονητή, αλλά έπεσαν πολλές ώρες δουλειάς και προσωπικής και γενικότερα, ενώ έμεινα ώρες και με τον εαυτό μου, θωρακίζοντας τον Νίκο ως άνθρωπο.
Ήμουν δεύτερος αρχηγός στην ομάδα, ο σεβασμός προς το άτομό μου από την πρώτη στιγμή ήταν τεράστιος, ένιωθα και ήμουν πολύ σημαντικός για την ομάδα και έτσι μπορείς να αποδώσεις πολύ καλύτερα.
Και οι φίλαθλοι όμως από το πρώτο παιχνίδι έλεγαν το όνομά μου, σε κάθε επέμβασή μου πανηγύριζαν σαν να έχω βάλει γκολ, μετά τα παιχνίδια φώναζαν και πάλι το όνομά μου.
Τον Μάιο του 2023 πήρα και το βραβείο του καλύτερου παίκτη του Πρωταθλήματος, αναδείχθηκα καλύτερος τερματοφύλακας της χρονιάς. και να φανταστεί κανείς ότι είχα πάει με τη σκέψη «πάμε ταπεινά και βλέπουμε», είχα περάσει και δύσκολα βέβαια.
Για να πάω στο Πρωτάθλημα της Μολδαβίας, κίνητρο για εμένα αποτέλεσε και το γεγονός ότι εκεί, στη Σερίφ Τιράσπολ συγκεκριμένα, είχαν ήδη πάει Έλληνες παίκτες, όπως ο Αθανασιάδης, ο Κολοβός και ο Ευαγγέλου.
Με τα παιδιά μιλούσαμε, το Τιράσπολ είναι δύσκολη πόλη για τους Έλληνες, δεν είναι όπως το Κισινάου, αλλά δουλεύει σε επίπεδο ευρωπαϊκής ομάδας, έχει πέντε-έξι γήπεδα, κλειστό για το χειμώνα για το χιόνι, άλλα γήπεδα για τα ευρωπαϊκά παιχνίδια κτλ.
Κόντρα στη Σερίφ παίξαμε τέσσερα παιχνίδια, στα τρία βγήκα καλύτερος παίκτης της αγωνιστικής, στο άλλο χάσαμε 2-0, ενώ το καλύτερό μου σε προσωπικό επίπεδο ήταν το τελευταίο, στο οποίο έκανα 16 επεμβάσεις κι έπιασα και πέναλτι.
Κάποια στιγμή, προς το τέλος, υπέφερα από κάτι σαν καταγματάκι στο δάχτυλο του δεξιού χεριού, όχι κάτι το τρομερό, αλλά σε μια προπόνηση έσπασε το δάχτυλο, έκανα επέμβαση κι έμεινα ενάμιση μήνα χωρίς προπόνηση.
Το θετικό ήταν ότι είχαμε βγει Ευρώπη μετά από πολλά χρόνια (στο Conference League), το αρνητικό ότι η προετοιμασία ξεκινούσε 6 Ιουλίου και εγώ θα μπορούσα να πιάσω μπάλα αρχές Ιουλίου, το πρώτο παιχνίδι ήταν 8 Ιουλίου και θα είχα ελάχιστο χρόνο να κάνω προπόνηση.
Ο προπονητής τερματοφυλάκων έκανε τότε αγώνα για να με κρατήσει, να με περιμένουν, αλλά έγιναν αλλαγές, ήθελαν να προωθήσουν δικούς τους παίκτες και ο δικός μου προπονητής ήταν πλέον ανίσχυρος.
Έτσι, όταν μου έθεσαν το ερώτημα «μπορείς να είσαι έτοιμος ή δεν μπορείς;» και απάντησα «δεν νομίζω ότι θα προλάβω», έφυγα.
Ένιωσα πικρία, γιατί θεωρώ ότι ήμουν ο κινητήριος μοχλός για την έξοδο στην Ευρώπη και ήθελα να παίξω Conference League, αν και, βλέποντας την κλήρωση με τη Φενέρμπαχτσε, κατάλαβα ότι θα ήταν δύσκολο να συνεχίσει η ομάδα στους ομίλους.
Πόλεμος στο Ισραήλ
Εκείνο το καλοκαίρι είχα πολλές προτάσεις, μεταξύ των οποίων και από μια ομάδα Super League, αλλά δεν τα βρήκαμε στα οικονομικά, καθώς ήθελα κι εγώ να εξαργυρώσω τη χρονιά μου.
Περιμέναμε, κάποια στιγμή υπήρξε η Κοζάνη στο προσκήνιο, πηγαίνω, κάνω προπόνηση, χωρίς να έχω υπογράψει, κι ένα βράδυ μού τηλεφωνεί ο μάνατζέρ μου: «Νίκο, μην υπογράψεις, τρέναρέ το, πάμε Ισραήλ!». το αστείο είναι ότι πάντα κλείνω το κινητό μου το βράδυ, μόνο εκείνο δεν το είχα κάνει!
Στην Κοζάνη δεν είχαν κινήσει γρήγορα τις διαδικασίες για να υπογράψουμε, ήταν βέβαια κλεισμένη η συμφωνία, οπότε την επομένη τούς ενημερώνω ότι θα ήθελα να ρισκάρω και να περιμένω την επίσημη πρόταση από το Ισραήλ.
Έτσι κι έγινε, συμφώνησα με την Χαποέλ Πετάχ Τίκβα.
Το Ισραήλ είναι μια χώρα με καλό ποδόσφαιρο, παρακολουθούσα τις ομάδες, τους φιλάθλους, τα ωραία γήπεδα και ήμουν αποφασισμένος να πάω, ήταν αυτό που ήθελα.
Πήγα 20 Σεπτεμβρίου, έκανα δύο προπονήσεις και το Σάββατο παίζαμε με την Μακάμπι Τελ Αβίβ. το γήπεδο είχε 28.000 κόσμο, ένα γήπεδο καμίνι μαζί και με τους δικούς μας, τελικά χάνουμε το παιχνίδι.
Την επόμενη εβδομάδα με δοκιμάζει ο προπονητής, ήταν να παίξω με την Μπεϊτάρ Ιερουσαλήμ, άλλη μεγάλη ομάδα, αλλά εκείνο το Σάββατο ξεκίνησε ο πόλεμος και 7 Οκτωβρίου γυρίσαμε όλοι στις χώρες μας. έφυγα τα μεσάνυχτα εκείνης της μέρας με μια βαλίτσα, αφήνοντας τα πράγματά μου πίσω στο Ισραήλ.
Πολλές οι ερωτήσεις, «τι γίνεται τώρα, τι θα κάνουμε;», σειρήνες το πρωί, στο αεροδρόμιο χάος, κόσμος, πανικός, ευτυχώς ήμουν μαζί με άλλους ποδοσφαιριστές και ήμασταν κάπως ήρεμοι.
Μετά από δυο εβδομάδες ξεκίνησαν κανονικά προπονήσεις, αλλά εγώ επέστρεψα Ισραήλ μετά από έναν μήνα, δεν μας είχαν πει να πάμε πίσω, δεν είχε επιστρέψει κανείς ξένος, οπότε έχασα την προετοιμασία με την ομάδα και, όταν συμβαίνει αυτό, το μετά είναι δύσκολο. έπαιξα δυο φιλικά, αλλά τι να δει ο προπονητής σε τόσο λίγο;
Εκεί στήριζαν πολύ τους δικούς τους παίκτες, υπήρχαν οικονομικά προβλήματα, υπήρχε ο φόβος του πολέμου, δεν πήγε καλά και η ομάδα, άλλαξαν πολλά και με το θέμα της σύρραξης, εγώ από την πλευρά μου δεν μπορούσα να μην παίζω, συνεπώς ήρθαμε σε μια κοινή λύση με την ομάδα να λύσουμε το συμβόλαιό μας.
Το ποδόσφαιρο δεν είναι το παν
Δεν έχω κάνει την καριέρα που φανταζόμουν ή εκείνη που θα μπορούσα να κάνω, αλλά είμαι ευγνώμων και νιώθω τυχερός, γιατί έχω ταξιδέψει, έχω ζήσει τόσες ομάδες, έχω δει τόσα γήπεδα, έχω γνωρίσει ανθρώπους, πολιτισμούς, νοοτροπίες και τελικά έχω κάνει πολλά πράγματα.
Το ποδόσφαιρο δεν είναι τα πάντα, είναι ένας μικρόκοσμος, ένα ταξίδι κατά τη διάρκεια του οποίου θα κατέβεις σε πολλά λιμάνια, θα γνωρίσεις πολύ κόσμο, αλλά ο τελικός προορισμός είναι η πραγματική ζωή έξω από αυτό.
Ειδικά όταν έμεινα χωρίς ομάδα, τότε κατάλαβα τι είναι να μην έχεις τίποτα και να σε βοηθούν οι γονείς σου.
Όταν έχεις ζήσει μόνος πολλά χρόνια, σκληραίνεις ως άνθρωπος, διαβάζεις βιβλία, βλέπεις τη ζωή διαφορετικά, δεν είναι μόνο το να νικάς, είναι και το να μην χάνεις.
Πρέπει ταυτόχρονα να είσαι σωστός άνθρωπος τόσο με την οικογένειά σου και τους δίπλα σου όσο και με τον ίδιο σου τον εαυτό.
Ναι, σίγουρα είμαστε πολύ ευλογημένοι που παίζουμε ποδόσφαιρο, που μπορούμε να κερδίζουμε κάποια χρήματα σε μικρή ηλικία και αργότερα να κάνουμε πράγματα που λίγοι άνθρωποι μπορούν να κάνουν στη χώρα μας, είναι ένα προνόμιο, το να είσαι ποδοσφαιριστής σού δίνει δυνατότητες, αλλά η πραγματική ζωή που είναι το όλον έρχεται μετά.
Ο Νίκος Γιαννακόπουλος είναι διεθνής ποδοσφαιριστής.
Επιμέλεια κειμένου: Ζέτα Θεοδωρακοπούλου
CHECK IT OUT: Το ημερολόγιο ενός τερματοφύλακα
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Κώστας Χαλκιάς: Γιατί σταμάτησες;
Φάνης Κατεργιαννάκης: Έμαθα να λέω «μη φοβάσαι»
Δημήτρης Ελευθερόπουλος: Δεν είσαι τα πάντα. Δεν είσαι το τίποτα.
Στέφανος Κοτσόλης: Η μέρα που καθόρισε τη ζωή μου
Αλέξανδρος Τζόρβας: Αλλάζοντας Γάντια / Ιστορίες Απ’το Τέρμα
Φώτης Στρακόσια: Γράμμα στο γιο μου
Παναγιώτης Κελεσίδης: Το Λιοντάρι του Θρύλου