Μπάσκετ και Λος Άντζελες. Λέικερς, συγκεκριμένα. Νούμερο «8» στη φανέλα -αλλά και νούμερο «24». Γέννηση, στα τέλη της δεκαετίας του ’70. Ύψος γύρω στα 2μ. MVP των τελικών το 2010. Έναυσμα για την επαγγελματική καριέρα: πατρικό.
Αν δώσεις σε δέκα τυχαίους φίλους του μπάσκετ από οποιοδήποτε μέρος του πλανήτη τα παραπάνω στοιχεία και ζητήσεις όνομα, θα πάρεις από τους… έντεκα ως απάντηση «Κόμπι». Από οποιοδήποτε μέρος, εκτός από την Καλογρέζα. Αν οι ερωτηθέντες βγαίνουν από το κλειστό των Ολυμπιακών εγκαταστάσεων της Αθήνας, η απάντηση θα είναι διαφορετική –αν και πάλι μονολεκτική, με ένα μικρό όνομα.
«Μάικ»!
Μάικ Μπατίστ. Ο «Μιχάλης» των φίλων του Παναθηναϊκού. Ο μακροβιότερος ξένος στην ιστορία του συλλόγου, ο τρις Πρωταθλητής Ευρώπης, ο μπασκετμπολίστας που έκλεισε δεκαετία στα «πράσινα» και (έκλεισε) εσαεί μία θέση στην καρδιά των οπαδών του.
Ήταν φόργουορντ, ακόμα και σμολ, έγινε σέντερ. Ήταν περαστικός από την Ευρώπη, ρίζωσε και έγινε σημείο αναφοράς για μία ολόκληρη κατηγορία παικτών στη θέση του. Ήταν Αμερικανός, έγινε Έλληνας -έστω και όχι στα χαρτιά. Άλλη ιστορία αυτή, μία από τις πάμπολλες από τις οποίες μπορεί να πιαστεί κανείς με την πάρτη του.
Στην εντός των ελληνικών τειχών κυριαρχία του «Τριφυλλιού» τη δεκαετία του 2000 υπήρξε ο κοινός παρονομαστής των τίτλων στη φροντ λάιν. Αυτή επεκτάθηκε και εκτός των συνόρων. “Πέρασε” και στην επόμενη δεκαετία, με τον ίδιο πρώτη μούρη στην κατάκτηση της ευρωπαϊκής κορυφής (και) το 2011.
Χωρίς να φαντάζεται καν πού θα τον έστελνε η πορτοκαλί μοίρα, όλα ξεκίνησαν ακούγοντας από μακριά τις επευφημίες φιλάθλων.
Ο Μάτζικ και η κρυμμένη ευλογία
Βορειοδυτικά του Λος Άντζελες βρίσκεται το Χόλιγουντ. Νοτιοδυτικά του Λ.Α. βρίσκεται το Ίνγκλγουντ. Η πόλη όπου είδε το πρώτο φως ο Μάικλ Τζέιμς Μπατίστ στις 21 Νοεμβρίου 1977. Το μέρος γνωστό για τις γηπεδάρες του. Εκεί εδρεύει το νέο υπερσύγχρονο “σπίτι” των Κλίπερς, το Intuit Dome. Εκεί, στο SoFi Stadium, θα γίνει η τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων του 2028.
Εκεί στο παρελθόν ήταν κι η έδρα των Λέικερς. Το θρυλικό Forum, με τις θρυλικότερες φυσιογνωμίες μέσα στις τέσσερεις γραμμές. Μερικά τετράγωνα μακριά ο πατήρ Μπατίστ διατηρούσε συνεργείο αυτοκινήτων. Κατά πώς διηγήθηκε ο γιος του στο «Trace ‘n Chase», έστριβε στη γωνία να του αγοράσει τσιγάρα ή να του πάρει κουπόνι ιπποδρομιών και οι επευφημίες από το γήπεδο γέμιζαν ως μουσική τα αφτιά του. Στεκόταν εκεί μαγεμένος, μέχρι να ακουστεί η αγριοφωνάρα του πατέρα του από πίσω.
