Το περίφημο Μπλε Τρένο του, με το οποίο είχε συνταξιδεύσει με εξηντατόσους άλλους Κυβερνήτες κρατών, έφτασε επιτέλους στο Βελιγράδι. Τούτη τη φορά, μετέφερε τη σορό του.
Ο Γιόσιπ Μπροζ, γνωστός σε όλη την υφήλιο ως «Τίτο», όδευε προς την τελευταία κατοικία του. Μυριάδες κόσμου ήταν εκεί ώστε να αποχαιρετήσουν τον Γιουγκοσλάβο στρατάρχη και πολιτικό ηγέτη επί τέσσερεις σχεδόν δεκαετίες. Και οι Πρόεδροι και Πρωθυπουργοί εκατοντάδων χωρών ήταν εκεί, στην κηδεία που εκτιμάται ότι είχε συγκεντρώσει περισσότερους τέτοιους από κάθε άλλη στην ιστορία.
Και ο Πρέντραγκ Ντανίλοβιτς ήταν εκεί.
Η μητέρα του είχε ταξιδέψει οργανωμένα, με την εταιρεία της, ώστε να αποτίσει τον δικό της φόρο τιμής στον ηγέτη, μεταξύ άλλων, των Παρτιζάνων στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο 10χρονος γιος της, στον Μάιο του 1980 βρισκόμαστε, δεν έχασε την ευκαιρία.
Ποιος «Τίτο», ποια πολιτική, ποιο αβέβαιο μέλλον της ομόσπονδης Γιουγκοσλαβίας και ποιοι Παρτιζάνοι; Η… Παρτίζαν! Την ευκαιρία να δει την πόλη όπου έδρευε η αγαπημένη του ομάδα και να περάσει έστω έξω από το γήπεδό της άδραξε ο πιτσιρίκος από το Σαράγεβο.
Τότε ακριβώς, ξαποσταίνοντας μέσα στο βουβό πλήθος στο γρασίδι, έξω από το κλειστό των Crno-beli, οραματίστηκε τον εαυτό του να βάζει καλάθια μπροστά σε πολύ κόσμο. Πράγμα που έκανε. Στο Βελιγράδι, στην Μπολόνια, στο Μαϊάμι και το Ντάλας, στις τέσσερις γωνιές του κόσμου με τις εθνικές του. Την ενωμένη Γιουγκοσλαβία, τη Σερβία-Μαυροβούνιο, τη σκέτη Σερβία. «Τίτο» αποθανόντος…
Για μας στην Ελλάδα βέβαια, ο Ντανίλοβιτς ήταν ο παίκτης που αγαπούσαμε να μισούμε στα ’90s. Σταθερά αντίπαλος των κορυφαίων ελληνικών συλλόγων σε μεγάλα ευρωπαϊκά ραντεβού (από προημιτελικές σειρές μέχρι τελικούς) με τη φανέλα της Βίρτους, εκτελεστής της «επίσημης αγαπημένης» στα εθνικά συναπαντήματα.
Καλάθια που πόνεσαν, υψωμένα δάχτυλα προς την εξέδρα… Και δικές του απογοητεύσεις κάποιες στιγμές με Έλληνα υπεύθυνο βέβαια. Ο σούτινγκ γκαρντ με το μπλαζέ υφάκι και, στο μαλλί, ζελεδάκι. Κάπου εκεί σώνονταν (sic) τα υποκοριστικά για την ταλεντάρα που έκανε θραύση σε ανδρικό επίπεδο από έφηβος, για τον παικταρά που το έλεγε η καρδιά του στα κρίσιμα σημεία.
Η ανακάλυψη του «Νεάντερταλ» από τον «Ζοτς»
Περί υποκοριστικών ο λόγος και στις 26 Φεβρουαρίου του 1970 γεννιέται στο Σαράγεβο ο Πρέντραγκ Ντανίλοβιτς, κόντρα στη… θέληση της μητέρας του. Η διαφωνία ως προς το -βαφτιστικό- όνομα, το οποίο αποτελεί επιλογή του μπαμπά. Περνάει τελικά της μαμάς, η οποία τον καθιερώνει με το χαϊδευτικό (και ξεκούδουνο, μια και οι Αλεξάνταρ είναι που αποκαλούνται έτσι) «Σάσα».
Σερβοβόσνιοι οι γονείς, φανατικά υποστηρίζων τον Ερυθρό Αστέρα ο πληθυσμός πέριξ του Σαράγεβου. Και η ίδια η φαμίλια Ντανίλοβιτς ερυθρόλευκων αποχρώσεων είναι.
Ο Σάσα πάει κόντρα στο οικογενειακό ρεύμα και υποστηρίζει την Παρτίζαν. Αγαπημένος του παίκτης είναι ο (πάουερ φόργουορντ) Μπόμπαν Πέτροβιτς, μα λόγω θέσης θαυμάζει και το αστέρι της. Τον Ντράγκαν Κιτσάνοβιτς, με το «5». Αυτό που θα γίνει και δικό του συνώνυμο λίγα χρόνια αργότερα. Σε μαύρο φόντο επίσης.
Την ίδια εποχή ομαδάρα έχει και η τοπική Μπόσνα, Πρωταθλήτρια Ευρώπης άλλωστε το 1979, με τον σούπερ σκόρερ Μίρζα Ντελίμπασιτς, έτερου αγαπημένου παίκτη του. Έχοντας σκληραγωγηθεί στα ανοιχτά γήπεδα και το streetball, ο ψηλόλιγνος Σάσα πατάει και σε παρκέ με τις μικρές ομάδες του συλλόγου από το Σαράγεβο.
Το καλοκαίρι του ’85 μαζεύονται διάφορα ταλέντα από κάθε γωνιά της Γιουγκοσλαβίας στο Ζλάτιμπορ και, τύχη αγαθή, εκεί βρίσκεται, παρακολουθώντας μαθήματα προπονητικής, ένας-κάποιος Ζέλιμιρ Ομπράντοβιτς. Παρακολοθεί και τον Ντανίλοβιτς σε έναν αγώνα επίδειξης ο πλέι μέικερ της Παρτίζαν και του πέφτει το σαγόνι.
Δίνει ραπόρτο στον ασίσταντ κόουτς, Ντούσκο Βουγιόσεβιτς, ίδια η εντύπωση που κάνει στον «Ντούλε». Χωρίς πολλά-πολλά, τον θέλουν στο Βελιγράδι. Θέλει κι ο ίδιος, δεν θέλει όμως η Μπόσνα του Προέδρου Ντελίμπασιτς, η οποία έρχεται σε κόντρα με την Παρτίζαν του Αντιπροέδρου Κιτσάνοβιτς!
Στα 16 του όντως μετακομίζει στην πρωτεύουσα, αλλά στην εποχή των πανίσχυρων δελτίων ο μικρός αναγκάζεται να μείνει έναν χρόνο εκτός δράσης. Η “καμπάνα” γίνεται διετής, τα μαζεύει και φεύγει για ένα χάισκουλ στο Κούκβιλ του Τενεσί. Επτά μήνες αργότερα τα μαζεύει κι από κει και γυρίζει στο Βελιγράδι. Δεν τους “έβλεπε” καν συμπαίκτες και αντιπάλους. Τόσο ανώτερος ήταν…
Το επίπεδο είναι πολύ ανταγωνιστικότερο στα πάτρια εδάφη. Διψασμένος για μπάσκετ, τα δίνει όλα στις προπονήσεις -ακόμα και οκτώ ωρών την ημέρα- και ακούει να τον αποκαλούν ο «Νεάντερταλ από το Σαράγεβο». Φτάνει τα δύο μέτρα, εξελίσσεται σε έναν σούτινγκ γκαρντ μπροστά από την εποχή του. Δυνατός και καλός αμυντικός, φτάνοντας στο καλάθι και από τον αριστερό διάδρομο (που τον προτιμά κιόλας, παρότι δεξιόχειρας), ταυτόχρονα αξιόπιστος σουτέρ από μακριά.
Είναι να μην ξεκινήσει να παίζει. Προωθείται αμέσως στην πρώτη ομάδα, προλαβαίνει τους Ντίβατς και Πάσπαλ, προτού φύγουν για το ΝΒΑ, συνθέτει το περιφερειακό δίδυμο των Σάσα που θα γράψει ιστορία. Ο Τζόρτζεβιτς είναι ο αλέγκρος “άσος”, ο Ντανίλοβιτς το ρομποτοειδές “δυάρι” που τα κάνει όλα. Έχει προωθηθεί και ο “μεγάλος αδερφός” του, ο «Ντούλε» Βουγιόσεβιτς, στην άκρη του πάγκου, μια χαρά.
Κατάκτηση του εγχώριου Κυπέλλου και του Korać το 1989, με τον ίδιο διψήφιο και στους δύο Τελικούς με την Καντού στα 19 του. Σπάσιμο ποδιού την επόμενη σεζόν και καταποντισμός της αποδυναμωμένης ομάδας του, επιστροφή με 15 πόντους μέσο όρο το 1990-1991. Ώρα, πια, για εκτόξευση.
Η Ευρώπη ως λάφυρο, η Μπολόνια ως πεπρωμένο
Στον Τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών του 1992 αξέχαστο μένει το νικητήριο τρίποντο του Τζόρτζεβιτς… και φυσικά η όλη παραμυθένια πορεία των παιδιών του πολέμου και του ρούκι κόουτς, Ζέλικο Ομπράντοβιτς. Με έδρα τη Φουενλαμπράδα, έξω από τη Μαδρίτη.
Μοναδικό παιχνίδι της (ξεσπιτωμένης λόγω εμφυλίου) Παρτίζαν που διεξάγεται στο Βελιγράδι, ο προημιτελικός με τη Βίρτους Μπολόνια.
Επικρατεί της ιταλικής ομάδας, ο Ντανίλοβιτς υπογράφει το 2-1 εκτός έδρας με 23άρα και το καλοκαίρι γίνεται παίκτης της, σημαδεύοντας ακόμα περισσότερο τη δική της ιστορία.
Αφού βέβαια πρώτα έχει ψηφιστεί MVP του Final 4, χάρη στο νταμπλ-νταμπλ στον ημιτελικό με την Ολίμπια Μιλάνο (22 π., 10 ρ.) και τους 25 πόντους στο 71-70 επί της Μπανταλόνα.
“Σκουπίζει” και τον Ερυθρό Αστέρα του Μπόμπαν Γιάνκοβιτς στους εγχώριους τελικούς, βγάζει σκούπα και στους τέσσερεις γύρους των πλέι οφ του 1993, στην Ιταλία με τη Βίρτους πλέον. Τα 900.000 που του δίνει ετησίως ο νέος Πρόεδρος, Αλφρέντο Κατσόλα, αίφνης μοιάζουν λίγα.
Σβήνει στους ιταλικούς τελικούς κοτζάμ Τόνι Κούκοτς της Μπένετον Τρεβίζο, οδηγεί τη Βίρτους (που προέρχεται από εννιαετή “ανομβρία”) σε τρεις συναπτές κατακτήσεις Πρωταθλήματος. Στην Ευρώπη, κάθε χρονιά μένει στους «8». Μία η Ρεάλ, μία ο Ολυμπιακός, μία ο Παναθηναϊκός, τον κρατάνε μακριά από το Final 4.
Φροντίζει βέβαια ο ίδιος να μας τιμωρεί σε εθνικό επίπεδο… Το 1995 κατακτά το Ευρωμπάσκετ μέσα σε ένα ΟΑΚΑ που παραληρεί με τα «FIBA-FIBA, f@*& off» εναντίον των Σέρβων (και Μαυροβούνιων). Κάνει κι ένα μνημειώδες κάρφωμα στον Τελικό με τη Λιθουανία μπροστά στον Άρβιντας Σαμπόνις, τρίβει στη μούρη των Ελλήνων φιλάθλων το Χρυσό του μετάλλιο.
Αυτός έχει κάνει τη ζημιά στην Εθνική στον ημιτελικό που έχει προηγηθεί, με 19 πόντους. Λίγο πάνω από τον μέσο όρο του των 17.4 στη διοργάνωση. Πρώτος σκόρερ μιας ομάδας που έχει Τζόρτζεβιτς (των 41 π. στον Τελικό), Μποντιρόγκα, Ντίβατς και της Παναγιάς τα μάτια, ο Ντανίλοβιτς ανεβαίνει στο ψηλότερο βάθρο για τρίτη φορά.
Πρωταθλητής Ευρώπης, βλέπετε, και το 1991 στη Ρώμη αλλά και το 1989 στο Ζάγκρεμπ. Με μια χρονιά επαγγελματικού μπάσκετ στα πόδια του! Πουλέν και του Ντούσαν Ίβκοβιτς κοινώς, ο οποίος δεν χαμπάριαζε από ηλικίες και παραστάσεις.
«Ζάγκρεμπ» είπαμε, ε; Πόλη πια της Κροατίας εν έτει 1992, ζει εκεί την πιο δύσκολη εμπειρία του ως παίκτης. Ο εμφύλιος μαίνεται και πέφτει σε δαύτον ο κλήρος να γίνει ο πρώτος Σέρβος που θα αγωνιστεί επί κροατικού εδάφους μετά τη διάσπαση. Οκτώ χιλιάδες άνθρωποι μαζεύονται όχι για να δουν μπάσκετ αλλά για να βρίσουν, να φτύσουν, να κάνουν τη ζωή δύσκολη στον εχθρό.
Ο Σάσα είναι άστοχος και η νέα του ομάδα, η Βίρτους, χάνει με 16 πόντους από την Τσιμπόνα. Το κρατάει μέσα του… και ξεσπάει στον δεύτερο γύρο, ως ο κορυφαίος στην ξεγυριστή 40άρα επί των πρώην συμπατριωτών του (109-69). Το έχει γενικώς αυτό. Να μην ξεχνά…
Τι να του πουν και τα Αμερικανάκια…
Δεν έχει ξεχάσει ούτε το μάλλον δυσάρεστο πέρασμα από το αμερικανικό χάισκουλ, όταν μεταπηδάει στο ΝΒΑ. Ντραφτ πικ δεύτερου γύρου το 1992 για λογαριασμό των Γουόριορς, ο Ντανίλοβιτς και τα δικαιώματά του έχουν στο μεταξύ περάσει στο Μαϊάμι (από ένα τρέιντ για τον Ρόνι Σεϊκέλι), όταν το 1995 υπογράφει τετραετές συμβόλαιο. Για 8 εκατ. δολάρια, αλλά και με βαριά καρδιά.
Δεν γουστάρει τον τρόπο ζωής στις ΗΠΑ, δεν συγχρωτίζεται με συμπαίκτες και γενικότερα κόσμο, δεν τρελαίνεται με το μπάσκετ που παίζεται. Ακόμα κι έτσι, ακόμα και σε μια εποχή που μεγαλύτεροι Ευρωπαίοι σταρ κι από αυτόν τα έχουν βρει μπαστούνια εκεί και παρκάρονται στον πάγκο, ο Σάσα θα το κάνει το κομμάτι του.
Κάνει δικό του το “2” στους Χιτ του Πατ Ράιλι, γίνεται πενταδάτος, βάζει 13.4 πόντους με 44% στα τρίποντα παρακαλώ. Ο τύπος είναι κανονικός “Νεάντερταλ”, πού να μασήσει… Εδώ, στο ντεμπούτο του πλακώνεται με τον Κρις Μιλς των Καβαλίερς και αποβάλλεται! Ανταποδίδει την αγκωνιά του αντιπάλου του, απαιτεί και κερδίζει άμεσα τον σεβασμό.
Δυστυχώς, λίγο μετά από μια 30άρα (!) στο Φοίνιξ τον Δεκέμβριο, υποτροπιάζει στον πονεμένο από την Ιταλία δεξιό του καρπό. Προσπαθεί να το πάει συντηρητικά, δεν αποφεύγει το χειρουργείο. Μένει έξω τέσσερεις μήνες, ίσα που προλαβαίνει να γυρίσει για τα πλέι οφ. Εκεί όπου περιμένουν οι αφηνιασμένοι Μπουλς, τη χρονιά της επιστροφής του Μάικλ Τζόρνταν. Το 3-0 του Σικάγο δεν αποφεύγεται, παρά την απραξία πάντως και το ότι έρχεται από τον πάγκο, βάζει 15 ποντάκια στο Game 2 απέναντι στον «MJ».
Παραμένει και την επόμενη σεζόν σε διψήφιους μέσους όρους, μάλιστα σε μια εκκωφαντική νίκη στο ντέρμπι της Ανατολής με τους Νικς βάζει 21 πόντους μέσα στο Garden με 7/7 τρίποντα!
Τον Απρίλιο στέλνεται στο Ντάλας, παίρνει κι εκεί το αγαπημένο του «5», μια και ο Τζέισον Κιντ έχει φύγει για Φοίνιξ μετά την πρώτη του θητεία στο Τέξας, τα πάει ακόμα καλύτερα.
Ανεβάζει τον μέσο όρο πόντων του στους 16.6 στις έξι εμφανίσεις με τις οποίες κλείνει τη σεζόν, θεωρεί ότι έχει κλείσει τον κύκλο του στις ΗΠΑ. Βασικά, τον δελεάζει περισσότερο η επιστροφή στην αγαπημένη του Μπολόνια, ώστε παρατάει τα 4.9 “χαρτιά” που έχει ακόμη λαμβάνειν στο συμβόλαιό του στο ΝΒΑ και λέει «si» στα 6 καθαρά (που γίνονται σχεδόν 9 με τα μπόνους) για μία ακόμα τριετή συνεργασία που του προσφέρει η Βίρτους.
Το προηγούμενο καλοκαίρι, του 1996, έστω και επί του… ανυπόφορου αμερικανικού εδάφους (Ατλάντα γαρ), έχει φτάσει και σε Τελικό Ολυμπιακών Αγώνων. Ως ο πρώτος σκόρερ, μακράν, της Εθνικής του, με 16.8 πόντους. Ως ο κορυφαίος (19 π.) και στον ημιτελικό που κατατροπώνει πάλι τη «Lietuva» των Σαμπόνις και Μαρτσουλιόνις, σε χαμηλό τέμπο και σκορ τούτη τη φορά (66-58).
Πάνω από Μπάτζο και Γουίλκινς, σαν τον Πλατινί
Το λοιπόν, το 1997 γυρίζει στη Βίρτους. Είναι το καλοκαίρι που στέφεται για τέταρτη φορά Πρωταθλητής Ευρώπης με τους «Γιούγκους», ρίχνοντας άλλη μια 20άρα στην Ελλάδα στον ημιτελικό του Palau Sant Jordi της Βαρκελώνης.
Στο τέλος εκείνης της σεζόν, άνοιξη πια του 1998, στέφεται για δεύτερη φορά Πρωταθλητής Ευρώπης σε διασυλλογικό επίπεδο. Πού; Πάλι στο Palau Sant Jordi! Απέναντι σε ποιον; Πάλι απέναντι σε ελληνική ομάδα!
Στεναχωρεί τον φίλο του από την πρώτη του θητεία στην Μπολόνια, Κλάουντιο Κολντεμπέλα, και οι 13 πόντοι του ζυγίζουν χρυσάφι στον πιο φτωχό Τελικό όλων των εποχών, με σκορ 58-44… Θύμα τού Σέρβου και του Έτορε Μεσίνα, με τον οποίον ξανασμίγει, η ΑΕΚ του Γιάννη Ιωαννίδη.
Απολαμβάνοντας συμβόλαιο πιο πλουσιοπάροχο (sic) και από του Ρομπέρτο Μπάτζο, ο οποίος επίσης το 1997 έχει μετακομίσει στην Μπολόνια (κάνοντας μάλιστα ατομικό ρεκόρ σκοραρίσματος στη Serie A), o -τρόπος του λέγειν- φίλος μας δεν έχει καν πετύχει ακόμη το μεγαλύτερό του κατόρθωμα στη συγκεκριμένη σεζόν.
Καλό το Ευρωπαϊκό, ακόμα καλύτερος για τους τιφόζι της Βίρτους ο εγχώριος τίτλος απέναντι στη μισητή συμπολίτισσα, Φορτιτούντο. Στην πιο συναρπαστική σειρά όλων των εποχών, το Πρωτάθλημα κατακτιέται στο πέμπτο ματς κι ενώ τρία προηγούμενα έχουν κριθεί στον πόντο ή το καλάθι.
Λίγα δευτερόλεπτα πριν το τέλος, η Κίντερ (η ονομασία από τον χορηγό) χάνει 72-68. Ο «Ψυχρός τσάρος», όπως αποκαλείται στην ασπρόμαυρη πλευρά της Μπολόνια ο Ντανίλοβιτς, σηκώνεται από τα 8μ. μπροστά στον Ντόμινικ Γουίλκινς. Τρίποντο. Και φάουλ!
Ο MVP όλης της χρονιάς ευστοχεί και στη βολή, στην παράταση σημειώνει άλλους πέντε πόντους και δίνει δύο ασίστ, δίνει εν τέλει τον τίτλο απέναντι στην ομαδάρα και του Ντέιβιντ Ρίβερς και του Κάρλτον Μάιερς, με τον οποίον οι μονομαχίες στη θέση “2” μένουν ιστορικές. Τον έχει στεναχωρήσει άλλωστε τον τελευταίο και στον Τελικό του Ευρωμπάσκετ 1997…
Παίζει συχνά πια και στο “3” ο Σερβοβόσνιος. Δεν πηγαίνει τόσο συχνά προς το καλάθι, μα βγαίνει πάντα ταχύτατα από τα σκριν και εκτελεί, ιδίως όταν η μπάλα καίει. Το 1999 αρκείται στο Κύπελλο Ιταλίας, δεν παραλείπει πάντως να επεκτείνει την πελατειακή του σχέση με την Τιμσίστεμ στον ημιτελικό του Final 4 της Ευρωλίγκας. Πριν δηλαδή την ήττα από τη Ζαλγκίρις.
Το 2000 φτάνει σε έναν άλλο ευρωπαϊκό Τελικό. Του Saporta. Και είναι σειρά της ΑΕΚ να πάρει ρεβάνς από την Μπάκλερ (πλέον) Μπολόνια.
Έχουν συσσωρευτεί κάμποσοι μικροτραυματισμοί, με 11+5 (με τις Εθνικές του, διότι είχε πάρει και το Ευρωπαϊκό Εφήβων το 1988, χώρια το Χάλκινο το 1999) τίτλους στο παλμαρέ του, νιώθει γεμάτος. Δίχως κίνητρο να συνεχίσει να αγωνίζεται.
Η είδηση της αποχώρησής του από την ενεργό δράση σε ηλικία μόλις 30 ετών σκάει σα βόμβα. Τι να κάνει όμως που τα… έκανε (και τα πήρε) όλα νωρίς; Ο Μεσίνα τον παρομοιάζει με τον Μισέλ Πλατινί, καθώς κι εκείνος είχε σταματήσει στο απόγειο της καριέρας του. Ο δε φανατικός μπασκετόφιλος και δη της Βίρτους, Λούτσιο Ντάλα, τραγουδάει για χάρη του στο αποχαιρετιστήριο παιχνίδι του.
Προεδριλίκια και μαχαιρώματα
Για πότε, αλήθεια, έφτασε από την γκαρσονιέρα που μοιραζόταν με τον Όλιβερ Πόποβιτς (σμολ φόργουορντ που έκλεισε την καριέρα του στο Μαρούσι) και το μεταχειρισμένο Renault 4 που αγόραζε με 500 βοσνιακά μάρκα από τον Ντάρκο Ρούσο (κατοπινό προπονητή των Απόλλωνα, Αμαρουσίου και Ηρακλή) να αποθεώνεται από την καλύτερη ομάδα της εποχής στην Ευρώπη και στην απόσυρση της φανέλας με το «5»;
Έγκυος και η γυναίκα του, στα μπετά το σπίτι τους στο Βελιγράδι… Ναι. Δεν χρειαζόταν άλλο να παίζει. Το σαράκι όμως εκεί. Μία που βγάζει τη φανέλα, μία που βάζει το σακάκι του παράγοντα. Αμέσως. Το 2000 χρίζεται Αντιπρόεδρος της Παρτίζαν, στην πραγματικότητα αυτός κάνει κουμάντο, με τον (Πρόεδρο) Ντίβατς -στα ντουζένια του- να αγωνίζεται ακόμη στο ΝΒΑ.
Παρακολουθεί τα παιχνίδια από τη φυσούνα για να μη βλέπει ο κόσμος τις έντονες αντιδράσεις του, επιστρέφει μετά από μικρή απουσία το 2007 ως -και με τη βούλα- Πρόεδρος. Αποχωρεί μονάχα για να κάτσει και στον προεδρικό θώκο της Σερβικής Ομοσπονδίας το 2016. Θητεία που ανανεώνεται το 2020.
Στο μεταξύ έχει γλυτώσει από του Χάρου τα δόντια το 2013. Ένας καβγάς σε καφενείο ξεφεύγει άσχημα. Ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού και φίλος του, Μπράνκο Φιλίποβιτς, τον χτυπάει στο κεφάλι με ένα τασάκι και σκάει η Αστυνομία. Ο Ντανίλοβιτς την διώχνει, μα τα αίματα έχουν μόλις ανάψει.
Μαχαιρώνεται στην κοιλιακή χώρα, οδηγεί μόνος του μέχρι το νοσοκομείο (!), η κατάστασή του χαρακτηρίζεται κρίσιμη για μερικές ημέρες. Γυρίζει σπίτι τελικά απλώς με μερικές πληγές, έχοντας αντικρίσει με το χαρακτηριστικό υπεροπτικό υφάκι του και τον θάνατο.
Από τα εννιά τατουάζ που έχει “χτυπήσει”, το αγαπημένο του είναι το πρώτο. Η μεγάλη αράχνη, στο αριστερό μπράτσο. «Φέρνει γούρι στην οικογένειά μου, όταν πετυχαίνω κάποια στο σπίτι ή το εξοχικό μου, δεν την σκοτώνω ποτέ. Το πολύ, να την μετακινήσω», έχει εξηγήσει.
Φρόντισε κι ο ίδιος να αφήσει τα παρκέ, πολύ προτού “αραχνιάσει”, έχοντας υφάνει ανθεκτικό ιστό που τράβηξε κάθε κούπα στο οπτικό του πεδίο.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: