Οι ιαχές στην Avinguda Aristides Maillol στη γειτονιά του Les Corts στη Βαρκελώνη ήταν εκκωφαντικές.
Είναι Πρωτομαγιά του 2005, η πόλη είναι γεμάτη κόσμο και στις ramplas η σανγκρία ρέει άφθονη για ένα ετερόκλητο μείγμα ντόπιων, τουριστών και νεαρών φοιτητών που διασκεδάζουν. Λίγα μέτρα πιο δίπλα, στο ιστορικό Camp Nou, η Μπαρσελόνα αντιμετωπίζει την Αλμπαθέτε.
Ένα βραχύσωμο παιδί με το νούμερο «30» στην πλάτη έχει μόλις σκοράρει το πρώτο του γκολ στο επαγγελματικό ποδόσφαιρο και τρέχει να πανηγυρίσει στο κόρνερ. Τον λένε Λιονέλ Αντρές Μέσι Κουτσιτίνι. Έτσι αναγράφεται στο φύλλο αγώνα.
Το παιδί σκαρφαλώνει στην πλάτη ενός χαμογελαστού και ευτυχισμένου τύπου που μοιάζει σαν να περνούσε τυχαία μετά τις ramplas κι αποφάσισε να δει τι συμβαίνει στο γήπεδο. Ο εύθυμος τύπος κανακεύει το μικρό, τον κουνάει όπως τα μωρά στην κούνια, κάτι του ψιθυρίζει στ’ αυτί. Η εικόνα χάνεται, γιατί καταφθάνουν ο Κάρλες Πουγιόλ και ο Τζιοβάνι Φαν Μπρόνκχορστ. Το 17χρονο παιδί εξακολουθεί να χαμογελάει, αλλά με το βλέμμα ψάχνει εκείνον τον εύθυμο τύπο. Το όνομά του ήταν Ρονάλντο Ντε Ασίς Μορέιρα, όλοι όμως τον γνώριζαν ως «Ροναλντίνιο ο Γκαούτσο».
Το ματς τελειώνει, το Camp Nou εκείνη την Πρωτομαγιά για πρώτη φορά ένιωθε να αγκαλιάζει το παρόν και το μέλλον, δύο εποχές, δύο οράματα της τέχνης, μια αποθέωση στην ομορφιά της. Σημείο αναφοράς όμως και πάλι ήταν εκείνο το χαμόγελο. Μαγικό, διασκεδαστικό, αγνό, απ’ εκείνα που σε ξαναγυρνούν πίσω και σε ξανακάνουν παιδιά. Κι ας είχε πεταχτά δόντια, κι ας κουβαλούσε όλα όσα δεν θα άντεχε κανείς.
Πόρτο Αλέγκρε, 1988. Ο οικοδόμος και πρώην ερασιτέχνης ποδοσφαιριστής, Ζοάο Ντε Ασίς, πνίγεται στην πισίνα του σπιτιού της οικογένειάς του. Στα παιδιά του, το Ρομπέρτο, το Ρονάλντο και τη Ντέιζι, αφήνει μια τεράστια αίσθηση κενού, ένα αδιόρατο συναίσθημα θλίψης και μελαγχολίας.
Στο μικρό Ρονάλντο έχει προλάβει να πει δυο κουβέντες, έχει προλάβει να του φορέσει στο λαιμό ένα φυλαχτό:
«Κάνε το σωστό, το καλό, να είσαι ειλικρινής και ευθύς, είτε όταν παίζεις ποδόσφαιρο είτε όταν κάνεις οικογένεια. Το παν είναι να κάνεις το απλό να φαίνεται σύνθετο και να μαγεύεις τους γύρω σου, σκορπίζοντας χαρά και ευτυχία».
Αυτό θυμάται και επαναλαμβάνει κάθε φορά που τον ρωτούν για τον τραγικό χαμό του πατέρα του ο Ροναλντίνιο. Αυτή είναι η ανάμνηση που επέλεξε να κρατήσει και να δημοσιοποιήσει.
Ήταν οκτώ ετών, όταν βίωσε την τραγωδία, σε εκείνη την τρυφερή ηλικία υποχρεώθηκε να μάθει της ζωής τ’ ανεξήγητα και έκτοτε προσπάθησε να εφαρμόσει τις συμβουλές του πατέρα του σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής του. Τα κατάφερε μόνο κατά διαστήματα, γιατί όλη η ζωή του είναι γεμάτη “διαστήματα”.
Ο αδελφός του, ο Ρομπέρτο, γνωστός μας ως «Ασίς», τότε ήταν 17, έπαιζε ήδη στους «Immortales» της Γκρέμιο, ήταν στα μπλοκάκια των scouts και το national pool των μικρών Εθνικών της Βραζιλίας. Εκείνο το σπίτι με την πισίνα ήταν “δικό του”, ένα δώρο από την ομάδα προκειμένου να πειστεί και να μην αφήσει τη Γκρέμιο για την ιταλική Τορίνο.
Τον Ασίς θρυλείται ότι τον σταμάτησε ένας σοβαρός τραυματισμός που τον πήγε πολύ πίσω, ένας τραυματισμός που τον εμπόδισε να κάνει την προδιαγραφόμενη μεγάλη καριέρα που έλεγαν οι ειδικοί. Έπαιξε επαγγελματικά ποδόσφαιρο με σχετική επιτυχία στη Βραζιλία, την Ελβετία, την Πορτογαλία, τη Γαλλία και την Ιαπωνία, έγινε γυρολόγος, πάντοτε κουβαλούσε μαζί του το ερωτηματικό μιας ζωής χωρίς εκείνον τον τραυματισμό.
Τότε δεν είχε βάλει ακόμη κιλά, ήταν ίδια κοψιά με το μικρό, ένα ισχνό ζουζούνι. Εύκολα γίνεται αντιληπτός ο ρόλος του στη ζωή του μικρού. Ο Ασίς του μετέδωσε το πάθος για τη μπάλα, του εξήγησε τις βασικές αρχές του παιχνιδιού και της ζωής, εκείνος ανέλαβε το χρέος να αντικαταστήσει την πατρική φιγούρα.
Ακόμα και σήμερα, μετά απ’ όλα όσα έχουν γίνει, ο Ροναλντίνιο ισχυρίζεται ότι ο αδελφός του ήταν πολύ καλύτερος από τον ίδιο και χωρίς το μοιραίο τραυματισμό θα είχε αφήσει εποχή. Μάλλον υπερβάλλει και σίγουρα κυνηγάει έναν άτυπο εξαγνισμό, ένα καθαρτήριο για τον άνθρωπο που καθόρισε μεγάλο μέρος της ζωής του.
Ποτέ δεν ήταν κάτι τόσο ξεχωριστό ο Ασίς, ποτέ δεν πλησίασε στο ταλέντο του αδελφού του. Ο μικρός από τα 10 ξεχώριζε σαν τη μύγα μες στο γάλα, σε σχέση με όλα τα υπόλοιπα παιδάκια διέθετε μια τεχνική που απλώς δεν διδάσκεται, δεν είναι προϊόν προπόνησης ή επανάληψης, δεν είναι γήινη. Είναι θεόσταλτη.
Διότι το παιδάκι με τα πεταχτά δόντια, τα μαγικά τα έκανε από 10 και 12 ετών, αγκάλιαζε από τότε ένα σπάνιο μείγμα τεχνικής και τακτικής κατανόησης του παιχνιδιού, δεν περιοριζόταν απλώς στις τρίπλες και τα κόλπα, όπως η κλασσική φιγούρα Βραζιλιάνου πιτσιρικά που έχουμε στο νου μας. Ένα παιδάκι που η Γκρέμιο είχε προλάβει να “αρπάξει” στα τμήματα υποδομής της από τα επτά του χρόνια κι έκανε τους υπευθύνους των «Tricolor» να συνειδητοποιήσουν ότι έχουν να κάνουν με ένα μοναδικό φαινόμενο.
Άνθρωποι από όλο το Rio Grande Do Sul, οι επονομαζόμενοι «Gauchos» (εξ ου και το «Γκαούτσο»), ταξίδευαν χιλιόμετρα για να παρακολουθήσουν αγώνες παίδων. Επειδή έπαιζε αυτός. Μοιάζει απίστευτο, αλλά υπάρχουν μαρτυρίες για παιχνίδια του παιδικού πρωταθλήματος με 1.000 και 2.000 θεατές. Με ανθρώπους που ειδικά στη Βραζιλία χτίζουν το μύθο μαζί με τον πρωταγωνιστή, αναζητώντας το νέο βασιλιά του σπορ από τα μικράτα του.
Και εδώ μετά βεβαιότητας είχαμε να κάνουμε με έναν μελλοντικό βασιλιά του σπορ, με ένα παιδί που από πολύ νεαρή ηλικία έκανε τον κόσμο να διασκεδάζει και να ανακαλύπτει διαρκώς καινούριες πτυχές του παιχνιδιού, όλες τους άγνωστες μέχρι τότε. Με τη μπάλα στα πόδια εκείνο το παιδί ήταν ένας απαράμιλλος ζογκλέρ, ένας εκκολαπτόμενος προφήτης.
Αυτά στη Βραζιλία είναι περιουσιακά στοιχεία του συνόλου, μια κληρονομιά ολόκληρης της κοινωνίας, πολύ δύσκολα αντιληπτής σε οποιαδήποτε άλλη γωνιά του πλανήτη. Οι ίδιοι το ονομάζουν «alegria do povo», κρατάει από τις εποχές που εκατοντάδες πιστοί ακολουθούσαν το Γκαρίντσα όπου κι αν πήγαινε να παίξει ποδόσφαιρο, σε κάθε παράσταση, σε όλη του την καριέρα.
Το ίδιο πράγμα έκανε και ο Ροναλντίνιο, αναβίωσε το μύθο του Γκαρίντσα, όταν οι αστικοί μύθοι φύτρωναν σαν μανιτάρια σε εύφορη γη. Ο θρύλος λέει πως σε ένα παιχνίδι έβαλε 23 γκολ κι η είδηση έφτασε από στόμα σε στόμα έξω από τα στενά όρια του νομού. Ο νέος Μεσσίας, η καινούρια ελπίδα.
Η Βραζιλία προϊόντος του χρόνου προετοιμαζόταν να υποδεχθεί τον καινούριο θεό της. Αμέσως το φυλαχτό του γίνεται «Talismano», ένα είδος μυθολογικο-μυστικιστικής λατρείας, με την ειδοποιό διαφορά ότι εν προκειμένω τα κριτήρια δεν είναι μονάχα μυθολογικά. Δεν υπάρχει τεχνολογικό έλλειμμα όπως τις εποχές του Γκαρίντσα και του Πελέ.
Έχουμε πειστήρια της ιερουργίας του Ροναλντίνιο στα γήπεδα του Ρίο Γκράντε. Στα 16, σε ένα ματς ενάντια στην Κασκαβέλ για το εφηβικό Πρωτάθλημα, παίρνει τη μπάλα περίπου τριάντα μέτρα μακριά από την αντίπαλη εστία. Αποφεύγει έναν, δύο, τρεις, τέσσερεις, πέντε, κινείται παράλληλα προς το τέρμα και με μια απίστευτη λόμπα στέλνει τη μπάλα με το αριστερό εκεί όπου χτίζουν το σπιτικό τους οι αράχνες.