Η παιδική ηλικία παρεμφερής με τόσων άλλων μαύρων μπασκετμπολιστών στις ΗΠΑ. Τα ναρκωτικά και τις φυλακίσεις τα έζησε στο σπίτι του, με μπλεγμένη την αδερφή του.
Τον κέρδισαν τα σπορ. Οτιδήποτε ομαδικό… έπεφτε μπροστά του το δοκίμαζε. Ακόμα και βόλεϊ. Τον είχε κερδίσει από μικρό το μπάσκετ. Εκείνοι οι… γειτόνοι με τις μωβ και χρυσές φανέλες.
Εποχή “showtime” τα ‘80s για τους Λέικερς. Ινδαλμά του ο Μάτζικ Τζόνσον, ήρωές του και ο Καρίμ Αμντούλ-Τζαμπάρ, ο Τζέιμς Γουόρθι, ο σούτινγκ γκαρντ του Παναθηναϊκού στη δύση της καριέρας του, Μπάιρον Σκοτ.
Στο χάισκουλ Γουίλσον του Λονγκ Μπιτς, όπου είχε αναδειχθεί και η “κολώνα” των Τζαζ, Μαρκ Ίτον, ο Μάικ κατάλαβε ότι μπορεί να παίξει μπάσκετ σε σοβαρό επίπεδο. Στο NCAA συνειδητοποίησε κι ότι μπορεί να φτάσει στο ΝΒΑ.
Ο δρόμος για τον κόμπο φόργουορντ που έφτασε τα 204 εκατοστά και φορούσε πάντα στις ΗΠΑ το «24» δεν ήταν στρωμένος με ροδοπέταλα.
Οι βαθμοί του δεν ήταν καλοί και, όπως είπε στη συνέντευξή του στο «Novasports Exclusive», χρειάστηκε αρχικά να περάσει ένα προπαρασκευαστικό έτος στο χαμηλής κατηγορίας Λονγκ Μπιτς. Στα μέρη του. Μετά, είχε Αριζόνα Στέιτ. Και αλματώδη βελτίωση.
Στο κολέγιο που “έβγαλε” Σκοτ (να τος πάλι ο «Βύρωνας»!) και αργότερα Τζέιμς Χάρντεν, ο Μπατίστ έφτασε να βάζει 16.7 πόντους στην τελευταία χρονιά του. Τα υπόλοιπα νούμερά του ωστόσο, από τα ποσοστά στα δίποντα και τις βολές μέχρι τα ριμπάουντ και τα κοψίματα, σημείωσαν βουτιά. Λίγο η κάπως down χρονιά, λίγο το ότι δεν ήταν ούτε ακριβώς “3άρι” ούτε ακριβώς “4άρι”, πολύ περισσότερο η ρήξη χιαστού στο pre-draft camp του Σικάγου τον άφησαν στην απ’ έξω τον Ιούνιο του 1999.
Δεν άκουσε το όνομά του στο ντραφτ, στο τέλος του οποίου επελέγησαν ο… προκάτοχός του στον Παναθηναϊκό, Ρόντνεϊ Μπιούφορντ, και ακόμα πιο χαμηλά (προτελευταίος) κάποιος Μάνου Τζινόμπιλι. Έμεινε έναν χρόνο εκτός παρκέ, δούλεψε σκληρά. Και ξεκίνησε, σε επαγγελματικό επίπεδο δαύτος, από χαμηλά.
Καλώς τον «Τιραμόλα»
Σαρλερουά. Ταπεινή βελγική ομάδα μεν, ολόκληρη Ευρωλίγκα δε. Τη σεζόν 2000-2001, παρθενική της διοργάνωσης με τη σύγχρονη μορφή, δεν αντάμωσε με τον Παναθηναϊκό που την είχε κάνει για Σουπρολίγκα. Ήρθε όμως στο ΟΑΚΑ και κατέθεσε δείγμα γραφής.
Παίζοντας πλέον πιο κοντά στο καλάθι, ως “4-5άρι”, έκανε ένα εντυπωσιακό νταμπλ-νταμπλ 19 πόντων και 12 ριμπάουντ στην ήττα από την ΑΕΚ του κατοπινού του συνοδοιπόρου στην «πράσινη» φροντ λάιν, Δήμου Ντικούδη. Σε όλα ανεξαιρέτως τα παιχνίδια της κορυφαίας διοργάνωσης διψήφιος στο σκοράρισμα και με 31 πόντους κόντρα στην Τσιμπόνα, βρήκε συμβόλαιο στην Ιταλία. Έστω για τη νεοφώτιστη στα “σαλόνια” Μπιέλα.
Λίγο κάτω από τα σύνορα με τη Γαλλία και την Ελβετία απόλαυσε άλλη μια επιτυχημένη χρονιά. Απέκτησε και παρατσούκλι, «Τιραμόλα», επειδή βρισκόταν παντού κι έκανε διάφορα πράγματα. Η ομάδα του Πεδεμόντιου έχασε στην ισοβαθμία τα πλέι οφ, ο ίδιος περνούσε τον ελεύθερο χρόνο του βλέποντας… μπάσκετ στην τηλεόραση, με τον “τζάνκι” της Ευρωλίγκας συμπαίκτη (που πέρασε κι από τον Πανελλήνιο), Μαλίκ Ντίξον.
Είδε -σύμφωνα με δηλώσεις του στην «COSMOTE TV»– και το Final 4 του 2002, το οποίο είχε άλλωστε διεξαχθεί εκεί κοντά. Στη Μπολόνια. Είδε μια ομάδα με σήμα το τριφύλλι να σηκώνει μια παλληκαρίσια κούπα, μέσα στο “άντρο” του φαβορί. Και ζήλεψε. Με την καλή έννοια. Πού να ‘ξερε.
Πριν το… μοιραίο, το όνειρο. Το ΝΒΑ. Το 2002 είχε υπογράψει προσύμφωνο με τη Ρέτζο Καλάμπρια στη γείτονα, εξαργυρώνοντας την καλή χρονιά του στον ιταλικό βορρά, μα έσκασε ολόκληρο τζακ ποτ.
Στο τηλέφωνο ο Τζέρι Γουέστ. Το logo του ΝΒΑ, ο θρύλος των θρύλων των αγαπημένων του Λέικερς, ως Πρόεδρος πια των Γκρίζλις. Μέμφις λοιπόν. Ένα καλοκαίρι μετά την άφιξη του Αντώνη Φώτση εκεί.
Πίσω στο “3” (με ολίγη από “4”) ο Μπατίστ, σε μια ομάδα που είχε τον νεαρό και ήδη κυρίαρχο Πάου Γκασόλ στη φροντ λάιν -και βοηθούς προπονητές τον Τζέι Τζέι Άντερσον, με πέρασμα στα νιάτα του από τον Άρη, αλλά και τον Σκοτ Ροθ. Με θητεία, ναι, στον Παναθηναϊκό. Επί «Τάφου του Ινδού».
Έπαιξε σε 75 από τους 82 αγώνες των «Αρκούδων», είχε 16 λεπτά μέσης συμμετοχής και μέσους όρους 6.4 πόντων και 3.4 ριμπάουντ. Είχε και κανονικότατο ρόλο δηλαδή. Όχι όμως και μέλλον, έχοντας υπογράψει μονοετές συμβόλαιο. Κι έτσι έφτασε στα μέρη μας, σε ένα γήπεδο όχι πολύ καλύτερο από τη Λεωφόρο.
Ο επιμένων κατανικά
«Το γήπεδο είναι μέσα σε πολυκατοικία;», ρώτησε έντρομος τον φροντιστή Λεωνίδα Ζαρμακούπη, ο οποίος τον είχε πάει πρώτη φορά στο παλαιικό κλειστό του Σπόρτιγκ. Στην αυτοβιογραφία του, «Η ιστορία ενός Πρωταθλητή», την οποία επιμελήθηκε ο Κώστας Σωτηρίου, ο Μπατίστ δεν παραλείπει να εκφράσει την έκπληξη που ένιωσε στην πρώτη του επίσκεψη στα Πατήσια.
Το ΟΑΚΑ είχε κλείσει ώστε να ανακαινιστεί εν όψει Ολυμπιακών Αγώνων, το μπάτζετ του Παναθηναϊκού είχε πέσει αισθητά. Enter Batiste. Ψώνια σε δεύτερο συναπτό θέρος από το Μέμφις (Μπιούφορντ), κάμποσοι μήνες, αν όχι χρόνια, αναμονής ώστε να καταστεί σαφής και αδιαμφισβήτητη η χρησιμότητά του.
Στο τηλέφωνο το 2003 ήταν πια ο Δημήτρης Ιτούδης για να υποβάλει την πρόταση. Ο προϊστάμενός του, ο Ζέλικο Ομπράντοβιτς, επέλεξε έναν φόργουορντ-σέντερ στο ύψος του αγαπημένου του Κόρνι Τόμπσον στην Μπανταλόνα (που ήταν πολύ-πολύ περισσότερα από ένας χοντρούλης που έβαλε ένα τρίποντο), διαβλέποντας τις προοπτικές του. Ο δε Έλληνας ατζέντης του, ο Νίκος Λώτσος, τον είχε πάει και στο Βέλγιο και στην Ιταλία.
Ζήτησε το «24» , σε εποχές ακόμη που η αρίθμηση στη «Γηραιά Ήπειρο» εκτεινόταν από το «4» έως το «15». Ξεκίνησε από το «4» (κοτζάμ Αλβέρτη), έφτασε στο «8» για να βρει ένα κενό νούμερο και να το καπαρώσει. Με αυτό στην πλάτη θα έγραφε ιστορία.
Η αρχή ήταν δύσκολη και για τις δύο πλευρές. Κύπελλο, στο Λουτράκι το τιμωρημένο «Τριφύλλι». Ποιος Απόλλων Πατρών, ε; Να μια ξεγυριστή 40άρα (!) από τον αντίπαλο φόργουορντ, Ντόντε Τζόουνς, και μια σβουριχτή -μετά αποκλεισμού- σφαλιάρα.
Ο «πράσινος» φόργουορντ ξεκίνησε καλύτερα στην Ευρωλίγκα με 20άρα στο Κάουνας απέναντι στη Ζαλγκίρις του Άρβιντας Σαμπόνις, μα η συνέχεια εξελίχθηκε ζόρικα. Στο Top 16 έπεσε στους 4.5 π. σε μόλις 12’, το καλοκαίρι ψάχτηκε για επιστροφή στο ΝΒΑ.
Δεν βρήκε εκείνο που ήθελε. Αυτό που του ταίριαζε το είχε ήδη. Απλώς δεν το ήξερε. Γύρισε στην Αθήνα με λιγότερα λεφτά, άφησε πίσω διάφορους μικροτραυματισμούς (στον ώμο, τον αστράγαλο, τον προσαγωγό) που τον είχαν ταλαιπωρήσει στην παρθενική του σεζόν, πήρε κι άλλα δωρεάν μαθήματα από τον παρτενέρ του.
Σέντερ (ακόμη) δίπλα στον πάουερ φόργουορντ (ακόμη) Μπατίστ έπαιζε ο Ντάριλ Μίντλετον. Οριακά πάνω από τα 2μ., οριακά κάτω των 40 ετών, αλλά τέρας δύναμης και πανέξυπνος.
Ο νεαρός συμπατριώτης του έγινε κι αυτός, προϊόντος του χρόνου, ένας undersized σέντερ, με IQ πολύ πάνω από τον μέσο όρο. Πιο εκρηκτικός φυσικά από τον γερο-Μίντλετον, τελείωνε τα πικ εν ρολ με βροντερά καρφώματα -και απειλούσε κι από μέση απόσταση με αξιόπιστο σουτάκι.
Την πρώτη διετία του ο Αμερικανός ψηλός είχε πάρει και 58 προσπάθειες για τρίποντο (ευστοχώντας στα 20) στην Ευρωλίγκα. Στις επόμενες οκτώ που έμελλε να περάσει στα «πράσινα», πήρε μόλις 52. Τη ζημιά στους αντιπάλους την έκανε από πιο κοντά, έχοντας παρτενέρ πια τον Κώστα Τσαρτσαρή, τον Φώτση αλλά και τον άρχοντα του λόου ποστ, Νικόλα Πέκοβιτς.
Παραμύθι με happy end
Η ισχύς βέβαια του Παναθηναϊκού εκείνα τα χρόνια, η ειδοποιός διαφορά με τις υπόλοιπες τοπ ομάδες, εντοπιζόταν στην περιφέρεια και δη στους δημιουργούς του. Η τελειοποίηση του πικ εν ρολ επί «Ζοτς» έλαβε χώρα με τους Διαμαντίδη και Μπατίστ απλώς να μη σταματιούνται. «Δημήτρης στον Μάικ», κατά το «Stockton to Malone» κάποτε στη Γιούτα. Στον ρόλο του πρώτου βάλτε και τον “αδερφό” του (και συνήθη συγκάτοικο), τον Βασίλη Σπανούλη, τον Σαρούνας Γιασικεβίτσιους…
Στην άμυνα ο Αμερικανός άλλαζε στα σκριν και κυνηγούσε και στην περιφέρεια, στην άλλη πλευρά εξελίχθηκε και σε έναν από τους καλύτερους επιθετικούς ριμπάουντερ. Οι εγχώριοι τίτλοι σπανίως χάνονταν (οκτώ συνεχή Πρωταθλήματα έφτασε να κατακτήσει), σύντομα ήρθαν και οι ευρωπαϊκοί. Όταν έμαθε να βγάζει τον καλύτερό του εαυτό και στα Final 4…
Το 2005 είχε μπλεχτεί στον ημιτελικό ανάμεσα στην ακόμα μεγαλύτερη αθλητικότητα του Μασέο Μπαστόν και την ευφυΐα του Νικόλα Βούιτσιτς και έμεινε non factor, με δύο ποντάκια. Τον είχε καταβάλει και το άγχος, το οποίο ήταν… απόν δύο χρόνια αργότερα μέσα στο ΟΑΚΑ: “διπλός” (15 π., 12 ρ.) σε αγώνα που έληξε 67-52 με την Μπασκόνια, 12 πόντοι και στην ΤΣΣΚΑ, κούπα.
Σε εκείνη του 2009, στον… ημιτελικό των ημιτελικών, με τον Ολυμπιακό των Τσίλντρες και Παπαλουκά (και Βούιτσιτς!), ήταν ο πολυτιμότερος βάσει ranking. Τρίτη του Ευρωλίγκα το 2011, με 16+18 πόντους και 7+6 ριμπάουντ απέναντι στις Σιένα και Μακάμπι. Ενδιάμεσα, το 2010, είχε ζήσει την πιο παραγωγική ευρωπαϊκή χρονιά του, με 15.5 πόντους, αλλά και την ψήφισή του ως MVP των ελληνικών τελικών. Διάκριση που έλαβε και το επόμενο έτος.
Δεν ήταν όλα παραμυθένια, δεν είναι μία αγιογραφία αυτή που διαβάζετε. Είχε και τις άσχημες, δυσάρεστες, εγκληματικά επικίνδυνες στιγμές του. Εκείνο το τροχαίο με εγκατάλειψη στη Λεωφόρο Κηφισίας, όταν παρέσυρε δίκυκλο, προτού πέσει (έχοντας πιει πάνω από το όριο) λίγο μετά σε διαφημιστική πινακίδα. Εκείνο το πάτημα του πεσμένου στο παρκέ Σάσο Όζμπολτ στο κεφάλι, σε έναν αγώνα με την Ολίμπια στη Λιουμπλιάνα. Απολογήθηκε ξανά και ξανά ο Μπατίστ για την αψυχολόγητη ενέργειά του.
Το 2012, όταν άνοιξε η πόρτα της μεγάλης εξόδου με την αποχώρηση του Ομπράντοβιτς (και έμειναν πίσω μόνο ο Διαμαντίδης με τον Τσαρτσαρή), ο Αμερικανός πήγε στη Φενερμπαχτσέ. Όταν πήγε και ο «Ζοτς» στα «Καναρίνια», εκείνος γύρισε πίσω. Έκλεισε την καριέρα του το 2014, έχοντας πλέον -υπηρεσιακό- προπονητή τον φίλο του, Φραγκίσκο Αλβέρτη. Σε διερευνητικές συζητήσεις που είχε αρκετά χρόνια αργότερα με τον «Φράγκι» (ως διοικητικό στέλεχος) όπως και με τον Διαμαντίδη για να γίνει προπονητής στην αγαπημένη του(ς) ομάδα, δεν προχώρησε το πράγμα.
Την καριέρα τεχνικού την ακολούθησε στην πατρίδα του, άμα το κρέμασμα της φανέλας του. Ασίσταντ στους Κάντον Τσαρτζ της G-League το 2014 υπό τον Τζόρντι Φερνάντεθ (χεντ κόουτς πια σε εθνική Καναδά και Μπρούκλιν), μετά Νετς, Χόρνετς, Μάτζικ, Γουίζαρντς, Ρόκετς, Ράπτορς. Πάντα βοηθός, εξειδικευμένος και στη δουλειά με τους ψηλούς της εκάστοτε ομάδας του.
Αυτός, ένας ημίψηλος που “ψήλωσε”, ερχόμενος στην Ελλάδα, και μαζί του ανέβηκε ακόμα ψηλότερα και ο Παναθηναϊκός. «Έστρωσα τον δρόμο και για άλλους Αμερικανούς με τα χαρακτηριστικά μου να πετύχουν στην Ευρώπη. Δείτε τον Κάιλ Χάινς, το υπόδειγμα “κοντού” σέντερ επί σειρά ετών», όπως είπε και στο «basketnews.com».
Κάθε τρεις και λίγο στην Αθήνα είναι. Κι ας μην έγινε τυπικά Έλληνας ο «Μιχάλης» του «πράσινου» κοινού, ενώ κάποια στιγμή είχε μπει σε μια σειρά η διαδικασία της απόκτησης ιθαγένειας. Στην Εθνική δεν έμελλε να παίξει. Έγινε όμως ο ήρωας του πιο επιτυχημένου ευρωπαϊκού συλλόγου στα χρόνια που πέρασε στην… από δω πλευρά του Ατλαντικού.
Το βράδυ της επιστροφής του στο ΟΑΚΑ ως αντίπαλος, με τη φανέλα της «Φενέρ», έμεινε κόσμος -που ήθελε να τον αποθεώσει- έξω. Ήταν άλλα παιδιά πλέον που άκουγαν το ευχάριστο βουητό, μια επαναλαμβανόμενη βασικά λέξη, από ένα γεμάτο γήπεδο και έκαναν τα δικά τους όνειρα.
«Μάικ! Μάικ! Μάικ»!
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Γιώργος Καλαϊτζής: Η ζωή με τον Ζέλικο
Άκης Παναγιωταράς: Βερολίνο: Πρωταθλητής δια πυρός και σιδήρου