Στα τέλη της δεκαετίας που σημάδεψε στο μπάσκετ περισσότερο από κάθε άλλον προπονητή ο Μπόζινταρ Μάλκοβιτς, κυκλοφορεί η ταινία «Στο μυαλό του Τζον Μάλκοβιτς».
Παραγωγής 1999, με έναν μαριονετίστα να ανακαλύπτει τούνελ που οδηγεί απευθείας στο μυαλό του ηθοποιού (που υποδύεται τον εαυτό του). Σύντομα καταφέρνει να το ελέγχει απόλυτα. Ακόμα κι αν το σουρεαλιστικό σενάριο έβρισκε εφαρμογή στην πραγματικότητα και κάποιος έμπαινε στο κεφάλι του Μπόζα, δύσκολα θα έβγαζε άκρη.
Παράλληλες πραγματικότητες στο δικό του σύμπαν δεν υπάρχουν. Υπάρχει η δική του φιλοσοφία… και οι υφιστάμενοί του, οι οποίοι καλούνται να την υπηρετήσουν. Ίσως αντιφατικό για έναν μαθητή του Άτσα Νίκολιτς, ο οποίος δίδασκε ότι ο προπονητής πρέπει να προσαρμόζεται στο εκάστοτε υλικό του.
Το έκανε, εν μέρει, και ο Μάλκοβιτς στα πρώτα του χρόνια ως χεντ κόουτς. Koτζάμ “αρχιτέκτονας” της Γιουγκοπλάστικα ήταν. Ακόμα και με αυτήν ωστόσο τις κούπες τις σήκωσε χάρη στην άμυνα. Αυτήν που έγινε το “Ευαγγέλιό” του προς την κατήχηση όλης της Ευρώπης επί σειρά ετών στο αργό μπάσκετ των λιγοστών κατοχών και των μικρών, στα όρια των παιδικών, σκορ.
Αν μη τι άλλο, ο τρόπος του ήταν αποτελεσματικός. Και συνάμα ιστορικός. Χάρισε μέσω της Λιμόζ σε ολόκληρη Γαλλία το πρώτο Κύπελλο Πρωταθλητριών ανάμεσα σε όλα τα μεγάλα ομαδικά αθλήματα (!), το επανέλαβε στην Ελλάδα με τον Παναθηναϊκό.
Οι 17 τίτλοι του, οι τέσσερεις (εξ αυτών) Ευρωλίγκες με τρεις διαφορετικούς συλλόγους, οι αμέτρητες ατομικές διακρίσεις τον χρίζουν αυθωρεί έναν από τους σπουδαιότερους τεχνικούς της «Γηραιάς ηπείρου».
Ο άνθρωπος που έδειχνε γηραιός, ακόμα κι όταν ήταν νεαρός, έτσι σοβαρός που εμφανιζόταν πάντα και πίσω από το αυστηρό προσωπείο του, έφτασε στην κορυφή και έμεινε σε αυτήν πιστός στα δικά του ιδανικά. Προτιμώντας να κερδίζει στους 55 πόντους παρά στους 110. Και έχοντας την ίδια συμπεριφορά απέναντι σε κάθε παίκτη, ακόμα κι αν ο ένας ήταν φτασμένος σταρ του ΝΒΑ και ο άλλος πρωτόπειρος έφηβος.
Παίκτης-οξύμωρο, ρυθμιστής τίτλου
Σέρβοι οι γονείς, κροατικό το έδαφος όπου γεννιέται. Επί Γιουγκοσλαβίας βέβαια, στις 20 Απριλίου του 1952. Στο Ότοτσατς, όπου υπηρετεί ο Αξιωματικός στον Γιουγκοσλαβικό Λαϊκό Στρατό πατέρας του. Για να μην αναρωτιέστε δηλαδή για τις καταβολές της στρατιωτικής πειθαρχίας, την οποία θα απαιτεί αργότερα από τους παίκτες του…
Μεγαλώνει από οκτώ ετών στο Κράλιεβο, όπου έχει μετατεθεί ο μπαμπάς. Την ποδηλασία γουστάρει και εξασκεί, από τα 12 του ταλαιπωρεί και την πορτοκαλί μπάλα. Κατά δική του δήλωση, είναι τόσο κακός αμυντικός (!), ώστε αντιλαμβάνεται από νωρίς ότι δεν έχει μέλλον ως παίκτης στη Σλόγκα, ομάδα που θα γίνει γνωστή από τον Βλάντε Ντίβατς.
Προτού καν γίνει 19 ετών, ιδρύει μαζί με μερικούς φίλους του την Ούστσε. Στην ομώνυμη γειτονιά του Βελιγραδίου, όπου κατοικούν κυρίως στρατιωτικοί με τις φαμίλιες τους, ένας πατέρας σκοτώνει το παιδί του. Σοκ. Η εγκληματικότητα έχει αυξηθεί αισθητά κι εκεί, ο μικρός σύλλογος φτιάχνεται και για να διοχετευθεί η ενέργεια της νεολαίας σε ακίνδυνα, συνάμα γόνιμα μονοπάτια.
“Νεολαίος” και ο Μπόζα, εκεί πλάθει το προπονητικό του ταλέντο επί έξι χρόνια. Στο ανοιχτό γηπεδάκι, συχνά υπό βροχή. Περνάει από τα τμήματα υποδομής του Ερυθρού Αστέρα, τον καλεί ο Μπάτα Τζόρτζεβιτς στη Ραντνίτσκι ως βοηθό. Εγκαταλείπει οριστικά τις σπουδές στη Νομική, διαδέχεται τον μπαμπά του Σάσα στην άκρη του πάγκου, όταν εκείνος αποχωρεί το 1980.
Τα οικονομικά προβλήματα οξέα, οι απληρωσιές φτάνουν τους πέντε μήνες, ουσιαστικά γίνεται πρώτος προπονητής ελλείψει (ενδιαφέροντος) άλλου. Κερδίζει την Τσιμπόνα στο τέλος της σεζόν, χαρίζει τον τίτλο -σε εποχή δίχως πλέι οφ- στην Παρτίζαν!
Άλλη μια χρονιά στον σύλλογο του Βελιγραδίου, ολιγόμηνο πέρασμα από κάποια Λίφαμ στη Β’ κατηγορία, πίσω στον Αστέρα ως βοηθός του θρυλικού Ράνκο Ζεράβιτσα για μία τριετία. Θρυλικότερος (sic) o Άτσα Νίκολιτς, ο οποίος τον συστήνει το 1986 στη Γιουγκοπλάστικα. Τον “προφεσόρ” θέλουν στο Σπλιτ, εντούτοις εκείνος έχει αποφασίσει να αποσυρθεί από την προπονητική. Προσλαμβάνεται ως σύμβουλος και παίρνει για τεχνικό το πουλέν του.
Φτιάχνοντας μια δυναστεία
Όχι ότι στη Γιουγκοπλάστικα πετάνε τη σκούφια τους για τον “άγραφο” προπονητή. Αποτείνονται πρώτα σε άλλους, ανάμεσά τους στον φρέσκο πρωταθλητή με τη Ζάνταρ, Βλάντε Τζούροβιτς, ο οποίος επιλέγει τον Ερυθρό Αστέρα. Το “καλωσόρισμα” στον Μάλκοβιτς έρχεται εμμέσως από τον Ράτζα. Μεγάλο στόμα από μικρός, κατακρίνει την πρόσληψη ενός… ασίσταντ (στην προηγούμενη δουλειά του) κόουτς.
Όλοι μαζί μεγαλώνουν. Τόσο γρήγορα και τόσο εντυπωσιακά, ώστε φτάνουν σε διαδοχικές κατακτήσεις του Πρωταθλητριών. Ο Μπόζα, ο Ντίνο, ο Τόνι Κούκοτς… Αφού πρώτα ο νεόκοπος τεχνικός έχει ξεπεράσει τη δική του απειρία, τις δικές του εύλογες φοβίες, κατά πώς θα παραδεχτεί χρόνια αργότερα στην κρατική τηλεόραση (RTS).
«Στο πρώτο ματς με την Παρτίζαν με πλησίασε ο πρόεδρός της, Ντράγκαν Κιτσάνοβτς. “Χέστηκες ήδη πάνω σου;”, μου έκανε. Στο ημίχρονο που χάναμε, αναρωτήθηκα μήπως δεν κάνω για μία τόσο αγχωτική δουλειά. Ήταν η τελευταία φορά».
Το πρώτο καλοκαίρι παίρνει για βασικό “άσο” έναν ακόμα άσημο παίκτη, τον Ζόραν Σρετένοβιτς, γνώριμό του (και ρεζέρβα εκεί) από τον Αστέρα. Το 1987 κάνει μια ενεσούλα εμπερίας με έναν Μαυροβούνιο σμολ φόργουορντ, ονόματι Ντούσκο Ιβάνοβιτς, αυτό ήταν. Το εκρηκτικό μείγμα έχει φτιαχτεί.
Κούκοτς και Ράτζα επιστρέφουν… άνδρες από το δικό μας Ευρωμπάσκετ και με τόνους αυτοπεποίθησης από το Χρυσό στο Παγκόσμιο Κ19 του Μπόρμιο κόντρα στις ΗΠΑ, το Γιουγκοσλαβικό Πρωτάθλημα κατακτιέται με μόλις μία ήττα στην κανονική περίοδο και άλλη μία στα πλέι οφ. Είναι το πρώτο για την Γιουγκοπλάστικα έπειτα από 11 χρόνια.
Εν αντιθέσει με τον προκάτοχό του, τον Μόκα Σλάβνιτς, που προέκρινε το ελεύθερο μπάσκετ, ο Μάλκοβιτς ζητεί πιστή εφαρμογή των συστημάτων του και υποβάλλει τα παλληκάρια του σε πολύωρες σκληρές προπονήσεις. Σκληρός είναι και ο ίδιος. Ειδικά απέναντι στον Ράτζα, πολύ σκληρός το καλοκαίρι του 1989.
Αφότου τα έχουν βρει και έχουν φτάσει παρέα στην ευρωπαϊκή κορυφή, κρατώντας στους 69 πόντους στον Τελικό το φαβορί Μακάμπι, ο ψηλός επιλέγεται στο ντραφτ από τους Σέλτικς. Θέλει να μεταπηδήσει στο ΝΒΑ, ο Μάλκοβιτς δεν ακούει κουβέντα. Ο ένας φτάνει μέχρι τη Βοστώνη και υπογράφει, ο άλλος τραβάει το σχοινί δικαστικά και επικρατεί.
Ουδέν κακόν, αμιγές καλού. Φιλιώνουν, όταν πια, καλού-κακού, έχει αποκτηθεί από κάποια Τσέλικ ο Ζόραν Σάβιτς στις ίδιες θέσεις. Και η κατάληξη είναι ξανά θριαμβευτική, κρατώντας στους 67 πόντους στον Τελικό την Μπαρτσελόνα. Τρις Πρωταθλητής Γιουγκοσλαβίας και άπαξ Κυπελλούχος, ο κόουτς φεύγει το 1990. Ως ΠΟΠ 84 και με κεκτημένη ταχύτητα, η ομάδα της οποίας σημάδεψε την ιστορία θα φτάσει και στο ευρωπαϊκό three-peat.
Το χρώμα της χρυσής βροχής
Αντίπαλος της Γιουγκοπλ… ε… της ΠΟΠ 84 στον ευρωπαϊκό Τελικό του 1991 στο Παρίσι είναι ξανά η Μπαρτσελόνα. Με προπονητή όμως τον Μάλκοβιτς! Την παθαίνει από τον Σάβιτς των 27 πόντων, χάνει και το Ισπανικό Πρωτάθλημα που το έπαιρναν επί τέσσερα χρόνια οι Καταλανοί, ξεσπαθώνει κατά του Γκαρθία Ρενέσες.
Ο πρώην (και κατοπινός) προπονητής έχει γίνει Τζένεραλ Μάνατζερ για να κάνει χώρο στον Σέρβο. Αυτός αρκείται στο εγχώριο Κυπελλάκι και κατηγορεί τον Αΐτο ότι τον σαμπόταρε από την πρώτη στιγμή! Τι ότι πούλησε τον Φεράν Μαρτίνεθ στην Μπανταλόνα κόντρα στη δική του θέληση τού σέρνει, τι ότι έστειλε στο χειρουργείο τον Αντρές Χιμένεθ (που έχασε τη σεζόν) χωρίς να χρειάζεται, τι ότι ακύρωσε το προσύμφωνο με τον Τόνι Κούκοτς (!) και δεν ενέκρινε αμέσως μετά τη μεταγραφή του Ζάρκο Πάσπαλ…
Παραιτείται στις αρχές της επόμενης σεζόν, υπογράφει στη Λιμόζ την Πρωτοχρονιά του 1992. Το κλαμπ δεν έχει το δικό του υψηλό στάτους, αυτός σε ανύποπτο χρόνο έχει πει ότι, αν υπάρχει ένα κράτος που δεν θα εργαστεί ποτέ, αυτό είναι η Γαλλία, ενθυμούμενος μια καταγγελία που είχε κάνει στη FIBA η… Λιμόζ, επειδή δεν της είχαν δοθεί μπουκάλια νερό σε ένα ματσάκι στο Σπλιτ.
Καταλήγει, τρία χρόνια αργότερα, δις Πρωταθλητής, δις Κυπελλούχος, δις κορυφαίος κόουτς της εγχώριας λίγκας. Θα πάρει σπίτι, θα πάρει γαλλικό διαβατήριο, ιδιοχείρως από τον Ζακ Σιράκ. Διότι θα έχει πάρει από το 1993 και το Κύπελλο Πρωταθλητριών!
Οι «Λιμουζό» αλλάζουν χρώματα για να σηματοδοτήσουν ένα νέο ξεκίνημα και την ίδια χρονιά θριαμβεύουν στο ΣΕΦ, δεχόμενοι συνολικά 107 πόντους από τη Ρεάλ του Άρβιντας Σαμπόνις και την Μπένετον Τρεβίζο του… Κούκοτς. Ο Μάλκοβιτς χαμογελά σαρδόνια στην απονομή και αποκτά το παρατσούκλι «μάγος» («sorcier»).
Η παραδοσιακή πράσινη φανέλα έχει δώσει τη θέση της στην κίτρινη (ή μήπως χρυσαφένια;) και γκρενά, ο αριστερόχειρας σούπερ σκόρερ, Μάικλ Γιανγκ, βάζει συνήθως όσους πόντους όλοι οι συμπαίκτες του μαζί, ο Γιούρε Ζντοβτς είναι ο “εγκέφαλος” και ο μοναδικός άλλος παίκτης τοπ επιπέδου στο ρόστερ. Άντε, και ο βετεράνος αρχηγός, Ρισάρ Ντακουρί.
Τα “τεσσάρια” (και ενίοτε undersized σέντερ), Τζιμ Μπιλμπά και Μαρκ Εμπαϊά, βαράνε και τα παιδιά τους, τα πιο ορθόδοξα “πεντάρια”, Γουίλι Ρέντεν και Φρανκ Μπιτέρ, δεν πάνε πίσω, ο γκαρντ Φρεντερίκ Φορτέ στάζει και κάνα τρίποντο, προτού κάνει ΤΟ κλέψιμο του Τελικού στον Κούκοτς. Εκτός των δύο αγώνων στο Φάληρο, η Λιμόζ έχει κρατήσει προηγουμένως τους αντίπαλους της έξι φορές κάτω από τους 60 πόντους (δις τον Ολυμπιακό στους «8») και μία κάτω από τους 50!
«Προπονούμασταν όλη μέρα, γιατί δεν υπήρχε και τίποτ’ άλλο να κάνουμε στην πόλη. Άσε που έβρεχε συνέχεια. Έτσι γίναμε τόσο καλοί στη φυσική κατάσταση, τόσο δυνατοί», θα πει μεταξύ σοβαρού και αστείου ο Μπόζα.
Στρατιώτης Γουίλκινς, τιμωρός Μυριούνης
Τον πληρώνει με το ίδιο νόμισμα το 1994 ο Παναθηναϊκός, υποχρεώνοντας τη Λιμόζ του σε ήττα με σκορ 59-48 (…), στον δεύτερο προημιτελικό του Πρωταθλητριών. Παίρνει και τον τρίτο, πηγαίνει ο ελληνικός σύλλογος στο Final 4 χάρη στους 23+30 πόντους του αγέραστου Νίκου Γκάλη στη Γλυφάδα.
Το 1995 που ο Μαλίκοβιτς (sic, έτσι τον λέγαμε τότε) αναλαμβάνει το «Tριφύλλι», Γκάλης δεν υπάρχει δυστυχώς στο παρκέ. Υπάρχει όμως Γιαννάκης, τον οποίον εκτιμά ιδιαίτερα και τον χρίζει προπονητή μέσα στις τέσσερεις γραμμές. Πάνω απ’ όλα, υπάρχει Ντόμινικ Γουίλκινς.
Φυσικά δεν του λένε τίποτα οι αμέτρητες διακρίσεις του στο ΝΒΑ και το υπέρογκο συμβόλαιο χάρη στο οποίο έχει διαβεί τον Ατλαντικό. Ίσα-ίσα. Έχοντας μότο του το ότι «ο τεχνικός πρέπει να παίρνει έστω και μισό δολάριο παραπάνω από τον πιο ακριβοπληρωμένο παίκτη του», συμπεριφέρεται στον Αμερικανό σούπερ σταρ όπως στους εφήβους που συμπληρώνουν το ρόστερ κατά την προετοιμασία. Τότε που ο «Human highlight film»… ανακαλύπτει κρίσεις άσθματος, για να αποφεύγει τις πορείες στα βουνά. «Για μπασκετμπολίστα με πήρατε, όχι για δρομέα», του διαμηνύει.
Προϊόντος του χρόνου, θα βρεθεί η χρυσή τομή, θα απολαύσει κάποιες ελευθερίες στο παιχνίδι του και θα ανταποδώσει με την πρώτη ελληνική (κορυφαία) ευρωπαϊκή κούπα. Στο Παρίσι, το οποίο πλέον γίνεται τόπος (και) θριάμβου για τον Μπόζα. Θύμα η Μπαρτσελόνα και για το πάθημα -ειδικά όπως αυτό έρχεται- χαίρεται διπλά.
«Αν ο πρόεδρος Σαλβαδόρ Αλεμάνι θεωρεί την ομάδα του ηθική νικήτρια, να μοιράσει και το πριμ κατάκτησης», η αιχμηρή ατάκα του μετά το τέλος.
Είναι το τέταρτο δικό του Πρωταθλητριών και η πρώτη (και τελευταία) φορά που αγκαλιάζει τους παίκτες του. Εκείνοι τον κοιτάζουν έως και απορημένοι, πλην του αγαπημένου του Στόικο Βράνκοβιτς και του… Ντίνο Ράτζα. Τα έχει ματαξαναβρεί με τον παλιό του φόργουορντ-σέντερ στο Σπλιτ, ο οποίος τρυπώνει στα αποδυτήρια του Bercy και πανηγυρίζει με τους ανθρώπους των «Πρασίνων», προλειαίνοντας το έδαφος για τη συνεργασία τους 15 μήνες αργότερα.
Ο αγέλαστος τεχνικός έχει χαιρετήσει, προτού ολοκληρωθεί η σεζόν 1996-1997. Η πρώτη του σεζόν στην Αθήνα έχει ολοκληρωθεί με την ιστορική συντριβή 73-38 από τον Ολυμπιακό, η οποία μνημονεύεται μέχρι σήμερα, και με τον Γουίλκινς να την έχει κοπανήσει την προηγουμένη.
Στη δεύτερη (σεζόν) διώχνει κόσμο και κοσμάκη μετά την ατιμωτική ήττα. Είναι το θέρος που ανοίγει η αγορά των κοινοτικών. Γεμίζει τον Παναθηναϊκό με λεγεωνάριους εγνωσμένης ποιότητας και… αμφίβολης ζέσης για τη νέα παρέα τους, δεν τους κάνει ποτέ ομάδα. Ο δε ξένος στο “5” αλλάζει συνέχεια.
Ένας εξ αυτών ο Τζον Σάλεϊ, ο οποίος, ύστερα από μία ολιγοήμερη άδεια για την προώθηση της καριέρας του ως… ηθοποιός στις ΗΠΑ, δίνει αγώνα -εναέριου- δρόμου να επιστρέψει έγκαιρα, πριν το τζάμπολ με τον ΠΑΟΚ στο Κύπελλο. Η πτήση του έχει καθυστέρηση και χάνει την ανταπόκριση στο Παρίσι. Πληρώνει λίαρ τζετ, στο Ελληνικό νοικιάζει και ελικόπτερο! Με αυτό προσγειώνεται στον περιβάλλοντα χώρο των Ολυμπιακών εγκαταστάσεων, ενόσω το αίμα έχει ανέβει στο κεφάλι του προπονητή του με τέτοια καμώματα. Τον αφήνει εκτός 12άδας, ο Αμερικανός αποχωρεί λίγο μετά.
Το δε «Τριφύλλι» μένει εκτός ευρωπαϊκής τετράδας, κατόπιν 20άρας τούτη τη φορά από τον Ολυμπιακό, στον πρώτο προημιτελικό μέσα στο ΟΑΚΑ. Έχει προηγηθεί η επικράτησή του στους «16» επί της αναπόφευκτης Λιμόζ, ενώ έπεται (μετά το «ερυθρόλευκο» 2-0) η επίσης εντός έδρας ήττα στον ημιτελικό του Κυπέλλου από τον Απόλλωνα.
Μεγάλο παιχνίδι κάνει για τους Πατρινούς ο Χρήστος Μυριούνης. Δηλαδή ο φόργουορντ που δεν “έβλεπε” την προηγούμενη χρονιά ο Μάλκοβιτς, αυτός που σπρώχτηκε στην έξοδο το καλοκαίρι. Εκείνο το βράδυ του Απριλίου που το ποτήρι ξεχειλίζει με την καθαρή επικράτηση των Αχαιών, την πόρτα της εξόδου την βλέπει ο ίδιος ο Σέρβος.
Συνέχεια στη Μάλαγα, συνεχίστρια Μαρίνα
Από το ζενίθ στο ναδίρ δηλαδή στον Παναθηναϊκό, ο οποίος με υπηρεσιακό τεχνικό τον Μιχάλη Κυρίτση μένει και εκτός Πρωταθλητριών… Ο άνθρωπός μας περνάει μια χρονιά στην Παρί, μερικούς μήνες στις ΗΠΑ για παρακολούθηση ΝΒΑ και βελτίωση των αγγλικών του, εν τέλει στεριώνει στη Μάλαγα για πέντε χρόνια.
Κατακτά και το Korać του 2001, αγοράζει κι ένα σπίτι στη Μαρμπέγια, αφού ερωτεύεται την Ανδαλουσία, βγάζει γενικότερα ρίζες στην Ισπανία. Μια διετία στη Ρεάλ, κατακτώντας το Πρωτάθλημα του 2005, ένα πέρασμα το 2007 από την Μπασκόνια, ίσα για να επισκεφτεί μετά από καιρό το ΟΑΚΑ και να χάσει στον ημιτελικό του Final 4 από τον Παναθηναϊκό με (το αντιπροσωπευτικό της καριέρας του) 67-53. Μέχρις εκεί ήταν.
Μια τριετία μακριά από τα παρκέ τού δημιουργεί, είναι η αλήθεια, στερητικό σύνδρομο. Αναλαμβάνει Ομοσπονδιακός στη Σλοβενία, προπονητής στη Λοκομοτίβ Κουμπάν, ανακοινώνεται από την Τσεντεβίτα. Πουθενά δεν μένει καιρό. Η μπογιά του έχει ξεφτίσει, από το 2012 δεν θα ξανακάτσει σε άλλο πάγκο.
Σεβάσμια φιγούρα του σερβικού μπάσκετ και αθλητισμού, από το 2017 είναι ο Πρόεδρος της Ολυμπιακής Επιτροπής. Από ακόμα πιο πριν αφιερώνεται στην εγγονή του, τη Λάνα, περνώντας επιτέλους χρόνο με την οικογένειά του. Η σύζυγός του, η Γκορντάνα, τον βλέπει περισσότερο, ο ίδιος βλέπει την κόρη τους, τη Μαρίνα (μια και ο γιος του, ο Νεμπόισα, δεν ακολουθεί τα πορτοκαλί βήματα), να αγγίζει τα επιτεύγματά του.
Η τρομερής ομοιότητας με τον πατέρα της προπονήτρια έχει χαράξει τη δική της ξεχωριστή πορεία στα παρκέ. μετάλλια σε Ευρωμπάσκετ και Ολυμπιακούς Αγώνες με την Εθνική Σερβίας, κατάκτηση της Ευρωλίγκας με τη Φενερμπαχτσέ 30 χρόνια και… μία μέρα μετά από εκείνη του μπαμπά της με τη Λιμόζ. Θηλυκός (κυριολεκτικά) Μάλκοβιτς…
«Απόψε πέθανε το μπάσκετ», είχε πει μετά τον Τελικό του ’93 ο φουρκισμένος Πέταρ Σκάνσι, τεχνικός της Μπένετον και παλιότερη δόξα της Γιουγκοπλάστικα, παρεμπιπτόντως, προτού έρθει και στον έτερο συμμετέχοντα στο ΣΕΦ, τον ΠΑΟΚ.
Η δυναστεία των Μάλκοβιτς ποτέ δεν πεθαίνει…
CHECK IT OUT: Τζανής Σταυρακόπουλος: Θα έχουμε πάντα το Παρίσι
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Στόγιαν Βράνκοβιτς: Από μηχανής ψηλός / Ντίνο Ράτζα: Breaking the Law