Είναι πάρα πολλά, σταχυολογήθηκε μονάχα το κορυφαίο από τα παραδείγματα της ποδοσφαιρικής μαγείας. Ήταν αδύνατον να αγνοηθεί από την Ομοσπονδία όλο αυτό το πράγμα, όλη εκείνη η ευφυΐα μαζεμένη στο μυαλό και τα πόδια εκείνου του παιδιού. Όλα έγιναν γρήγορα, πολύ πιο γρήγορα απ’ ό,τι αναμενόταν.
Στρατολογείται άμεσα και τον συμπεριλαμβάνουν στην αποστολή της “μικρής” «Seleção».
Στον Τελικό του Παγκοσμίου Under-17 το 1997 η Βραζιλία αντιμετωπίζει τα φαινόμενα της Γκάνας. Είναι ακόμη ξερακιανός, με κάτι ποδαράκια σαν καλάμια, πολύ κοντό μαλλί, πίσω στη φανέλα γράφει ακόμα «Ρονάλντο».
Από εκείνο το παιχνίδι κι έπειτα οι Βραζιλιάνοι αναγκάστηκαν να γράψουν «Ροναλντίνιο Γκαούτσο» για να ξεχωρίζει από το «Φαινόμενο». Το νούμερο όμως στη φανέλα είναι ήδη το «10». Και η παρουσία στο χόρτο επίσης 10. Άριστα 10.
Οι κινήσεις αναγνωρίσιμες, ο «Γκαούτσο» έχει το κλειδί για το μεγάλο comeback της μικρής «Seleção». Σε εκείνον τον Τελικό σερβίρει από αριστερά το πρώτο στον Ματούζαλεμ και στη συνέχεια κάνει ήρωα της μίας μέρας κάποιον Αντρέι. Μετά το πρώτο γκολ πηγαίνει να πανηγυρίσει μπροστά από την τηλεοπτική κάμερα.
Χαιρετά με τα δύο χέρια, κραυγάζει κάτι απροσδιόριστο και συστήνεται στο ευρύ κοινό με εκείνο το χαμόγελο που τον έκανε διάσημο. Πλέον ήταν θέμα χρόνου.
Στα 18 έκανε το ντεμπούτο του στην πρώτη ομάδα της Γκρέμιο, στην πρώτη του σεζόν σκόραρε 15 φορές σε 18 παιχνίδια.
Κάνει καταπληκτικά πράγματα, προσφέρει μοναδικό θέαμα και κατά τα ειωθότα ξεκινά μια αγαπημένη συζήτηση των “ειδικών” σχετικά με το κατά πόσον μπορεί να λειτουργήσει υπό πίεση και σε ανταγωνιστικότερα πρωταθλήματα. Πιο “τακτικά”, πιο “ευρωπαϊκά”. Άπαντες συμφωνούν ότι πρέπει να μπει σε καλούπια και να λειτουργήσει λιγότερο ατομικά. Οι κυνικοί του κολλούν την ταμπέλα ενός ακόμη ζογκλέρ από τη «χώρα της σάμπα» και λοιπές κοινοτυπίες.
Αποκρίθηκε με το καλύτερο γκολ της χρονιάς στο ντέρμπι εναντίον της Ινερνασιονάλ, όταν για πρώτη φορά το κοινό ανακαλύπτει ότι στο ποδόσφαιρο, εκτός από τη no look pass, υπάρχει και η no look προσποίηση.
Έχει τη μπάλα μεταξύ αντίπαλης περιοχής και μεσαίας γραμμής. Κοιτάζει στη γραμμή το συμπαίκτη που ανεβαίνει και την ίδια στιγμή καταλύει νόμους της βιολογίας στρίβοντας το πόδι σχεδόν 180 μοίρες. Ο προσωπικός αντίπαλος σωριάζεται, ο Ροναλντίνιο κάνει εκείνο το χαρακτηριστικό σπριντ, κάνει το ένα-δύο με τον φορ και πλασάρει με ένα χάδι στη μπάλα. Με το εξωτερικό. Διότι εκεί έγκειται η διαφορά του καλλιτέχνη από τον απλό τεχνίτη.
Στα 18 δίνει τη λύση σε ντέρμπι, με τη φανέλα της ομάδας που υποστηρίζει από παιδί, πλέον και οι πιο δύσπιστοι έχουν πειστεί. Η πρώτη που εμφανίζεται στο Πόρτο Αλέγκρε για να τον αποκτήσει, είναι η ολλανδική PSV.
Χρίζεται άμεσα από τον Τύπο ως συνεχιστής της παράδοσης που ξεκίνησε ο Ρομάριο και συνέχισε ο Ρονάλντο, ο Ροναλντίνιο είναι ο προφήτης της επόμενης γενιάς.
Ο κολοσσός της Philips δεν τα καταφέρνει, κυρίως διότι η φήμη του παιδιού έχει ξεπεράσει τις απλώς καλές ευρωπαϊκές ομάδες και έχει φτάσει στις top class. Τον Ιανουάριο του 2000 η Ρεάλ Μαδρίτης προσφέρει 35 εκατ. στη Γκρέμιο, η Ίντερ ανεβάζει τον πήχυ στα 47. Οι προσφορές απορρίπτονται, ο Ροναλντίνιο είναι εθνικό κεφάλαιο και δεν έχει κλείσει καν τα 20. Το Φεβρουάριο εμφανίζεται και η τότε κραταιά Λιντς.
Κατ’ άλλους η κολοσσιαία προσφορά ανέρχεται στα 81 εκατ., επισήμως κυκλοφορεί ότι είναι 67. Πολλά, πάρα πολλά λεφτά. Στη Βραζιλία ξεσπά πόλεμος, ο Πρόεδρος της Γκρέμιο πιέζεται αφόρητα να αρνηθεί περήφανα και να παραμείνει ο νέος θεός στη χώρα. Ο Γκερέιρο, μετά από μια φημολογούμενη απειλή έξω από το σπίτι του στο Πόρτο Αλέγκρε, απορρίπτει και εκείνη την προσφορά.
Είναι αδύνατον για οποιονδήποτε παράγοντα της ομάδας να συναινέσει στην παραχώρησή του Ροναλντίνιο, το “απαγορεύει” ο άτυπος βραζιλιάνικος νόμος των ξεχωριστών που πρέπει να μείνουν για πάντα εκεί. Ξεκινά να αναζητείται μια φόρμουλα “αθόρυβης” πώλησης, κάποιο νομικό τρικ.
Κάποια πρώτα δειλά δημοσιεύματα καταφθάνουν από το Παρίσι. «Ο Ροναλντίνιο έχει συμφωνήσει με την Παρί Σεν Ζερμέν και έχει υπογράψει προσύμφωνο πενταετούς διάρκειας». Διάγει τον τελευταίο χρόνο του συμβολαίου του στη Γκρέμιο, ο Γκερέιρο τρομαγμένος δηλώνει ότι δεν ξέρει τίποτα, ξεκινά μια μακρά νομική διαμάχη, με καταγγελίες στη FIFA, προσφυγές στην Προεδρεία της Δημοκρατίας, με αίτημα δημοψηφίσματος! Τα έχουμε πει, το ποδόσφαιρο στη Βραζιλία είναι μια πολύ σοβαρή υπόθεση, πολύ πιο σοβαρή απ’ ό,τι νομίζουμε στην Ευρώπη.
Η FIFA μετά τις καταιγιστικές καταγγελίες των συμβάσεων καλείται να αποφανθεί για αποφάσεις δικαστηρίων από δύο χώρες. Η θέση της είναι τρομακτικά δύσκολη, μέχρι που εμφανίζεται ο «νόμος Πελέ» που αντικαθιστά το «νόμο Ζίκο» και λύνεται ο γόρδιος δεσμός.
Η μεταρρύθμιση του Πελέ, τότε Επίτιμου Υπουργού Αθλητισμού της Βραζιλίας, διορισμένου από τον Πρόεδρο Καρντόζο, στρέφεται «εναντίον της διαφθοράς στο ποδόσφαιρο», επί της ουσίας όμως ανοίγει το δρόμο στη φυγή (κατ’ άλλους μεταγραφή) του Ροναλντίνιο στην Παρί.
Οι οπαδοί της Γκρέμιο είναι πυρ και μανία, βάλλουν κατά πάντων, κάποιοι -οι περισσότεροι- στρέφονται και εναντίον του ίδιου του Ροναλντίνιο. Του κολλάνε την ταμπέλα του προδότη, τον κατηγορούν για αντεθνική συμπεριφορά. Πολύ γρήγορα γίνονται γνωστές και οι λεπτομέρειες της συμφωνίας, ο ρόλος του Ασίς για τη μετακόμιση στο Παρίσι, η πίεσή του για υπογραφή αποκλειστικά με την ΠΣΖ.
Αυτομάτως ο μέχρι τότε αδιάφορος αδελφός του Ροναλντίνιο γίνεται κόκκινο πανί για τους ταύρους οπαδούς της Γκρέμιο. Ο Ασίς εξαγριώνει τα πλήθη, όταν σε μια συνέντευξη αναλαμβάνει πλήρως την πατρότητα της μεταγραφής, εξηγεί ότι δρα υπερασπιζόμενος τα συμφέροντα του αδελφού του, κάνει επίκληση του “προϊόντος” Ροναλντίνιο.
Τότε ξεκίνησε να γίνεται αντιληπτό ότι είναι η σκιά του μικρού αδελφού του και εκείνη η συνέντευξη ήταν από τις τελευταίες του, γιατί αντιλήφθηκε ότι είναι πάντα καλύτερο να δρα μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, αφήνοντας τους προβολείς στο “προϊόν”.
Ο Ασίς δουλεύει 24/7 για να καλύψει τις επικοινωνιακές και όχι μόνο ανάγκες του αδελφού του, είναι ο σεναριογράφος και σκηνοθέτης πίσω από κάθε αμφιλεγόμενη απόφασή του, σεναριογράφος κάθε έργου με πρωταγωνιστή τον Ροναλντίνιο. Ουσιαστικά γίνεται και ο άνθρωπος που απορροφά τους κραδασμούς, το εξιλαστήριο θύμα, ο μεγάλος “fixer” κάθε νόμιμης ή ακόμα και έκνομης εξέλιξης. Τότε πίστευε ότι έχει το ακαταδίωκτο, ήταν τόσο αφελής ώστε θεωρούσε εαυτόν υπέρ άνω του νόμου. Κατάλαβε πολύ αργότερα ότι η δικαιοσύνη αργεί, αλλά, όταν καταφθάνει, γίνεται αμείλικτη.
Τα τελευταία ματς του Ροναλντίνιο στη Γκρέμιο διεξάγονται υπό τρομακτικές αποδοκιμασίες. Στην ατμόσφαιρα μαίνεται μια τρομερή θύελλα εν αναμονή της απόφασης για την έφεση που άσκησε ο Γκερέιρο προκειμένου να σώσει τον εαυτό του. Το γελαστό παιδί σκοράρει και γιουχάρεται, δεν μπορεί να κυκλοφορήσει πουθενά. Ειδικότερα έπειτα από ένα ταξίδι στη Γαλλία που παρακολουθεί από την εξέδρα το ματς της Παρί με τη Λιλ, είναι ο ορισμός της persona non grata στη Βραζιλία.
Στην έφεση επιδικάζονται τελικά 5 εκατ. ευρώ στη Γκρέμιο, ένα αστείο ποσό σε σχέση με τις προτάσεις και την αξία του ποδοσφαιριστή. Η απόφαση επικυρώνεται και η FIFA αποστέλλει τη διαταγή στη Γκρέμιο με την υποσημείωση ότι, εάν δεν δοθεί ο ποδοσφαιριστής, ο πέλεκυς θα πέσει (πολύ) βαρύς: υποβιβασμός και πρόστιμα εκατομμυρίων.
Κυκλοφορούν ακόμα πολλοί μύθοι για εκείνη τη μεταγραφή στη Βραζιλία. Ότι όλο αυτό ήταν ένα καλοσκηνοθετημένο έργο, ότι η Γκρέμιο έλαβε κάτω από το τραπέζι πάνω από 90 εκατ. ευρώ, ότι ο Γκερέιρο έγινε πλουσιότερος κατά 10 εκατ., ότι χρηματίστηκε ο Πελέ, διεφθάρησαν πολιτικοί, ό,τι βάζει ο νους. Το επιμύθιο ήταν πως από τις 2 Αυγούστου του 2001 ο Ροναλντίνιο «Γκαούτσο» θα ήταν ποδοσφαιριστής της Παρί Σεν Ζερμέν.
Το κοινό στο Parc Des Princes τον καλωσορίζει εν μέσω αποθέωσης. Μοιάζει έξω απ’ τα νερά του, σίγουρα εκτός πραγματικότητας. Επιλέγει τη φανέλα με το «21», στις πρώτες του δηλώσεις προκαλεί εύλογες απορίες: «Επέλεξα το καλύτερο Πρωτάθλημα στην Ευρώπη και την καλύτερη ομάδα του μέλλοντος».
Το 2001 το γαλλικό Πρωτάθλημα σίγουρα δεν ήταν το καλύτερο του κόσμου, πιο πολύ το πιο περίεργο θα μπορούσε να το χαρακτηρίσει κάποιος. Μόλις προ δεκαετίας είχε κλείσει ο κύκλος της τρελής “εποχής Ταπί” στη Μαρσέιγ μετά από δεκάδες σκάνδαλα και το project Ολιμπίκ Λιόν ήταν ακόμη στα σπάργανα. Σημειολογικά και μόνο, όλοι συνέδεαν τη “δουλειά” της μεταγραφής Ροναλντίνιο με εκείνη του ιδιοκτήτη της Λιόν, Ζαν Μισέλ Ολά, ο οποίος το ίδιο καλοκαίρι είχε αγοράσει το Ζουνίνιο Περναμπουκάνο από τη Βάσκο Ντα Γκάμα.
Το “παράσημο” τρόπον τινά του γαλλικού Πρωταθλήματος τότε ήταν πως επρόκειτο για το πιο καθαρό πολιτικά Πρωτάθλημα της Ευρώπης, το πιο “ανοικτό” απ’ όλα. Μεταξύ 1993 και 2001 έξι διαφορετικές ομάδες είχαν κατακτήσει τον τίτλο, καμία συνεχόμενα. Ήταν η απτή απόδειξη στο φίλαθλο κοινό ότι η Δικτατορία Ταπί είχε οριστικά τελειώσει.
Ταυτόχρονα ωστόσο, αυτή η διαπίστωση εσώκλειε τον αδόκιμο όρο μιας «μειονεκτικής ισορροπίας» σε σχέση με τα υπόλοιπα κορυφαία πρωταθλήματα της Ευρώπης, όπου οι μεγάλες ομάδες και διεκδικήτριες του τίτλου ήταν λίγο-πολύ γνωστές. Η ΠΣΖ δεν ξέφευγε από εκείνη τη μετριότητα της Ligue 1, παρά την παρουσία παικτών όπως ο Ανελκά, άρτι αφιχθείς στη Γαλλία τότε μετά το καταστροφικό πέρασμα από τη Ρεάλ.
Η Παρί είχε τους νεαρούς Χάιντσε και Αρτέτα, σταρ της ομάδας εθεωρείτο και ήταν ο Νιγηριανός ζογκλέρ, Τζέι Τζέι Οκότσα. Ο Αφρικανός ήταν παικταράς αλλά όχι ακριβώς ό,τι καλύτερο κυκλοφορούσε από άποψη διάρκειας. Δεν ήταν ηγέτης, ελλείψει λοιπών αναφορών όμως είχε αναλάβει να προσδώσει χαρακτήρα και μέταλλο σε μια ομάδα με επίκτητο dna μέχρι τις μέρες μας.
Σε κάθε περίπτωση, ο οργανισμός υπέδειξε τον Οκότσα ως τον ιδανικότερο να βοηθήσει το Ροναλντίνιο να εγκλιματιστεί. Ο Οκότσα ανέλαβε επί της ουσίας την προσαρμογή του γελαστού μάγου, εκτέλεσε χρέη μέντορα του νεαρού πολύτιμου πετραδιού και ειδικά το πρώτο εξάμηνο τον προστάτευε σαν δεύτερος Ασίς. Μέσα στο γήπεδο τον βοήθησε πάρα πολύ να καταλάβει σημαντικές πτυχές του παιχνιδιού, όπως τουλάχιστον παιζόταν τότε στην Ευρώπη και δη στη Γαλλία, και από την άνοιξη κιόλας ο Ροναλντίνιο ήταν έτοιμος.
Το ματς με την Τρουά ήταν η αφετηρία για τη μύηση και των ευρωπαίων φίλων του σπορ στη θρησκεία Ροναλντίνιο. Πήρε τη μπάλα πίσω από τη σέντρα, έκανε ένα ξεπέταγμα που θύμισε Ρονάλντο, άφησε πίσω κάθε δύστυχο που αποπειράθηκε να τον σταματήσει με θεμιτά και αθέμιτα μέσα, μπήκε στην περιοχή και, λίγο πριν τον προλάβει ο τερματοφύλακας, πλάσαρε στη γωνία με χειρουργική ακρίβεια. Με το εξωτερικό.
Αυτό ήταν. Ο κόσμος έμεινε με το στόμα ανοικτό, δεν είχε ξαναδεί ποδοσφαιριστή τόσο γρήγορο με τη μπάλα στα πόδια, να τριπλάρει σε πρώτο χρόνο, να συνδυάζει την έκρηξη στα πρώτα μέτρα με τέχνη εφάμιλλη του Πλατινί. Καλά-καλά εκείνο το γκολ δεν το πρόλαβε ο Γάλλος σκηνοθέτης, ο κάμερα μαν “τον έχασε” για κάποια κλάσματα του δευτερολέπτου, επειδή επιτάχυνε τόσο γρήγορα ώστε βγήκε από το πλάνο.
Ακριβώς σε εκείνη τη φάση αντιλήφθηκαν και οι Ευρωπαίοι ότι έχουμε να κάνουμε με έναν καινούριο τύπο δεκαριού, έναν δολοφονικό συνδυασμό φορ και χαφ, έναν παίκτη που κολλούσε μεν τη μπάλα στο πόδι, την ίδια στιγμή όμως ήταν σε θέση να τη στείλει στο χιλιοστό εκεί όπου θέλει, στο σωστό χρόνο και παντελώς απρόβλεπτα.
Είναι αδύνατον να εξηγηθεί αυτό το ταλέντο του Ροναλντίνιο, πιθανώς να μην ήξερε και ο ίδιος τι ήθελε να κάνει με τη μπάλα και να αποφάσιζε στη στιγμή. Αυτή ήταν η μεγαλύτερη δύναμή του, ένα είδος ασυνείδητης αποτελεσματικότητας, το απρόβλεπτο που καθίσταται ασταμάτητο.
Μέχρι τότε μιλούσαμε για την τέχνη του “περιττού”, για συμβατικά πλέον πράγματα όπως λόμπες, πλασέ, γκολ, τρίπλες. Εδώ είχαμε να κάνουμε με ξαφνικές επιταχύνσεις, ακόμα πιο ξαφνικές επιβραδύνσεις, με μια εξωπραγματική αίσθηση χώρου και χρόνου σε οποιοδήποτε σημείο του γηπέδου και -βέβαια- με τη μπάλα που δήλωνε τυφλή υπακοή στις βουλές του γελαστού παιδιού. Είτε γκέλαρε στο χορτάρι, είτε ήταν σε στάση, είτε κυλούσε.
Ήταν ένα πρωτοεμφανιζόμενο πράγμα, μια πρωτόγονη εμφάνιση ποδοσφαιρικής τέχνης που άνοιγε το δρόμο στην εξέλιξη του ίδιου του σπορ. Η “πρώτη του” Παρί τερμάτισε τέταρτη, κατόρθωσε (ήταν τόσο κακή που περί κατορθώματος πρόκειται) να πάρει ένα εισιτήριο για το Κύπελλο UEFA, ουσιαστικά χάρη στο Ροναλντίνιο, o οποίος στον πρώτο του “χρόνο προσαρμογής” στην Ευρώπη και το τόσο τακτικό ποδόσφαιρό της ήταν μακράν ο mvp της σεζόν.
Πρώτος σκόρερ της ΠΣΖ και ασφαλώς και πρώτος πασέρ. Σε συλλογικό επίπεδο τα είχε προλάβει όλα και απέμενε μόνο η διεθνής σκηνή για την τελική χειροτονία. Η ευκαιρία προσφερόταν απλόχερα το καλοκαίρι του 2002 στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Κορέας και της Ιαπωνίας.
Στα 22 του ήταν βασικός σε μια Βραζιλία με ορισμένα από τα ιερά τέρατα όλης της ιστορίας της στην ενδεκάδα. Είναι η Βραζιλία του Ρονάλντο, του Ριβάλντο, του Καφού, του Ρομπέρτο Κάρλος. “Εκείνη” η Βραζιλία. Μια ομάδα που δεν δικαίωσε ποτέ τις προσδοκίες όσον αφορά στο ίδιο το παιχνίδι, αλλά κατέκτησε το Μουντιάλ.
Ήταν ένα μέτριο τουρνουά, περισσότερο έμεινε στην ιστορία για το μεγάλο comeback του Ρονάλντο, ο οποίος μετά από τους χιαστούς επέστρεψε στο υψηλότατο επίπεδο, σκοράροντας οκτώ γκολ στα τελικά της διοργάνωσης. Κι όμως, ακόμα και σε εκείνη τη Βραζιλία, ο Ροναλντίνιο πρόλαβε να λάμψει.
Η παράσταση εναντίον της Αγγλίας του Μπέκαμ, του Σκόουλς, του Φέρντιναντ, του Όουεν και του Κάμπελ έχει γραφτεί με χρυσά γράμματα στο βιβλίο της ιστορίας του ποδοσφαίρου. Οι Βραζιλιάνοι καταρρακωμένοι, το τραγικό λάθος του Λούσιο από το οποίο προήλθε το γκολ των «Λιονταριών» θα ήταν λόγος για καταστροφή οποιασδήποτε εύθραυστης ψυχολογικά ομάδας.
Εκείνος ήταν χαμογελαστός, έμοιαζε σαν να λέει σε όλους «αναλαμβάνω εγώ». Κανείς δεν μπορούσε να αντιληφθεί τι εννοούσε. Έχει περάσει μόνο ένα δίλεπτο, υποδέχεται τη μπάλα στο κέντρο, κάνει το “κλασσικό” σλάλομ των 30 μέτρων, προσποίηση με το πόδι να περνά πάνω από τη μπάλα και την κατάλληλη στιγμή πασάρει στο Ριβάλντο -με το εξωτερικό- για το γκολ της ισοφάρισης. Μόλις είχε ξεκινήσει.
Ο Κλέμπερσον κερδίζει το φάουλ από τον Πολ Σκόουλς στη σέντρα. Στην περιοχή Άγγλοι και Βραζιλιάνοι μάχονται για την καλύτερη θέση. Σπρωξιές, τραβήγματα φανέλας, διαμαρτυρίες στο ρέφερι, εκνευρισμός. Προημιτελικός είναι, οι σφυγμοί στο διακόσια.
Παίρνει φόρα για τη σέντρα, τελευταία στιγμή υψώνει το βλέμμα και παρατηρεί ότι ο Σίμαν έχει κάνει ένα -περιττό- βηματάκι προς τα εμπρός. Αλλάζει απόφαση σε κλάσμα δευτερολέπτου, μετατοπίζει το βάρος προς τα πίσω, διευρύνει τη γωνία που χτυπά τη μπάλα με το δεξί.
Η μπάλα σηκώνεται ασυνήθιστα πολύ, παίρνει περίεργη καμπύλη και πέφτει απότομα, χωρίς να αλλάξει κατεύθυνση και να “γυρίσει” από τα φάλτσα. Ο δύστυχος Ντέβιντ Σίμαν το αντιλαμβάνεται, κάνει ένα βήμα προς τα πίσω, σηκώνει τα χέρια, αλλά η μπάλα στρίβει ξαφνικά προς τα μέσα και τον αναγκάζει να μοιάζει με μέθυσο που τρεκλίζει μετά από μια ντουζίνα pints στην pub.
Με τη μελαγχολία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του, γυρίζει απλώς το κεφάλι του για να τη δει να πηγαίνει στο αγαπημένο σημείο του Ροναλντίνιο, στις “αράχνες”. Αντιλαμβάνεται ότι η φάση θα τον ακολουθεί στο διηνεκές, ότι θα γίνει το καρτ-ποστάλ της καριέρας του.
Την ίδια στιγμή ο Ροναλντίνιο με το χαρακτηριστικό τρέξιμο πάπιας πανηγυρίζει με τους αντίχειρες και εκείνο το τρομερά παιδικό και αγαθό χαμόγελο. Είναι γκολ καριέρας, γκολ-μνημείο σε Μουντιάλ, θα το δείχνουν σε αφιερώματα τα επόμενα 100 χρόνια κι όμως ο πιτσιρίκος συμπεριφέρεται σαν να σκόραρε στην αλάνα με τους κολλητούς του.
Το χαμόγελό του είναι μεταδοτικό, έρχεται ο “σοβαρός” Καφού, κι εκείνος γυρισμένος χρόνια πίσω, στις παραλίες της Βραζιλίας, και τον αγκαλιάζει ακριβώς με το ίδιο χαμόγελο. Το one man show ολοκληρώθηκε επτά λεπτά αργότερα, όταν ο Ροναλντίνιο αποβλήθηκε για ένα τάκλιν “αλάνας” στο Ντάνι Μιλς. Καμία συναίσθηση της κρισιμότητας της κατάστασης.
Ο μικρός ζούσε το δικό του παιχνίδι σε κάποια παραλία, σίγουρα όχι στην Άπω Ανατολή, κάπου στη Βραζιλία, μαζί με τους κολλητούς. Οι συμπαίκτες του, οι οποίοι υπέφεραν από την πίεση και τη σκληράδα του αντιπάλου, χρειάζονταν ένα ισχυρό σοκ για να συσπειρωθούν και να βγάλουν και την ψυχή τους στο χορτάρι. Αυτό έκανε, αυτό έδωσε η αποβολή του Ροναλντίνιο.
Η Βραζιλία άντεξε, μετά την αποβολή έγινε μια γροθιά και παρά το αριθμητικό μειονέκτημα κέρδισε και προκρίθηκε. Στο περιθώριο των πανηγυρισμών, ο Ροναλντίνιο έχει τη σκέψη του στον Ντέιβιντ Σίμαν: «Πραγματικά λυπήθηκα που τον είδα με δάκρυα στα μάτια. Είναι άτυχος. Σίγουρα ήθελα να σουτάρω, πιθανόν όχι σε εκείνο το σημείο ακριβώς αλλά στη γωνία».
Δεν το έλεγε με ειρωνεία, το εννοούσε. Και πάλι δεν είχε συναίσθηση ούτε της σπουδαιότητας ούτε του γεγονότος ότι εκείνο το γκολ ήταν το διαβατήριό του για το πάνθεον των ευαγγελιστών του σπορ. Με εκείνο το γκολ τον έμαθε και ο τελευταίος άνθρωπος στον πλανήτη, με εκείνο το γκολ έγινε παγκόσμιο αστέρι του ποδοσφαίρου. Δεν είναι το καλύτερο της καριέρας του, δεν είναι το πιο εντυπωσιακό, δεν είναι το πιο ευφυές.
Είναι όμως εκείνο που περικλείει όλα όσα είναι ο Ροναλντίνιο, εκείνο που αποτυπώνει πιο εύγλωττα απ’ όλα την έννοια του φυλαχτού που κουβαλούσε μαζί του.
Ξανάγινε «Talismano», όπως τον είχαν ανακηρύξει στη Βραζιλία από την εφηβεία του. Ένα φυλαχτό που αποθεώνει το απρόβλεπτο, εκείνο που συμβαίνει γιατί ο εμπνευστής το συνέλαβε κλάσματα του δευτερολέπτου πριν εκπληρωθεί. Αυτό που “δεν γίνεται”, ο συνδυασμός της ιδέας με την τεχνική αρτιότητα και τη φυσική δύναμη, η τελειότητα της σύνθετης απλότητας.
Αυτήν ακριβώς τη μεγαλοφυΐα αναζητούσαν και στην καταθλιπτική ποδοσφαιρικά Βαρκελώνη εκείνον τον καιρό. Δεν υπήρχε ακόμη ο κύκλος θριάμβων που ακολούθησε την “επανάσταση της Μασία”. Τότε η Μπαρσελόνα ήταν ο καταθλιπτικότερος προορισμός για έναν ποδοσφαιριστή.
Επί μια τετραετία η ομάδα δεν είχε κατακτήσει τίποτα, ζούσε στη σκιά της Ρεάλ Μαδρίτης, των «Galacticos» που είχαν σαρώσει κάθε τρόπαιο και ξανάκαναν “δικό τους” το Champions League. Οι μεταγραφικές καμπάνιες της «Μπάρσα» ήταν από ατυχείς έως καταστροφικές για την ομάδα, δεν μπορούσε να το βρει με τίποτα. Λιτμάνεν, Ρόσεμπακ, Ρικέλμε, Σαβιόλα, όλοι αποδείχθηκαν Μεσσίες μονάχα του καλοκαιριού.
Στην ψυχή της «Μπάρσα» έκαιγε η φλόγα της αρπαγής του Φίγκο από τη Ρεάλ, μια μετακίνηση που είχε εκληφθεί ως μέγιστη προδοσία και είχε βυθίσει το σύλλογο σε μια επιβλαβή εσωτερικότητα και μια εσωστρέφεια που οδήγησε σε λάθος επιλογές.
Το πείραμα της επιστροφής Φαν Χάαλ το 2002 έφερε τη ντροπή της έκτης θέσης, των αλλεπάλληλων αλλαγών προπονητών με μάνατζερ όπως ο Ντε Λα Κρουζ και ο Άντιτς να κάθονται στο θρόνο. Η ομάδα ήταν εκτός Champions League, εξοστρακισμένη από το ποδόσφαιρο που μετράει, πολύ μακριά από τα ιστορικά στάνταρτς της και το βάρος της φανέλας της.
Ο σχετικά νεαρός τότε δικηγόρος, Λαπόρτα, εκλέγεται Πρόεδρος το 2003, με την “εντολή” από τα μέλη να ξαναφέρει τη Μπαρσελόνα στην κορυφή. Οι οιωνοί δεν ήταν καλοί, ο Κρόιφ υπέδειξε το Φρανκ Ράικαρντ ως τον επόμενο Μωυσή, προκαλώντας απορίες, αφού ο πρώην άσσος του Άγιαξ και της Μίλαν ήταν άνεργος και στην πρώτη του δουλειά είχε υποβιβάσει τη Σπάρτα Ρότερνταμ στη δεύτερη κατηγορία.
Ως αντιστάθμισμα εκείνης της επιλογής ο Λαπόρτα υποσχέθηκε στην προεκλογική εκστρατεία ότι θα φέρει στο Camp Nou τον Ντέιβιντ Μπέκαμ. Τελικά, αντί να αγοράσει το φανταχτερό «Μπεκς», επέλεξε να ξοδέψει το μεγαλύτερο μέρος του διαθέσιμου μπάτζετ στον κυριότερο στόχο της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, τον καλύτερο νεαρό που κυκλοφορούσε εκείνη την εποχή στην αγορά, το Ροναλντίνιο.
O Μπέκαμ κατέληξε (κι αυτός) στη Ρεάλ, η «Μπάρσα» αποφάσισε να ρισκάρει με το “προβληματικό” παιδί της Παρί. Προβληματικό, διότι στο Παρίσι κυκλοφορούσαν τότε εντονότατες φήμες για την εξωγηπεδική ζωή του Ροναλντίνιο. Η ομάδα είχε τερματίσει στην τραγική 11η θέση και ο προπονητής τον είχε κατηγορήσει ευθέως και δημοσίως πως ξενυχτάει και προτιμά το Moulin Rouge από την προπόνηση.
Ο «Ρόνι» δεν απαντούσε, αφ’ ενός γιατί ο προπονητής είχε δίκιο και αφ’ ετέρου διότι ακόμα και σε εκείνη την καταστροφική σεζόν, εν μέσω νυχτερινής ζωής και δεκάδων φιλενάδων, είχε (ξανα)βγει πρώτος σκόρερ και πασέρ της ΠΣΖ. Πάνω απ’ όλα όμως, είχε χαρίσει στο κοινό της ομάδας ορισμένες από τις πλατινένιες αναμνήσεις του.
Το απίστευτο σλάλομ στο ντέρμπι με τη Μαρσέιγ, πιο πολύ λατρεύτηκε ωστόσο το γκολ εναντίον της Γκινγκάμπ, ίσως ένα από τα πιο όμορφα που μπήκαν ποτέ στη Γαλλία.
Το Γκινγκάμπ είναι ένα χωριό 8.000 κατοίκων στη Βρετάνη, στη Βορειοδυτική Γαλλία, στην Περιφέρεια της Cοtes d’ Armor που συνορεύει νοητά με τη Μεγάλη Βρετανία. Καιρός Μεγάλης Βρετανίας, ατμόσφαιρα Μεγάλης Βρετανίας, κάτοικοι πιο πολλοί Βρετανοί παρά Γάλλοι.
Εκείνο το απόγευμα στο γηπεδάκι της Γκινγκάμπ δεν έπρεπε να διεξαχθεί ποδοσφαιρικό παιχνίδι. Το γήπεδο δεν ήταν απλώς βαρύ και γεμάτο νερό, ήταν επικίνδυνο για τη σωματική ακεραιότητα των ποδοσφαιριστών.
Λάσπη, “γραμμές” από τα μηχανήματα που είχαν απομακρύνει προσωρινά το νερό και βροχή να εξακολουθεί να πέφτει ακατάπαυστα σε ένα περιβάλλον στα όρια του βουκολικού. Το ματς αδιάφορο, από εκείνα χωρίς νόημα. Μια χούφτα οπαδοί της Παρί στριμωγμένοι στο πέταλο, σκάρτοι 6.000 άνθρωποι σύνολο στις εξέδρες.
Η Γκινγκάμπ κρατάει την ισοπαλία εκμεταλλευόμενη το βαρύ τερέν και πραγματικά “χτυπάει στο ψαχνό”. Τα τάκλιν και τα χτυπήματα αντιαθλητικά, καμουφλαρισμένα από τη βροχή και την ανοχή του ανεκδιήγητου διαιτητή. Το ματς είναι από εκείνα που βλαστημάς την ώρα και τη στιγμή. Μέχρι που…
Ο Λακόμπ στο χώρο του κέντρου πασάρει στο Ροναλντίνιο. Ο Βραζιλιάνος ξαφνικά επιταχύνει, αλλάζει με τον Λε Ρουά και πλησιάζει μεταξύ κέντρου και μεγάλης περιοχής. Βλέπει μπροστά το γήπεδο λασπωμένο, με την κόρη του ματιού παρατηρεί τον αντίπαλο να έρχεται από το πλάι κατά πάνω του με μανία και τις τάπες υψωμένες. Τάκλιν απ’ ευθείας από Ουρουγουάη.
Δεν σταματά και σε νεκρό χρόνο κάνει το απίστευτο: ίπταται μαζί με τη μπάλα πάνω από τα σηκωμένα πόδια, πηδάει σαν άλογο επίδειξης το εμπόδιο, έχοντας τσιμπήσει με τέτοιο τρόπο τη μπάλα ώστε να αποφύγει μαζί και τη λασπωμένη μίνι λίμνη μπροστά του. Το γήπεδο σαστίζει.
Εκείνος συνεχίζει, έχει κατά μέτωπο ακόμα τέσσερεις με το μαχαίρι στα δόντια. Μία, δύο, τρεις, τέσσερεις προσποιήσεις με τα πόδια να περνούν πάνω από τη μπάλα, το λεγόμενο “ποδήλατο”. Σπάσιμο της μέσης σαν εκκρεμές, έχει βρεθεί μέσα στην περιοχή σε δευτερόλεπτα.
Ο στόπερ κάνει τάκλιν βγαλμένο από τα πιο υγρά όνειρα του Βίνι Τζόουνς. Κανένα πρόβλημα. Ξαφνική αλλαγή κατεύθυνσης προς τα αριστερά, η μπάλα κολλημένη στο πόδι που την κουβαλάει μαζί με τη λάσπη. Εξωτερικό μυτάκι στην αντίθετη γωνία, με φάλτσα γαλλικού μπιλιάρδου. Πλαϊνό δίχτυ. Παροξυσμός.
Τρέχει στο πέταλο με τη μια χούφτα οπαδών. Ξεσπάει, για δευτερόλεπτα δείχνει θυμωμένος, η κάμερα ζουμάρει, ο θυμός κράτησε μόνο κάποια δευτερόλεπτα. Χαμογελάει πάλι σαν μικρό παιδί, πανηγυρίζει ευτυχισμένος. Και πάλι αγνοεί τι ακριβώς έκανε. Αυτό ήταν το μυστικό του.
Αυτήν την ιδιοφυΐα η Μπαρτσελόνα την απέκτησε έναντι 30 εκατ. ευρώ. Ήταν η κορωνίδα μιας άκρως περίεργης καμπάνιας που έφερε στην Καταλωνία και τον Τούρκο τερματοφύλακα, Ρουστού, αλλά και τους Ρικάρντο Κουαρέσμα και Ράφα Μάρκεζ. Αλλού ήταν το ζουμί.
Από την ομάδα Νέων είχαν προωθηθεί κάποιος 19χρονος Αντρές Ινιέστα και ένας μελαχροινός τερματοφύλακας, ο Βίκτορ Βαλντές. Την απόκτησή του Ροναλντίνιο την γιόρτασαν ελάχιστα στη Βαρκελώνη, ήταν θυμωμένοι με τον Λαπόρτα που αθέτησε την υπόσχεση για τον Μπέκαμ.
Δεν είχαν ιδέα τότε ότι η μεταγραφή του Ροναλντίνιο θα αλλάξει την ίδια την ιστορία του συλλόγου, θα μετατρέψει μια ομάδα καταθλιπτική σε αυτό που θαύμασε ο πλανήτης. Εκείνη η μεταγραφή θα αλλάξει τη νοοτροπία της ομάδας, θα της μεταδώσει τη θέληση για νίκη, πάνω απ’ όλα θα μεταγγίσει ξανά μέσα της τη χαρά του παιχνιδιού και θα της χαρίσει απλόχερα το συναίσθημα της ποδοσφαιρικής διασκέδασης.
Από το πρώτο του κιόλας γκολ με τους «Blaugrana» το έκανε. Για οποιαδήποτε μεταγραφή θα ήταν η επιτομή της αποθέωσης. Ήταν ένα παιχνίδι εναντίον της Σεβίλλης στο Camp Nou. Έκανε ένα ακόμα γιγαντιαίο σλάλομ πίσω από το κέντρο με κινηματογραφική ταχύτητα. Μία, δύο, τρεις τρίπλες και οβίδα από τα 35 μέτρα. Η μπάλα με απίστευτη ταχύτητα στο οριζόντιο δοκάρι, από τη δύναμη σκάει στη γραμμή και τινάζει τον ουρανό των δικτύων.
Έκσταση, από εκείνα τα γκολ που σε ζαλίζουν λόγω έκρηξης αδρεναλίνης, από εκείνα που σηκώνεσαι από τη θέση και κλείνει η φωνή. Ακολούθησαν κι άλλα, όπως το hattrick εναντίον των δύσμοιρων Σλοβάκων της Πουχόφ, η ομάδα όμως ακόμη δεν απέδιδε στη Liga, ήταν πολύ άγουρη.
Το χειμώνα ετέθη μέχρι και θέμα Ράικαρντ, αλλά ο ερχομός του Έντγκαρ Ντάβιντς στη μεταγραφική περίοδο του Ιανουαρίου επανέφερε τις ισορροπίες και επέτρεψε στη «Μπάρσα» να κάνει έναν καταπληκτικό δεύτερο γύρο. Τελικά τερμάτισε δεύτερη πίσω από το θαύμα του Μπενίτεθ στη Βαλένσια, μπροστά όμως μετά από χρόνια από τη Ρεάλ.
Ήταν το τέλος μιας ολόκληρης εποχής, το τέλος των «Galacticos» που υπογράφτηκε 25 Απριλίου στο Santiago Bernabéu, με την ασίστ-λόμπα του Ροναλντίνιο στον Τσάβι και την καρατέκα-προβολή του τελευταίου στο βάθος των δικτύων του Ίκερ.
Ο Ροναλντίνιο για πρώτη φορά συμβαδίζει με την πρόοδο μας ομάδας. Ψηφίζεται καλύτερος ξένος παίκτης της λίγκας, βγαίνει πρώτος σκόρερ, ανήκει στην ελίτ των ελίτ. Ξαφνικά όλοι τον ανακαλύπτουν ξανά, χύνονται ποταμοί μελάνης, μιλούν γι’ αυτόν, τονίζουν τις επαναστατικές αλλαγές που επιφέρει στο άθλημα.
Γίνεται σχεδόν σε ένα βράδυ ο απόλυτος πρωταγωνιστής του σπορ. Με το χαμόγελο πάντα στα χείλη, ένας ζογκλέρ για τον οποίο αξίζει να πληρώσεις εισιτήριο για να τον δεις, ο άνθρωπος που “συμφιλιώνει” την ουσία με το θέαμα, ο «Bugs Bunny» (λόγω οδοντοστοιχίας) που κάνει ευτυχισμένα τα παιδάκια και τα παρακινεί να αγαπήσουν το ποδόσφαιρο.
Από ξενύχτης και μπερμπάντης στα καμπαρέ του Παρισιού παγκόσμιος εκπρόσωπος της ποδοσφαιρικής βιομηχανίας. Ο κατάλληλος συνδετικός κρίκος μεταξύ του ποδοσφαίρου του ρομαντισμού και της αλάνας με το ποδόσφαιρο των χορηγών και των εκατομμυρίων.
Είναι το σωτήριο έτος 2004, η χρονιά του θαύματος της Πορτογαλίας, του “ξενέρωτου” Τελικού του Gelsenkirchen μεταξύ Πόρτο και Μονακό, η τελευταία φορά που κερδίζει τη Χρυσή Μπάλα ένας “εργάτης”, ο Πάβελ Νέντβεντ. Εντυπωσιακός μεν, εργάτης δε.
Ο Ροναλντίνιο αντιπροσωπεύει όλα αυτά που θέλουν και ο κόσμος και το άθλημα και οι χορηγοί και τα γραφεία. Είναι ο ήρωας που περίμεναν όλοι, ο τέλειος testimonial, ο χαμογελαστός και προσιτός σταρ που ξετρελαίνει τα μικρά παιδιά και τα σπρώχνει στον αθλητισμό. Είναι ο άνθρωπος που ξαναδίνει στο ποδόσφαιρο τη χαμένη του αθωότητα.
Όλα αυτά, ενόσω στη Βαρκελώνη συμπληρώνονται τα κομμάτια του παζλ. Καταφθάνει ο πολιτογραφημένος Πορτογάλος, Ντέκο, ο playmaker που έλειπε και έχει μόλις κατακτήσει το Champions League με την Πόρτο του Μουρίνιο. Κυρίως όμως κλείνει κατάλληλος παίκτης για να ταΐζει ο Ροναλντίνιο, ένα παιδί που προέρχεται από τις ακαδημίες της Ρεάλ αλλά δεν τον πίστεψαν ποτέ και τον πέταξαν στη Μαγιόρκα: ο Σάμουελ Ετό.
Η «Μπάρσα» δαπάνησε 24 εκατ. για εκείνο το terminal της επίθεσής της, διαβλέποντας ότι μαζί με το Ροναλντίνιο, το Λουντοβίκ Ζιουλί και τον Χένρικ Λάρσον θα συνθέσουν μια δύναμη πυρός που όμοιά της δεν είχε ξαναεμφανιστεί στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο.
Η μάχη στη Liga είναι αδυσώπητη, Μπαρσελόνα και Ρεάλ υπερβάλλουν εαυτούς, οι Καταλανοί το κατακτούν με ένα πρωτοφανές παιχνίδι, έναν συνδυασμό ταχύτητας, θεάματος και ουσίας, με τέσσερεις βαθμούς διαφορά. Εκείνο όμως που καίει είναι η «μεγάλη κούπα με τ’ αυτιά».
Στον όμιλο η μάχη είναι με τη Μίλαν. Στο San Siro ο Σεβτσένκο χαρίζει τη νίκη στους «Rossoneri», δύο εβδομάδες αργότερα σκοράρει και στο Camp Nou, δίνοντας το προβάδισμα στη Μίλαν. Το παιχνίδι είναι από τα ομορφότερα στην ιστορία του θεσμού, χάνονται εκατέρωθεν καταπληκτικές ευκαιρίες με σπάνιο θέαμα.
Ο Ετό το φέρνει στα ίσα, πριν εκπνεύσει το ημίχρονο. Είναι ένα παιχνίδι ισόπαλο 1-1 που θα μπορούσε κάλλιστα να είναι και 5-5. Αναλαμβάνει ο Ροναλντίνιο. Ήταν η πρώτη φορά ιστορικά που είδαμε κάποιον να “χαστουκίζει” τη μπάλα με το πόδι.
Με μια διαγώνια έκρηξη αποφεύγει ταυτόχρονα Νέστα και Γκατούζο και, εκεί που όλο το γήπεδο μαζί με εκατομμύρια τηλεθεατές περιμένουν το δυνατό σουτ, εκείνος “ραπίζει” τη μπάλα με το αριστερό κουντεπιέ, στέλνοντάς την στην εσωτερική πλευρά των δικτύων του Ντίντα. Το γκολ δίνει τη νίκη στη «Μπάρσα» και γίνεται viral σε όλον τον πλανήτη. Ο «Ρόνι» έχει βγάλει τη φανέλα, έχει τρελαθεί.
Το πεπρωμένο ήθελε τη «Μπάρσα» να τερματίσει δεύτερη, ακριβώς για να κληρωθεί μετά με τη μεγάλη Τσέλσι του Ζοσέ Μουρίνιο. Αυτά ήταν τα απαραίτητα συστατικά για να γραφτεί το μυθιστόρημα. Είναι από εκείνα τα ελάχιστα ματς που στηρίζουν το έπος και τη γοητεία του Champions League, απ’ αυτά που θυμάσαι για χρόνια και διηγούνται οι πατεράδες στους γιους.
Ήταν το ματς στο οποίο ο «”Ρόνι” έσβησε το τσιγάρο».
Η πρώτη πράξη εκείνου του έπους εκτυλίχθηκε στη Βαρκελώνη, όπου οι «Blues» πήραν το προβάδισμα λίγο μετά το μισάωρο με το γκολ του Ζουλιάνο Μπελέτι. Η «Μπάρσα» ισοφάρισε με τη μοναδική αξιομνημόνευτη στιγμή στην καριέρα του 20χρονου τότε Μάξι Λόπες, ο οποίος είναι και ο παίκτης που δίνει την ασίστ στον Ετό για το τελικό 2-1.
Ο Μουρίνιο είχε εν μέρει κατορθώσει να “ακυρώσει” το παιχνίδι της «Μπάρσα» και είχε καταφέρει να φέρει το ματς στα μέτρα του. Όλα θα κρίνονταν στη ρεβάνς του Stamford Bridge. Ήταν 8 Μαρτίου του 2005 και όλος ο πλανήτης θαύμασε το μεγαλείο αυτού του σπορ.
Η Τσέλσι είναι βγαλμένη από τα όνειρα του Αμπράμοβιτς, στο 19ο λεπτό προηγείται ήδη 3-0 με Γκουντγιόνσεν, Λάμπαρντ και Νταφ. To εικοσάλεπτο είναι εφιαλτικό για τη «Μπάρσα», το ματς είναι πλέον κομμένο και ραμμένο στα μέτρα του «Special One». Το ξηλώνει και το ράβει από την αρχή ο Ροναλντίνιο.
Πρώτα μειώνει με πέναλτι σε 3-1 και μετά ακολουθεί η εποποιΐα. Ο Ινιέστα ελέγχει τη μπάλα έξω από τη μεγάλη περιοχή, επιταχύνει και μοιάζει να ψάχνει την τρίπλα πριν το σουτ. Αλλάζει απόφαση και αποφασίζει να τη “σπάσει” στο Ροναλντίνιο. Όλα κρίθηκαν από εκείνη την απόφαση του Ινιέστα. Ακριβώς εκείνη τη στιγμή, σίγουρα κάποιο Βραζιλιανάκι φίλησε το φυλαχτό με την εικόνα του Ροναλντίνιο, δεν μπορεί να εξηγηθεί με τη λογική αυτό που εκτυλίχθηκε ενώπιόν μας.
Ο Ροναλντίνιο είναι μόνος στο ημικύκλιο της περιοχής και μπροστά του είναι ένα τείχος από μπλε φανέλες. Η μπάλα είναι ακίνητη ανάμεσα στα πόδια του. Μένει κι εκείνος ακίνητος. Μπορεί να σουτάρει, να πασάρει, να τριπλάρει, να τη γυρίσει πίσω, να τη δώσει δίπλα, να σεντράρει. Ο χρόνος έχει σταματήσει. Δεν υπάρχει ποδοσφαιρική ορολογία για να περιγράψει το συμβάν, ποδοσφαιρική αργκό για να μεταφερθεί η κίνηση στο χαρτί.
Μόνο οι λιγοστοί καπνιστές ίσως μπορούν να καταλάβουν τι συνέβη. Ο Ροναλντίνιο προσποιείται πάνω από τη μπάλα ακριβώς όπως θα έσβηνε κάποιος ένα τσιγάρο με τη μύτη του παπουτσιού, περιστρέφοντας το πόδι τρεις φορές, ίσα-ίσα ακουμπώντας το μεγάλο δάχτυλο του ποδιού του, πιέζοντάς το προς τα κάτω. Στην τέταρτη σουτάρει με το μυτάκι. Με το εξωτερικό.
Οι παίκτες της Τσέλσι είναι στήλες άλατος, έχουν παραλύσει. Ο καλύτερος τερματοφύλακας του κόσμου εκείνη την εποχή, ο Πέτερ Τσεχ, μένει ακίνητος. Απλώς γυρίζει εμβρόντητος το κεφάλι για να παρακολουθήσει την πορεία της μπάλας. Η μπάλα ταξιδεύει στη γωνία των δικτύων, στη ραφή. Γκολ.
#TBT de um dos gols mais bonitos da minha carreira!!! Já fazem 17 anos desse jogaço contra o Chelsea, pela @ChampionsLeague.. Quem lembra?? 🤙🏾 pic.twitter.com/PAdRT75Wv1
— Ronaldinho (@10Ronaldinho) March 10, 2022
Ο σουρεαλισμός έχει ολοκληρωθεί, το έργο τέχνης έχει παραδοθεί στην αιωνιότητα. Είναι ένα γκολ μοναδικό, από εκείνα που δεν μπαίνουν ούτε στο Playstation, ένα μοναδικής ομορφιάς μπαλέτο πάνω από τη μπάλα, ένας πίνακας του Μονέ. Τόσο παραστατικός ώστε, παρότι μεγαλοφυής και σπάνιας πολυπλοκότητας, γίνεται αντιληπτός από όλους. Είναι ένα αριστούργημα, ό,τι πλησιέστερο στο να δούμε και το Θεό να παίζει ποδόσφαιρο.
Η Τσέλσι την πήρε την πρόκριση με ένα γκολ του Τζον Τέρι λίγο αργότερα, αλλά δεν έχει απολύτως καμία σημασία. Το γκολ του δεν το θυμάται κανείς, το αριστούργημα του Ροναλντίνιο το διηγούμαστε στα παιδιά και τα εγγόνια μας.
Είναι η ίδια σεζόν που συνέβησαν όλα τα απίθανα, είναι η σεζόν του Τελικού της Κωνσταντινούπολης, η χρονιά που η καλύτερη ομάδα (η Μπαρσελόνα) αποκλείστηκε στους «16» του θεσμού και η αμέσως επόμενη καλύτερη, η μεγάλη Μίλαν του Αντσελότι, προηγήθηκε με 3-0 στον τρελό Τελικό με τη Λίβερπουλ και έχασε το τρόπαιο από εκείνη τη συνωμοσία πλανητών.
Στη Μίλαν ο κύκλος θα έκλεινε σύντομα, στη «Μπάρσα» θα άνοιγε. Η ομάδα δεν χρειαζόταν παρά ελάχιστες προσθήκες για να μεγαλουργήσει. Για την ακρίβεια, δεν πειράχτηκε ούτε κατ’ ελάχιστον. Το καλοκαίρι προστέθηκε μόνο ο Φαν Μπόμελ, απλώς διότι όλα τα συστατικά ήταν εκεί.
Η επιλογή της διατήρησης της συνταγής έγινε απόλυτα κατανοητή μπροστά στο κοινό της Ρεάλ στο Bernabéu. Η «Μπάρσα» είναι ήδη στην κορυφή με τέσσερεις βαθμούς διαφορά. Το πρώτο το έβαλε ο Ετό, το δεύτερο ήταν ένα ακόμα προσωπικό σόου του Ροναλντίνιο που, αφού υπνώτισε το Σέρχιο Ράμος και εξέθεσε τον Ιβάν Ελγκέρα, έκανε το Bernabéu να σιγήσει. 0-2 σε ντέρμπι. Οποιαδήποτε άλλη ομάδα, οποιοσδήποτε άλλος ποδοσφαιριστής τότε, θα σταματούσε, θα φρόντιζε να διαφυλάξει το σκορ και να κατακτήσει την υπερπολύτιμη νίκη σε ένα τόσο σημαντικό παιχνίδι. Όχι η «Μπάρσα», όχι ο Ροναλντίνιο.
Είκοσι λεπτά αργότερα, νέα τρίπλα στο Ράμος, αυτή τη φορά από την εσωτερική, μόνος απέναντι στον Ίκερ, 0-3.
Πανηγυρίζει χαρακτηριστικά, ξαφνικά σαστίζει. Συνειδητοποιεί ότι το Bernabéu έχει σηκωθεί όρθιο και χειροκροτά. Είναι η πρώτη φορά ιστορικά που (σχεδόν) όλοι οι οπαδοί της Ρεάλ αναγνωρίζουν καθολικά το μεγαλείο του αιώνιου αντιπάλου και χαρίζουν ένα μοναδικό standing ovation στο μεγάλο σταρ της Μπαρσελόνα.
Είναι ένα από τα μεγαλύτερα παράσημα της καριέρας του, πολύ ανώτερο και από τη Χρυσή Μπάλα που κατέκτησε λίγους μήνες αργότερα, με τα λόγια του Μισέλ Πλατινί να τον κολακεύουν: «Κάνει το ποδόσφαιρο ακόμα πιο όμορφο, το αναγάγει σε καλλιτεχνική έκφραση. Και το κάνει χαμογελώντας».
Και αν στο Πρωτάθλημα η πορεία είναι φρενήρης και προδιαγεγραμμένη (η Μπαρσελόνα το κατακτά με 12 βαθμούς διαφορά από τη Ρεάλ), στο Champions League το σενάριο είναι βγαλμένο από ταινία εκδίκησης του Ταραντίνο. “Kill Bill Vol. III, IV, V”. Διαδικαστική πρόκριση από έναν όμιλο με τον Παναθηναϊκό του Μαλεζάνι και highlight το Λουκά Βύντρα να περιορίζει το Ροναλντίνιο στο ματς του ΟΑΚΑ, ακολουθώντας τον μέχρι και στις τουαλέτες του γηπέδου. Ο Ροναλντίνιο το έχει ξεχάσει, ο Λουκάς δεν θα το ξεχάσει ποτέ.
Η «Μπάρσα» προκρίνεται εξαιρετικά άνετα. Στη φάση των «16», από την πρώτη πράξη και πάλι η Τσέλσι. Η “ρεβάνς”. Το 1-2 στο Stamford Bridge φέρει την υπογραφή του, με ένα ακόμα από εκείνα τα εξωγήινα γκολ. Να περάσει ο επόμενος. Η διπλή αναμέτρηση με τη Μπενφίκα δεν είναι καν μάχη, είναι το χρονικό ενός προαναγγελθέντος αποκλεισμού. Ο ημιτελικός όμως φέρνει αντίπαλο τη Μίλαν και είναι η μητέρα των μαχών.
Εκατόν ογδόντα λεπτά, ένα γκολ. Εκείνο στο San Siro του Λουντοβίκ Ζιουλί από την ασίστ του «Ρόνι», ο οποίος σε όλο το παιχνίδι υποφέρει από τα θεμιτά και αθέμιτα μέσα με τα οποία τον αντιμετώπισε ο Ρίνο Γκατούζο. Τον “άδειασε” μια και μοναδική φορά, εκείνη της ασίστ στο Ζιουλί, μια πάσα ορισμό του παραλογισμού που κατάλαβε μόνο ο Γάλλος σε ολόκληρο το San Sirο.
Το γκολ του Λουδοβίκου ήταν αρκετό για τη «Μπάρσα», πλέον για το Έβερεστ υπήρχε μόνον το εμπόδιο της Άρσεναλ, του δαντελένιου ποδοσφαίρου του Αλσατού καθηγητή. Ο Ροναλντίνιο επιστρέφει στο Παρίσι, εκεί όπου ξεκίνησαν όλα στην ευρωπαϊκή του εμπειρία. Δεν είναι καλός στον Τελικό, έχει ήδη “αδειάσει”, όπως οι πλειοψηφία των μεγάλων πρωταγωνιστών στο τέλος της σεζόν.
Ο Σολ Κάμπελ έχει φέρει την Άρσεναλ σε θέση οδηγού, η «Μπάρσα» ανασυντάχθηκε και χάρη στο παραμύθι του Χένρικ Λάρσον επέστρεψε και πήρε το Κύπελλο. Ο Σουηδός με δύο ασίστ στο Ζουλιάνο Μπελέτι και τον Σάμουελ Ετό χάρισε εκείνο το τρόπαιο στους «Blaugrana». Ήταν 17 Μαΐου του 2006 και ο Ροναλντίνιο ύψωνε στον ουρανό των Ηλύσιων Πεδίων και το τελευταίο τρόπαιο της πιο εμφαντικής σεζόν της καριέρας του.
Με εκείνο το Champions League ήταν ταυτόχρονα Πρωταθλητής Ισπανίας, Πρωταθητής Ευρώπης, Πρωταθλητής Κόσμου, Πρωταθλητής Λατινικής Αμερικής και κάτοχος και των δύο (τότε) βραβείων του καλύτερου ποδοσφαιριστή του πλανήτη, εκείνου της Χρυσής Μπάλας και του FIFA World Player.
Εκείνο το σημείο είναι το peak της καριέρας του, το απόλυτο, το πλησιέστερο στην τελειότητα και ένα επίτευγμα που ελάχιστοι άνθρωποι μπορούσαν να ισχυριστούν ότι έχουν κατακτήσει και ακόμα λιγότεροι ότι μπόρεσαν να το διαχειριστούν.
Δεν το έχει ξανακάνει κανείς, ίσως το κάνει κάποιος διάδοχος, αν κατορθώσει στην ίδια σεζόν να κατακτήσει τα πάντα. Από εκείνο το σημείο κι έπειτα ξεκίνησε και η καθοδική πορεία αυτού του φαινομένου, αυτού του μοναδικού χαμογελαστού καλλιτέχνη που έκτοτε χαμογελούσε όλο και λιγότερο.
Αρχής γενομένης από το Παγκόσμιο Κύπελλο της Γερμανίας το ίδιο καλοκαίρι, όλα έγιναν δυσβάστακτα, οι ευθύνες που τον φόρτωνε ο Ασίς πολύ περισσότερες απ’ όσες μπορούσε να αντέξει, τα έχασε όλα εκτός από το Copa America που οι Βραζιλιάνοι κατέκτησαν από κεκτημένη ταχύτητα.
Στη Βαρκελώνη αντιλήφθηκαν ότι πλησίαζε το τέλος της εποχής του, ακριβώς όταν “χειροτόνησε” το Μέσι εκείνη την Πρωτομαγιά. Τίποτα στη ζωή δεν είναι τυχαίο, τίποτα δεν κρατάει για πάντα και νομοτελειακά πάντοτε θα βρεθεί κάποιος καλύτερος, πληρέστερος, καταλληλότερος. Το ζήτημα είναι να διακρίνουμε στο σωστό χρόνο το σωστό συνδυασμό, το σωστό κράμμα, εκείνο που τα συνδυάζει όλα και είναι μπροστά από την εποχή του.
Ο Ροναλντίνιο 15 Ιουλίου του 2008 ανακοινώθηκε από τη Μίλαν έναντι 21 εκατ. ευρώ συν κάποια μπόνους που έφταναν και τα 4 εκατ. Παρουσιάστηκε σε ένα San Siro γιορτινό με 40.000 tifosi να τον αποθεώνουν. Δεν τους δικαίωσε ποτέ, δεν δικαίωσε ούτε τον εαυτό του για την επιλογή του.
Τα dreadlocks ήταν εκεί και ανέμιζαν στον ώμο του σαν φίδια, το βλέμμα της Μέδουσας όμως ήταν κραυγαλέα απόν. Το χαμόγελο δεν φώτισε ποτέ τον ήλιο της Λομβαρδίας. Δεν μπορούσε πια να κάνει το γιγαντιαίο σλάλομ, δεν άφηνε στήλες άλατος τους αντιπάλους αμυντικούς.
Πετούσε, αλλά χαμηλά σαν hornet. Περιστασιακά χάρισε στο ιταλικό κοινό και λίγη από τη μαγεία του, αλλά στη συντριπτική πλειοψηφία των εμφανίσεών του προσπαθούσε να ικανοποιήσει την εικόνα που είχαν οι άλλοι για εκείνον, το “performance” που περίμενε το σινεμά, σε σκηνοθεσία κυρίως του Ασίς και των χορηγών. Γιατί δεν ήταν πλέον ποδοσφαιριστής, ήταν performer.
Έστω και τότε, είχα την τύχη να τον παρακολουθήσω από κοντά, ήταν μια από τις πιο συγκινητικές στιγμές που ένιωσα σε γήπεδο, σε ένα παιχνίδι στο Marassi της Γένοβας. Η Μίλαν είχε χάσει 2-0, αλλά το βλέμμα μου ήταν κολλημένο επάνω του, ένιωθα σαν να παρακολουθώ το Μπομπ Ντίλαν σε συναυλία, σε κάθε τρίπλα του Ροναλντίνιο ήταν σαν να άκουγα τον Ντίλαν να τραγουδάει το «Visions of Johanna».
Συγκινητικός, αξιοθαύμαστος και μεγαλοπρεπής. Δεν περίμενα στο χώρο έξω από τα αποδυτήρια για να τον δω και από κοντά με πολιτικά. Η εικόνα εκτός γηπέδου δεν με ενδιέφερε ποτέ, δεν άντεχα τα γυαλιά ηλίου-μύγα, τις χοντρές χρυσές καδένες, τα ανοιχτά λαχουρέ πουκάμισα, τα διαμαντένια ρολόγια, το υποχρεωτικό πια χαμόγελο. Ήξερα ότι θα δω στα μάτια του τη φλόγα σβησμένη και δεν ήθελα η (μοναδική) live εικόνα μου να είναι θλιβερή.
Ήρθε στο νου ασυναίσθητα μια συμβουλή του Χέμινγουεϊ στους μαθητές του, εκείνη που έλεγε να σκίζουν από το βιβλίο μόνο τις σελίδες που τους έκαναν να ανατριχιάζουν. Εξιδανικεύουμε τις αναμνήσεις, ο εγκέφαλος επιλέγει τις καλύτερες, τις πιο δυνατές, τις μοναδικές, τις μη επιτηδευμένες.
Αυτό προσπαθούσε να κάνει ο Ροναλντίνιο μετά τα 27 του, να προσφέρει στο κοινό “την ενέργεια”, το “απίστευτο” για το οποίο είχε πληρώσει εισιτήριο για να τον δει. Εκεί έχασε το δρόμο, εκεί χάλασε το μύθο του, παρέα με τις καταχρήσεις, την κραιπάλη, το ξενύχτι και τις γυναίκες που τόσο αγαπάει.
Ήταν ακόμα ένας φανταστικός παίκτης όσο άντεχαν τα πόδια και το σώμα του, είχε τρομερές στιγμές και μετά την εποχή της εκτόξευσής του, σκόραρε, πάσαρε, τρίπλαρε, στη μέρα του κατέστρεφε όποιον αμφισβητούσε την απόλυτη κυριαρχία του. Έλειπε όμως εκείνο το χαμόγελο, εκείνη η παιδική αφέλεια και το αίσθημα της ιερουργίας.
Έφυγε από τη Μίλαν σαν παρίας μετά από μια γελοία τουρνέ στο Ντουμπάι λίγο μετά την Πρωτοχρονιά του 2011. Επέστρεψε στη Βραζιλία, μήπως ξαναβρεί τον εαυτό του. Επέλεξε τη Φλαμένγκο, η οποία μετά από πιέσεις του Ασίς δαπάνησε 3 εκατ. ευρώ για να τον ντύσει με τα χρώματά της.
Έμεινε ενάμιση χρόνο, σκόραρε, πάσαρε, αλλά δεν χαμογελούσε. Γελούσε μόνο στις εξόδους του, παρασυρόταν ακόμα, παρότι είχε τριανταρίσει. Δεν εξάντλησε το συμβόλαιό του ούτε στους «Rubro negra», πήγε στην Ατλέτικο Μινέιρο ακόμα πιο “σκοτεινός” από πριν, αφού στο μεταξύ είχε χάσει και τη μητέρα του από την επάρατο.
Κέρδισε κι εκεί τίτλους, το Campionato Mineiro, το Libertadores, το Sudamericana. Όλα έλειπαν από τη συλλογή του. Ούτε εκεί στέριωσε και έλυσε κοινή συναινέσει το συμβόλαιο τον Ιούλιο του 2014. Τ’ όνομά του έγινε “εργαλείο” στα στόματα περίεργων τύπων ακόμα και στα μέρη μας, επιτήδειων και λογής λαμόγιων που μαθαίνουν να ζουν από τις τελευταίες σταγόνες των δυστυχισμένων. Δεν υπάρχει λόγος να επεκταθούμε.
Δεν περιποιεί τιμή η σύνδεσή του με το ελληνικό ποδόσφαιρο, είναι δείγμα της ελεύθερης πτώσης του. Το ίδιο και οι επισκέψεις του στην Ελλάδα, η διασκέδασή του στα μπουζούκια με αμφιλεγόμενες παρέες, οι φωτογραφίες από την Copacabana με τα περιττά κιλά και όλο το entourage γύρω του να του ρουφάει το αίμα.
Βρήκε στέγη κάποια στιγμή το Σεπτέμβριο του 2014 στη μεξικάνικη Κερέταρο, ήταν η χειρότερη περίοδος στην καριέρα του. Ξενυχτούσε, έχανε προπονήσεις με παιδικές δικαιολογίες, ήταν κάκιστος στο χόρτο. Συμπλήρωσε μόνο 18 ματς με τρία γκολ όλα κι όλα. Τύπος και φίλαθλο κοινό τον ευτέλισαν, γράφτηκαν απίστευτοι λίβελλοι εναντίον του, το πιο ήπιο σχόλιο ήταν «ξοφλημένος».
Το καλοκαίρι, με 35 χρόνια να βαραίνουν το κορμί του και τη Γκρέμιο να αρνείται την προσέγγιση για να κλείσει την καριέρα του στην ομάδα που τον ανέδειξε, υπέγραψε στη Φλουμινένσε. Είπε πως είχε όρεξη να αποδείξει πράγματα, κάποιες στιγμές θύμισε αχνά στον κόσμο ποιος ήταν, γιατί θεωρείται εκ των κορυφαίων καλλιτεχνών όλων των εποχών, γιατί οι Βραζιλιάνοι τον είχαν φυλαχτό και τα παιδάκια φιλούσαν την εικόνα του, πριν πέσουν για ύπνο.
Μετά τα πρώτα παιχνίδια που είχε κίνητρο, κατέρρευσε. Ήταν σκιά του εαυτού του, η κακή ζωή είχε αφήσει όλα τα κουσούρια της επάνω του, η φυσική του κατάσταση ήταν άθλια, οι αντοχές του μηδαμινές.
Ζήτησε μόνος του να δει τον Τεχνικό Διευθυντή της ομάδας, του εξέφρασε την επιθυμία να λύσουν το συμβόλαιό του χωρίς να πληρωθεί τους τελευταίους μήνες. Είδε την ανακούφιση στο πρόσωπο του συνομιλητή του και ντράπηκε. Αληθινά ντράπηκε.
Αντιλήφθηκε ότι πλέον, αντί να κάνει τους συμπαίκτες του καλύτερους, είχε μετατραπεί σε βάρος, σε ένα πρόβλημα που κανείς δεν είχε την παρρησία να τονίσει. Δεν ανακοίνωνε την απόσυρση από την ενεργό δράση, δεν τον άφηνε ο Ασίς που ήθελε να στραγγίξουν και οι τελευταίες σταγόνες από μια ζωή που δεν έζησε ποτέ.
“Έτρεχαν” ακόμη κάποιες συμβάσεις με χορηγούς, η “επιχείρηση” Ροναλντίνιο εξακολουθούσε να ταΐζει πολύ κόσμο, δεκάδες στόματα. Το όνομά του, η κληρονομιά του ορθότερα, εξακολουθούσε να πουλάει, ακόμα και σε ηλικίες που δεν τον είδαν ποτέ να παίζει. Τον Ιανουάριο του 2018 πείστηκαν κι εκείνος και ο Ασίς ότι “δεν πάει άλλο”. Ανακοίνωσε επισήμως ότι σταματάει.
Έπαψε να περιφέρει άσκοπα το σαρκίο του στα γήπεδα. Απέμειναν μόνο τα κλαμπ, τα πάρτι και οι ασωτίες. Κάθε μέρα και ένα πάρτι, κάθε μέρα και μια υπερβολή. Γύρω του φώτα, γυναίκες, αλκοόλ και σκόνες. Καταθλιπτικός, αναζητά συντροφιά, έστω μια χαραμάδα για να βρει το χαμόγελο της νιότης του. Οι δικοί του άνθρωποι δυστυχώς επιμένουν ότι είναι πλέον αργά.
Πίνει κάθε μέρα με το που ανοίγει τα μάτια του. Πίνει ό,τι βρει μπροστά του και ασταμάτητα μέχρι να ξημερώσει και να ξανακοιμηθεί. Ζει σε ένα “φρούριο” με απαγόρευση εξόδου από τη χώρα, διαχειρίζεται όσα του απομένουν και προσπαθεί να είναι γενναιόδωρος με τους φίλους του. Δεν είναι όμως όλοι πραγματικοί του φίλοι, οι περισσότεροι είναι βδέλλες.
Δεκάδες ανοιχτά μέτωπα με τη δικαιοσύνη, ο Ασίς από το 2012, όταν και καταδικάστηκε σε κάθειρξη για φοροδιαφυγή, έχει πάψει νομικά να μπορεί να τον εκπροσωπεί, το κάνει όμως διά παρένθετων προσώπων. Την άνοιξη του 2020 τον έπεισε να διαφύγουν στο εξωτερικό, προκειμένου να αποφύγουν τις επερχόμενες δίκες. Συνελήφθησαν αμφότεροι στα σύνορα με την Παραγουάη με πλαστά διαβατήρια και συμπεριφορές ανεκδιήγητες.
Η απόλυτη κατάντια τον έφερε στη φυλακή, επί 32 μερόνυχτα στο κελί και προαυλισμό για να παίζει 5Χ5 με συγκρατουμένους. Βρέθηκε το 1.5 εκατ. ευρώ και βγήκε με εγγύηση, με υποχρέωση να μην επιστρέψει στη Βραζιλία, μέχρι να εκτίσει το υπόλοιπο της ποινής. Δήλωσε μόνιμη διαμονή σε πολυτελές δωμάτιο ξενοδοχείου (!), εξέτισε την ποινή του εκεί, περιτριγυρισμένος από “μοντέλα” και τράπερς.
Όταν επέστρεψε στη Βραζιλία, η υποδοχή ήταν αποθεωτική, πολύς κόσμος τον λατρεύει ακόμη, δεν έχει ξεχάσει, επιλέγει να μην ξεχάσει. Παίρνει διαρκώς αναβολές για τις δίκες, τα χρέη στο δημόσιο είναι υπέρογκα και η μόνη πηγή εσόδων πλέον η ενασχόληση με την τραπ. Συμμετείχε και σε video clip, έκανε τον εαυτό του ανάμεσα σε ημίγυμνες κοπέλες, μπουκάλια αλκοόλ, πιστόλια και σκόνες.
«Λατρεύω τη σάμπα, γιατί είναι πιο κοντά στο ποδόσφαιρο, αλλά ανακάλυψα τον κόσμο της τραπ και δηλώνω ενθουσιασμένος. Θέλω να γίνω παραγωγός, να αναδείξω νέους καλλιτέχνες αλλά και να ωθήσω ακόμα και ήδη γνωστούς μουσικούς να γίνουν καλύτεροι. Η μουσική ήταν πάντα κομμάτι της ζωής μου και μεταμορφώνω κομμάτια της καθημερινότητας μου σε μουσική. Θέλω όλοι να ασχοληθούν με την τραπ μουσική», είπε σε μια διαδικτυακή σύνδεση, ενόσω νοσούσε με κορωνοϊό.
Έκτοτε τα ίχνη του χάθηκαν, ξανάγινε μονόστηλο στην επικαιρότητα για μια κλήτευση δικαστηρίου που αφορούσε καθυστέρηση πληρωμής της διατροφής της άλλοτε συντρόφου του. Συζούσε με δυο γυναίκες, πλήρωνε την κάθε μια με 1.700 ευρώ το μήνα. Εντοπίστηκε μετά κόπων και βασάνων, ήταν σε κακή κατάσταση αλλά τουλάχιστον ξεμέθυστος.
Ο δικαστικός επιμελητής είπε στα Μέσα της Βραζιλίας ότι το δωμάτιο όπου τον βρήκε ήταν σκοτεινό, το μόνο φως προερχόταν από τον εξωτερικό χώρο.
Έμαθε να ζει και στο σκοτάδι πια, επιλογή του είναι, κι ας στενοχωριούνται όσοι τον λάτρεψαν στους προβολείς των μεγαλύτερων ποδοσφαιρικών παλκοσένικων του πλανήτη.
«Δεν μετανιώνω για το παρελθόν μου, δεν νομίζω ότι θα είχα μια πιο σημαντική και ικανοποιητική καριέρα, αν δεν πήγαινα στα πάρτι και δεν ζούσα τη ζωή μου όπως τη θέλω εγώ. Δεν έχω μετανιώσει και είμαι χαρούμενος για όλα. Είμαι τυχερός που μου έδωσε ο Θεός τόσα πολλά και θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό», είπε κατά την επίσκεψή του στο Παρίσι για το παιχνίδι της Παρί με τη Λειψία για το Champions League τον Οκτώβριο του 2021.
Πήγε να δει εκείνο το παιδί που κανάκεψε, τον Αργεντινό στον οποίο παρέδωσε τη σκυτάλη στα χρόνια της λάμψης και της αθωότητας. Χαμογελούσε στα φλας, ήταν ευδιάθετος, έμοιαζε να περνάει καλά. Υπέγραψε αυτόγραφα, έβγαλε φωτογραφίες, ένιωσε ότι τον αγαπούν.
Δυο όψεις έχει το φυλαχτό, μια θεατή και μια αθέατη. Η λάμψη της καριέρας του, το σκοτάδι της ζωής του.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Πελέ: Ο Θεός είναι στις λεπτομέρειες / Η στέψη του βασιλιά / La grande bellezza
Ρομάριο: Λανθασμένες Πεποιθήσεις
Η εγγενής γοητεία του Ζουνίνιο Περναμπουκάνο
Ρομπέρτο Κάρλος, η φάλτσα σφαίρα
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro